«Όπου η ακροδεξιά αναλαμβάνει αποδεικνύεται ότι είναι το καλύτερο παιδί του συστήματος», είπε ο Αλέξης Τσίπρας στο συνέδριο Le Cercle des Economistes.
Παρέμβαση στο συνέδριο Le Cercle des Economistes, το οποίο πραγματοποιείται στην πόλη Aix-en-Provence της Γαλλίας, πραγματοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας, συμμετέχοντας στη συζήτηση με τον Ζακ Αταλί, οικονομολόγο-σύμβουλο του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν (1981-1991).
«Απαιτείται βούληση για συγκρούσεις με τα μεγάλα, με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Να λοιπόν που δεν είναι όλες οι πολιτικές ίδιες. Να η διαφορά ανάμεσα στην προοδευτική και τη συντηρητική πολιτική, στη Δεξιά και την Αριστερά, που δεν είναι τόσο ευδιάκριτη.
Ότι η Αριστερά οφείλει να παράγει πλούτο και να τον μοιράζει δίκαια. Οφείλει να έχει ένα φορολογικό σύστημα φορολόγησης του πλούτου και άρα να είναι έτοιμη να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα. Και να και κάτι που όπου η ακροδεξιά αναλαμβάνει αποδεικνύεται ότι είναι το καλύτερο παιδί του συστήματος. Κι έτσι συμβαίνει κι έχει συμβεί και στην ιστορία. Παντού όπου βρέθηκε μπροστά στις ευθύνες της εξουσίας», είπε μεταξύ άλλων ο Αλέξης Τσίπρας και πρόσθεσε: «Όπου η ακροδεξιά αναλαμβάνει αποδεικνύεται ότι είναι το καλύτερο παιδί του συστήματος. Η διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη μέλη αλλά και εντός των κρατών μελών είναι αυτή ακριβώς που δίνει το έδαφος, που δίνει τροφή στην ακροδεξιά, η οποία σήμερα νομίζω ότι βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας, με ενδεχόμενο να οδηγήσει σε μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση και την Ευρώπη και την ίδια την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Άρα εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε έναν υπαρξιακό κίνδυνο».
Ο πρώην πρωθυπουργός δήλωσε ακόμα: «Υπάρχουν οικονομολόγοι και πολιτικοί που κοιτάνε το συμφέρον, το πρόσκαιρο. Υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι σκέφτονται μονάχα τη δημοφιλία τους. Υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι σκέφτονται μονάχα τις δημοσκοπήσεις και λένε ευχάριστα πράγματα στον κόσμο. Και οικονομολόγοι, οι οποίοι είναι ουσιαστικά υπάλληλοι μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων. Και υπάρχουν και πολιτικοί που έχουν όραμα και έχουν στόχο το κοινό καλό. Και οι οικονομολόγοι που δεν κοιτάνε μονάχα το δικό τους συμφέρον. Άρα το ζητούμενο και κλείνω με αυτό στην ερώτηση είναι να βρούμε εκείνο το μείγμα πολιτικής που θα προτάσσει τις ηθικές αξίες και το κοινό καλό πάνω από τα συγκεκριμένα ιδιοτελή και πρόσκαιρα συμφέροντα. Ναι λοιπόν στην συνεργασία οικονομολόγων και πολιτικών, οικονομίας και πολιτικής, αν αυτή έχει στόχο το κοινό καλό».
Αναλυτικά η παρέμβαση του Αλέξη Τσίπρα:
«Κάποτε Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει: Οι τεχνοκράτες ξέρουν τα πάντα για τις τιμές, αλλά σχεδόν τίποτα για την αξία των πραγμάτων. Και όταν μιλάω για την αξία, εννοώ την αξία των δημόσιων αγαθών, την αξία της δημοκρατίας, τις μεγάλες αξίες. Την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης, την αξία της ηθικής, την πολιτική, την αξία της αλληλεγγύης.
Άρα λοιπόν, νομίζω ότι ασφαλώς είναι απαραίτητη η συνδρομή των οικονομολόγων και των τεχνοκρατών στη διαμόρφωση της πολιτικής, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμοσμένη πολιτική μόνο με τη ματιά των τεχνοκρατών και των οικονομολόγων.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει και το εξής επιχείρημα που είναι εξίσου δυνατό και το συμμερίζομαι. Ότι τα πάντα γύρω μας έχουν σχέση με την οικονομία και ότι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την πολιτική από την οικονομία.
Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι αυτή η σύγκρουση που διαφαίνεται στις μέρες μας είναι σε μεγάλο βαθμό μια σύγκρουση τεχνητή, ψεύτικη. Οι πολιτικοί χρειάζονται πέρα από το όραμα, την εικόνα μεσοπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα της οικονομικής σταθερότητας. Και πρέπει οι πολιτικές τους να έχουν ορίζοντα τη σταθερότητα. Τα πάντα λοιπόν είναι οικονομία. Άρα, για να παραφράσω άλλο ένα πολύ σοβαρό ρητό, αυτό του Κέυνς: Οι πολιτικοί εκείνοι, οι οποίοι δεν συμμερίζονται την ανάγκη να ακούνε τους οικονομολόγους, ενδεχομένως είναι σκλάβοι κάποιων ξεπερασμένων οικονομολόγων.
Και επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να κάνω δύο διαχωρισμούς. Υπάρχουν οικονομολόγοι και πολιτικοί που κοιτάνε το συμφέρον, το πρόσκαιρο. Υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι σκέφτονται μονάχα τη δημοφιλία τους. Υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι σκέφτονται μονάχα τις δημοσκοπήσεις και λένε ευχάριστα πράγματα στον κόσμο. Και οικονομολόγοι, οι οποίοι είναι ουσιαστικά υπάλληλοι μεγάλων χρηματοπιστωτικών ομίλων. Και υπάρχουν και πολιτικοί που έχουν όραμα και έχουν στόχο το κοινό καλό. Και οι οικονομολόγοι που δεν κοιτάνε μονάχα το δικό τους συμφέρον. Άρα το ζητούμενο και κλείνω με αυτό στην ερώτηση είναι να βρούμε εκείνο το μείγμα πολιτικής που θα προτάσσει τις ηθικές αξίες και το κοινό καλό πάνω από τα συγκεκριμένα ιδιοτελή και πρόσκαιρα συμφέροντα. Ναι λοιπόν στην συνεργασία οικονομολόγων και πολιτικών, οικονομίας και πολιτικής, αν αυτή έχει στόχο το κοινό καλό.
O ρόλος των αγορών είναι λίγο πολύ γνωστός σε όλους μας. Οι αγορές αυτό το οποίο θέλουν είναι να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Είναι κερδοσκοπικός ο ρόλος τους και στην αγαθότερη έκφρασή τους θέλουν να μην έχουν ζημιές. Στην πιο συνηθισμένη θέλουν να έχουν και αισχροκέρδεια, αγνοώντας αν το κόστος, το κοινωνικό, το πολιτικό, το οικονομικό είναι πάρα πολύ μεγάλο Το ερώτημα το κρίσιμο, είναι ποιος είναι ο ρόλος της πολιτικής και όχι ποιος ο ρόλος των αγορών. Και πως θα δημιουργήσουμε θεσμικά αντίβαρα απέναντι στη λειτουργία των αγορών για να μην καταλύουν την ίδια τη δημοκρατία. Εγώ κατανοώ πλήρως ότι η πολιτική έχει αλλάξει εντελώς τα τελευταία 40 χρόνια. Αλλιώς ήταν την περίοδο του Φρανσουά Μιτεράν και αλλιώς χάραζε εθνικές πολιτικές η Γαλλία τότε κι αλλιώς χαράσσει σήμερα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Όμως προσέξτε, η ορθόδοξη οικονομική ανάλυση ότι οι αγορές λένε πάντα το σωστό δεν ισχύει. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Ναι, πράγματι, στην περίπτωση της Λιζ Τρας στη Βρετανία λειτούργησαν σωστά, αλλά στην περίπτωση της συναλλαγματικής κρίσης το ‘93 στη Γαλλία, λειτούργησαν λάθος. Στην Ελλάδα λειτούργησαν λάθος, γιατί από το 2005 ως το 2009, ενώ βλέπανε τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, λέγανε ότι το ελληνικό χρέος είναι ταυτόσημο, το αξιολογούσαν ισότιμο με το γερμανικό.
Και υπάρχουν και περιπτώσεις που οι αγορές σπεκουλάρουν. Κάνουν δηλαδή μια επιθετική πολιτική, διότι έχουν τζογάρει στη χρεοκοπία ορισμένων χωρών. Με δεδομένα λοιπόν αυτά, νομίζω ότι οι πολιτικοί, πρώτον, πρέπει να ορίσουμε θεσμικά αντίβαρα. Το οποίο είναι, για παράδειγμα η ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι ένα αντίβαρο στη λειτουργία των αγορών. Δεύτερον, να γνωρίζουμε τη μεγάλη σημασία της αξιοπιστίας της πολιτικής μας. Οι πολιτικές μας να μη δημιουργούν προοπτική μεσοπρόθεσμης επιβάρυνσης των μακροοικονομικών δεδομένων. Για να γίνει αυτό όμως, χρειάζονται δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση είναι η πολιτική μας να παράγει νέο πλούτο, να μεγαλώνει η πίτα. Και η δεύτερη προϋπόθεση να έχουμε δίκαιο μοίρασμα αυτού του νέου πλούτου, δηλαδή δίκαιη φορολογία.
Κι αυτό απαιτεί βούληση για συγκρούσεις με τα μεγάλα, με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Να λοιπόν που δεν είναι όλες οι πολιτικές ίδιες. Να η διαφορά ανάμεσα στην προοδευτική και τη συντηρητική πολιτική στη Δεξιά και στην Αριστερά, που δεν είναι τόσο ευδιάκριτη.
Ότι η Αριστερά οφείλει να παράγει πλούτο και να τον μοιράζει δίκαια. Οφείλει να έχει ένα φορολογικό σύστημα φορολόγησης του πλούτου και άρα να είναι έτοιμη να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα. Και να και κάτι που όπου η ακροδεξιά αναλαμβάνει αποδεικνύεται ότι είναι το καλύτερο παιδί του συστήματος. Κι έτσι συμβαίνει κι έχει συμβεί και στην ιστορία. Παντού όπου βρέθηκε μπροστά στις ευθύνες της εξουσίας.
Κατ’ αρχάς να πούμε ότι η Ευρώπη πέτυχε κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ας μην το υποτιμούμε. Το να είμαστε για πάρα πολλές δεκαετίες, 70 χρόνια σχεδόν σε συνθήκες ευημερίας και ειρήνης. Αλλά βεβαίως βρισκόμαστε σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή, σε ένα σταυροδρόμι και αν δούμε τι πρέπει να αλλάξουμε. Αυτό που πρέπει σίγουρα να αλλάξουμε είναι ότι πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο στην πολιτική ενοποίηση, άρα πολιτική εμβάθυνση και δεύτερον, στρατηγική αυτονομία.
Σ έναν πολυπολικό κόσμο, σύνθετο, δεν μπορεί να υπάρξεις αν δεν έχεις στρατηγική αυτονομία. Τα συμφέροντά μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής πολλές φορές είναι κοινά, πολλές φορές όμως δεν ταυτίζονται.
Και όταν δεν ταυτίζονται, οφείλουμε να υπηρετούμε τα δικά μας συμφέροντα, τα οποία βεβαίως πρέπει πάντοτε να ορίζονται από τις μεγάλες αξίες, τα λεγόμενα ευρωπαϊκά ιδεώδη, που δεν μπορεί να είναι άλλα από την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη. Άρα λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι σε πολλά και κρίσιμα ζητήματα οφείλουμε να ξανασκεφτούμε ποια ακριβώς είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας και ποιες πρέπει να είναι οι παρεμβάσεις της Ευρώπης για την ειρηνική επίλυση διεθνών διενέξεων.
Και τέλος, δημοκρατία και κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό. Η διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη μέλη αλλά και εντός των κρατών μελών είναι αυτή ακριβώς που δίνει το έδαφος, που δίνει τροφή στην ακροδεξιά, η οποία σήμερα νομίζω ότι βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας, με ενδεχόμενο να οδηγήσει σε μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση και την Ευρώπη και την ίδια την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Άρα εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε έναν υπαρξιακό κίνδυνο».