Η διεθνώς καταξιωμένη Ελληνίδα ερμηνεύτρια μιλά αποκλειστικά στο protothema.gr για την ιστορική πρώτη ηχογράφηση του έργου και τη σχέση Θεοδωράκη - Χατζιδάκι ενώ αποκαλύπτει τι της είπε ο Μίκης στην τελευταία, τυχαία συνάντησή τους
Μπορεί το έργο να ηχογραφήθηκε και σε άλλες δύο εκδοχές, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Μαίρη Λίντα, η Μούσχουρη ωστόσο θα μείνει στην ιστορία ως η παρθενική του ερμηνεύτρια αλλά κι εκείνη που είχε την τύχη να συνεργαστεί ταυτόχρονα με τα δύο ιερά τέρατα της ελληνικής μουσικής σε μια εποχή που η παρουσία τους ήταν συνυφασμένη με την πολιτιστική αναγέννηση του τόπου.
Τα δυσάρεστα νέα για τον θάνατο του Έλληνα συνθέτη τα πληροφορήθηκε μέσα από ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που τής έστειλε μια θαυμάστριά της επιθυμώντας να της εκφράσει τα συλλυπητήριά της για την απώλεια του σπουδαίου καλλιτέχνη της πατρίδας της: «Αναστατώθηκα πολύ» λέει και προσθέτει με νόημα: «Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένα πολύ σπουδαίο κεφάλαιο για τη χώρα μας γι' αυτό και αξίζει τον θαυμασμό όλων των Ελλήνων. Κράτησε ψηλά το επίπεδο της ελληνικής μουσικής και πέρασε πολλά μηνύματα μέσα από αυτή».
Κι έπειτα γυρίζει πίσω, θυμάται όλες εκείνες τις στιγμές που τα βήματά της την οδήγησαν κοντά του και ταυτόχρονα σε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά έργα της μακροχρόνιας και πολυγραφότατης μουσικής πορείας του: «Όταν γύρισε ο Μίκης από το Παρίσι όπου σπούδαζε είχε ήδη συμφωνήσει με τον Μάνο να ηχογραφήσουμε τον «Επιτάφιο» με τις δικές μου ερμηνείες και την δική του ενορχήστωση. Εγώ τότε δεν ήμουν πολύ γνωστή, είχα ήδη ωστόσο τραγουδήσει κάποια τραγούδια του Χατζιδάκι. Όταν τον είδα απέναντί μου αισθάνθηκα μεγάλο δέος. Εκείνη την εποχή, οι συνθέτες σαν τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη αποτελούσαν μια μεγάλη έκπληξη για τη χώρα μας, ένα μεγάλο δώρο. Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ήταν για μάς εδώ στην Ελλάδα, τότε, ό,τι ήταν ο Μπομπ Ντίλαν για την Αμερική, είδωλα. Ήταν επίσης ο λόγος που η χώρα μας ακούστηκε σε ολόκληρα τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Ζορμπάς» του Μίκη, και «Τα παιδιά του Πειραιά» του Μάνου έγιναν παγκόσμιες επιτυχίες και παραμένουν μέχρι σήμερα».
Το σπουδαίο αυτό έργο στάθηκε η αφορμή όχι μόνον να συνεργαστεί ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Μάνο Χατζιδάκι αλλά και να διαφωνήσουν καλλιτεχνικά. Μετά από κάποιες ημέρες ηχογραφήσεων ο Μίκης σταματάτησε να εμφανίζεται στο στούντιο. Λίγο αργότερα γίνεται γνωστή η απόφασή του να ηχογραφήσει και πάλι το έργο, αυτή τη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και λαϊκή ορχήστρα.
Η λυρική ενορχηστρωτική προσέγγιση του Χατζιδάκι με την ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη ένιωθε πως δεν συμβάδιζε με τον δωρικό χαρακτήρα που οραματιζόταν ο ίδιος. «Έχει λυρικό χαρακτήρα χωρίς να χάνει τη λαϊκότητά της» υποστήριζε για την δική του εκδοχή ο Χατζιδάκις με τον Θεοδωράκη να νιώθει πως « Η δεύτερη, λαϊκή ενροχήστρωση είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε κι αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά».
Όταν, ωστόσο, η όλη ιστορία άρχισε να παίρνει χαρακτήρα ευρύτερης διαφωνίας, έως και καλλιτεχνικής διαμάχης, ανάμεσα στο κοινό, ο Μίκης, υπογράμμισε με νόημα: « Λυπάμαι που δεν μπόρεσαν να διακρίνουν ότι, με όλο το χάσμα που τούς χωρίζει, η Μούσχουρη κι ο Μπιθικώτσης τραγουδούν στο βάθος με τον ίδιο τρόπο, προσπαθούν να πλησιάσουν το ίδιο πρότυπο». Πόσο δίκιο είχε...!
Η Νάνα Μούσχουρη παραδέχεται πως όλη αυτή η εξέλιξη δημιούργησε μια πικρία η οποία ωστόσο δεν κατάφερε να κάνει την βαθιά αγάπη που συνέδεε του δύο συνθέτες να διαρραγεί: «Υπήρξε μια μικρή πίκρα τότε, κυρίως από τον Χατζιδάκι. Ο Μίκης και ο Μάνος όμως αγαπιούνταν βαθιά και ουσιαστικά και θαύμαζε πολύ ο ένας τον άλλον. Ήταν βέβαια διαφορετικοί χαρακτήρες και αντίθετοι σε πολλούς τομείς, όμως η μεγάλη αγάπη τούς ένωνε πάντα» εξηγεί η ίδια και προσθέτει βλέποντας πλέον με τα μάτια της ωριμότητας και κυρίως της εμπειρίας: «Ο Μίκης ένιωσε την επιθυμία να ερμηνευτεί ο «Επιτάφιος» και με έναν διαφορετικό τρόπο από τον δικό μου. Γι' αυτό τον ηχογράφησε ξανά με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είχε κάθε δικαίωμα να κάνει τις επιλογές του, να προσπαθήσει να αποδώσει τη μουσική του όπως εκείνος την είχε στο μυαλό του. Είναι λογικό».
Η ίδια δεν συζήτησε ποτέ με τον συνθέτη ευθέως το θέμα αυτό ούτε κατάφεραν να ξανασυνεργαστούν από τότε μιας και εκείνη έφυγε στη συνέχεια στο εξωτερικό. Μάς αποκάλυψε όμως πως υπήρξε μια τυχαία συνάντησή τους στην οποία ο Μίκης τής εξέφρασε μια επιθυμία του: «Συναντηθήκαμε, την δεκαετία του '70 στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Εκείνος ερχόταν από το εξωτερικό κι εγώ είχα πάει να υποδεχτώ τον Μπελαφόντε που έφθανε στη χώρα μας. Όταν με είδε ο Μίκης μού είπε: «Εμείς οι δύο πρέπει να βρεθούμε, να κάνουμε κάτι μαζί». Δυστυχώς δεν τα καταφέραμε»!
Παράλληλα θεωρεί πολύ μεγάλη τύχη που στο ξεκίνημά της είχε την ευκαιρία να ζήσει μέσα στους κόλπους της πιο σημαντικής ελληνικής καλλιτεχνικής – πνευματικής οικογένειας, με τους μεγάλους συνθέτες και τους ποιητές. «Για ένα κορίτσι του πολέμου και της Κατοχής, όπως ήμουν εγώ, αυτές οι συναντήσεις αποτελούσαν όνειρο που έγινε πραγματικότητα» παραδέχεται και συμπληρώνει: «Τον Μίκη θα τον κρατήσω μέσα μου με αγάπη και κάθε φορά που θα τραγουδάω τα τραγούδια του θα τον νιώθω κοντά μου».
Δεν μπορεί ούτε και θέλει ωστόσο να πιστέψει ότι τόσο μεγάλες προσωπικότητες, σαν αυτές του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, χάνονται όταν φεύγουν από αυτόν τον κόσμο: «Θέλω να πιστεύω πως τώρα που έφυγε ο Μίκης θα ξαναβρεθεί κάπως με τον Μάνο. Ο ένας θα είναι μια δυνατή πέτρα κι ο άλλος μία δροσερή σταγόνα. Και κάπως έτσι θα ζουν για πάντα στις καρδιές και το μυαλό μας και θα συνεχίζουν, όπως πάντα, να μάς ενώνουν» μάς λέει συγκινημένη για να διατυπώσει, αμέσως μετά, μια πολύ όμορφη και φωτεινή για το μέλλον ευχή: «Επειδή έχουμε ανάγκη από ένα νέο ξεκίνημα η επιστροφή στο μουσικό μας παρελθόν είναι ό,τι καλύτερο. Ας ελπίσουμε πως μέσα από τη λύπη για τον θάνατο του Μίκη θα γεννηθεί κάτι καινούργιο, σημαντικό. Αυτό θα ήθελε και ο ίδιος!».