Η ιστορία του σπιτιού, όπου ο ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή, και τώρα περνάει στο υπουργείο - Ενας συμβολικός τόπος ελευθερίας και αντίστασης
Το νέο του θανάτου του επιφανέστερου ποιητή της γενιάς του 1880 κυκλοφόρησε με αστραπιαία ταχύτητα στην κατοχική Αθήνα. «Χτες βράδυ μία είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μία είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» έγραφε στο προσωπικό της ημερολόγιο η Ιωάννα Τσάτσου. Ως θνητός και πιστός στην οικογένεια στο τελευταίο του ταξίδι ο ποιητής δεν ήταν μόνος αφού στο προσκέφαλο του η κόρη του Ναυσικά, με τη φίλη της ζωγράφο Διαμαντοπούλου, η οποία βγάζοντας από την τσέπη του φουστανιού το κραγιόν της απέδωσε με αυτό σε μια σειρά από εμβληματικά σκίτσα τις τελευταίες εκφράσεις του προσώπου του. Ο πόνος διπλά βαρύς αφού δέκα μέρες πριν, είχε φύγει η γυναίκα του Μαρία στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς ο ίδιος να μπορέσει μάθει το θάνατο της. Οι πρώτοι που έφτασαν στο σπίτι της Περιάνδρου πληροφορούμενοι τον θάνατο ήταν ο Τσάτσος, ο Άγγελος Σικελιανός και η γυναίκα του Εύα, οι οποίοι προκειμένου να γνωστοποιήσουν στους Αθηναίους τα νέα έστησαν στην προθήκη του ιστορικού βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη μια μεγάλη φωτογραφία του ποιητή με ένα αναμμένο κερί ανάμεσα σε μαύρες ταινίες. Και από κάτω τον στίχο “Ο Ακρίτας είμαι Χάροντα”.
Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν παντού. Ο Παλαμάς αποχαιρετούσε τα κατεχόμενα πλήθη το ίδιο επιβλητικά όπως ζούσε: φορώντας φράκο και διατηρώντας μια άκρως φροντισμένη γενειάδα. Τα προβλήματα ωστόσο ήταν πολλά και δεν είχαν μόνο να κάνουν με τη γερμανοκρατούμενη πόλη αλλά με το ότι ο γιος του Παλαμά Λέανδρος, εντελώς εγωιστικά σκεπτόμενος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τσάτσου, δεν ήθελε να δοθεί καθολική διάσταση στο γεγονός ούτε ήθελε να αφήσει τον Σικελιανό να αποχαιρετήσει τον νεκρό γιατί φοβόταν “ότι οι Ιταλοί δεν θα του έδιναν διαβατήριο”. Αλλά ο Σικελιανός δεν δείλιασε να μετατρέψει την κηδεία σε αντικατοχική πράξη λέγοντας πως “Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα».Όχι τυχαία στον πάνδημο αποχαιρετισμό έδωσαν το παρών ο λογοτεχνικός κόσμος της εποχής αλλά και απλός λαός ψάλλοντας μπροστά στους Γερμανούς τον εθνικό ύμνο-κυριολεκτικά σε αυτό το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.
Για μέρες, λοιπόν, μετά την κηδεία ο κόσμος περνούσε από το σπίτι για να αποχαιρετίσει τον ποιητή που την έκανε περήφανη “με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή”. Σε αυτές τις στιγμές καθολικό ρόλο έπαιξε φυσικά το ότι η οικία Παλαμά ήταν συνώνυμη της απανταχού παρουσίας του Παλαμά: από εκεί περνούσε το ανώνυμο πλήθος να αφήσει ένα λουλούδι, αυτό επισκεπτόταν οι άνθρωποι του πνεύματος. Δυστυχώς, όμως, με τα χρόνια που πέρασαν το σπίτι εγκαταλείφθηκε και έμεινε μόνο μια ταμπέλα για να θυμίζει ότι ήταν το μέρος όπου έμενε ο εμβληματικός ποιητής. Παρότι χαρακτηριστηκε διατηρητέο ήδη από το 1999, κανείς όμως δεν αποφάσιζε τι ακριβώς θα γίνει με την τύχη του και είχε μείνει στο έλεος των άπειρων περαστικών που δεν ντράπηκαν να το βανδαλίσουν. «Σήμερα,” γράφει η Υπουργός Πολιτισμού, στο έγγραφό της προς τον πρόεδρο του ΚΣΜΝ και γενικό γραμματέα Πολιτισμού κ. Γ. Διδασκάλου, “το εν λόγω ακίνητο βρίσκεται σε τραγική κατάσταση διατήρησης, η οποία προσβάλλει όχι μόνον την μνήμη του μεγάλου μας ποιητή, αλλά και τον ελληνικό λαό, δεδομένου ότι από την οικία του Παλαμά ξεκίνησε την ημέρα της εξοδίου ακολουθίας του, τον Φεβρουάριο του 1943, η αυθόρμητη αντίσταση του λαού στις δυνάμεις του Άξονα, καθώς χιλιάδες κόσμου συνόδευσαν την σορό του ποιητή στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Σήμερα μια πινακίδα στην είσοδο του κτηρίου δηλώνει ότι στο κτήριο αυτό έζησε για κάποια χρόνια ο ποιητής. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν κατά καιρούς από τους ιδιοκτήτες για την πώληση του κτηρίου κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατόν.Με δεδομένα: 1. Την θλιβερή εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το κτήριο, μισοερειπωμένο λειτουργεί ως σκουπιδότοπος και ως δημόσιο ουρητήριο, και 2. Την προσβολή στη μνήμη ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης, παρακαλώ να ξεκινήσετε αμέσως τις κατά νόμον διαδικασίες για την απαλλοτρίωση του κτηρίου ή την απ' ευθείας αγορά του από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, προκειμένου να αποκατασταθεί και να μετατραπεί σε χώρο μελέτης και σπουδής της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας”.
Το διώροφο κτίριο, το οποίο οικοδομήθηκε στη δεκαετία 1920-1930, φέρει χαρακτηριστικά ενός νεοκλασικού αστικού σπιτιού του Μεσοπολέμου, με τα ακροκέραμα του γείσου του και τις σιδεριές στα μπαλκόνια. Μια πλάκα πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού αναγράφει:«Στο σπίτι αυτό πέθανε ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς στις 27 Φεβρουαρίου 1943».
Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού δήλωσε ότι “αυτή είναι μία απόφαση που οφείλαμε στον Ποιητή αλλά και στους πολίτες που απαιτούν να του αποδοθεί η τιμή και η ευγνωμοσύνη των νεότερων γενεών. Σήμερα, κάνουμε πράξη αυτό που έπρεπε να γίνει εδώ και πολλά χρόνια. Η οικία Παλαμά θα αποκατασταθεί από τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ για να γίνει χώρος μελέτης και σπουδής της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας”.Το φθινόπωρο του 1937 επισκέφτηκε τον Κωστή Παλαμά, στο σπίτι της οδού Περιάνδρου στην Πλάκα, ο δημοσιογράφος Ε. Τζαμουράνης ο οποίος κατέγραψε μια μέρα στο σπίτι του ποιητή με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο:
Φθινοπωρινό πρωινό στην οδό Περιάνδρου
«Ζη εις το ήσυχο σπίτι της οδού Περιάνδρου μέσα εις μίαν θείαν γαλήνην που δεν την ταράζει τίποτε απ’ τη βοή της πόλεως. Η καθημερινή του ζωή περνά μεταξύ του μικρού γραφείου, παραφορτωμένου από βιβλία παληά και νέα, και της ταράτσας του σπιτιού, στολισμένης με δροσερές και περιποιημένες γλάστρες.
Ξυπνά ενωρίς το πρωί και αφού πάρη το πρωϊνό του βγαίνει στην ταράτσα όπου κάθεται δύο ώρες ανάμεσα στα λουλούδια, κυττάζοντας προς την Ακρόπολι που φαίνεται απέναντι και ακούοντας τον αντίλαλο της ζωής από τα γειτονικά σπίτια. Οι ζεστές ηλιακές ακτίνες δεν φαίνεται να τον πειράζουν. Σ’ αυτό το διάστημα ρωτά τους δικούς του για όλα τα γύρω μικροπράγματα.
Μετά τις δέκα κλείνεται στο γραφείο του, μ’ ένα μολύβι στο χέρι, με μια σκέψι στο νου, μ’ ένα στίχο. Διαβάζει λίγο και όταν κουρασθή σηκώνεται και στέκεται όρθιος μπροστά στο παράθυρο, ατενίζοντας το γαλάζιο του ουρανού. Πολλές φορές τον βρήκαν οι δικοί του σ’ αυτή τη στάσι, να ταξειδεύη νοερά στους μακρυνούς κόσμους του φωτός. Σπάνια δέχεται λίγους φίλους πριν το μεσημέρι».
Το απόγευμα
«Το απόγευμα κατεβαίνει συχνά και κάνει ένα μικρό περίπατο μέχρι το μικρό καφενείο που βρίσκεται απέναντι στην Πύλη του Αδριανού, μέχρι το σούρουπο. Ένα τελευταίο βράδυ γύρισε στο σπίτι κάπως αργότερα, μαγευμένος γιατί είδε το φεγγάρι να προβάλη ολόλαμπρο απ’ την κορυφή του Υμηττού, τόσο που και μετά το φαγητό, καθισμένος στην ταράτσα, αφηγείτο την εντύπωσί του σε μερικούς φίλους με πολλή συγκίνησι».