Στην ομιλία του ανέφερε ότι ‘’οι πολυδιάστατες απειλές, από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία μέχρι τις υβριδικές επιθέσεις και την ενεργειακή ασφάλεια, καθιστούν επιτακτική την ενίσχυση της κοινής πολιτικής ασφάλειας’’, τονίζοντας πως η ΕΕ πρέπει να αναδειχθεί σε αυτόνομη γεωπολιτική δύναμη.
Ο κ. Κατρίνης υπογράμμισε ότι η δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής άμυνας ‘’δεν μπορεί να περιοριστεί σε θεσμικές δηλώσεις, αλλά απαιτεί δράσεις’’, όπως η ενίσχυση της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας, η αξιοποίηση του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Ταμείου και η δημιουργία μιας μόνιμης δύναμης ταχείας αντίδρασης, ικανής να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απειλές. Εξίσου απαραίτητη, όπως σημείωσε, θεωρείται η ανάπτυξη σύγχρονων αμυντικών τεχνολογιών και διαλειτουργικών στρατιωτικών δομών. Με αφετηρία μάλιστα την παραδοχή, ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφέρθηκε στις διαστάσεις ενός σχεδίου στρατηγικής αυτονομίας, συμπληρωματικού προς το ΝΑΤΟ, όπως αυτό έχει τεθεί σήμερα στην ατζέντα της ΕΕ.
Επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας της ‘’αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας’’, που, όπως σημείωσε, ‘’απειλεί τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή’’, ενώ παράλληλα ανέφερε, ότι η Κύπρος θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην ενιαία ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική ‘’χωρίς αστερίσκους και εξαιρέσεις’’.
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ τόνισε, πως η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για την Ευρώπη και την Ελλάδα και υπογράμμισε με έμφαση, ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα, που διαθέτει υψηλό ποσοστό αμυντικών δαπανών από το ΑΕΠ της, ‘’δεν μπορεί να είναι μόνο χώρα-πελάτης, αλλά θα πρέπει να αξιοποιήσει την τεχνολογική καινοτομία, να επενδύσει σε σύγχρονα οπλικά συστήματα και να συνδέσει την παραγωγή με τη ναυπηγική και την αμυντική βιομηχανία’’, προτείνοντας μάλιστα συμπαραγωγές με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Κλείνοντας, ο κ. Κατρίνης τόνισε την ευθύνη των σοσιαλιστών και δημοκρατών να υπερασπιστούν τόσο τα κοινά ευρωπαϊκά όσο και τα εθνικά συμφέροντα και επισήμανε ότι η Ευρώπη οφείλει να αφήσει πίσω την αδράνεια, να επενδύσει στην ασφάλειά της και να γίνει ένας ισχυρός και ενεργός παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας, με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου.