Τον Ιούνιο του 2014, όταν η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ (FCC) είχε ψελλίσει τις πρώτες κορώνες κατά της ουδετερότητας του ίντερνετ, όλοι το πήραν στα αστεία.
Ο γνωστός παρουσιαστής John Oliver του κωμικού σόου «Last Week Tonight» (HBO), σε ένα 13λεπτο παραλήρημα κατά της είδησης, προειδοποιούσε ότι ο νέος κανονισμός θα οδηγούσε σε έναν κόσμο όπου οι πάροχοι του ίντερνετ θα διαχειρίζονταν όπως ήθελαν την ηλεκτρονική κίνηση, εγκαινιάζοντας προνομιακές υπηρεσίες στους μεγάλους και ισχυρούς και χρεώνοντας έξτρα ποσά στον καταναλωτή που έχει αυξημένες ανάγκες οπτικοακουστικού περιεχομένου.
Και κατέληξε να συνιστά στους τηλεθεατές του να βομβαρδίσουν με μηνύματα την Επιτροπή, καθώς τα καμώματά της θα έδιναν τέλος στον εκδημοκρατισμό του ίντερνετ, μιας και οι μικρότερες διαδικτυακές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να συμβαδίζουν με τον μεγάλο ανταγωνισμό. Την επόμενη κιόλας μέρα, η ιστοσελίδα της FCC έπεσε από την κίνηση!
Αυτό που ξεκίνησε βέβαια ως αστείο είναι σήμερα αλήθεια για τις ΗΠΑ, μια ζοφερή πραγματικότητα που έρχεται να αλλάξει τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει το ίντερνετ. Στην Αμερική ναι, μόνο που η άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι κάποιες φορές πολύ πιο κοντά μας απ’ όσο πιστεύουμε...
Τι είναι όμως αυτή η περιβόητη «ουδετερότητα του ίντερνετ» (net neutrality) που τόσο προσπάθησε και κατάφερε τελικά να βάλει χέρι η FCC στην εποχή του Τραμπ; Ξέρουμε ότι ο Παγκόσμιος Ιστός είναι ένα διεθνές σύστημα διασυνδεδεμένων δικτύων που παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις, μοιράζεται μια κατά βάση συναίνεση περί των τεχνικών χαρακτηριστικών και του τρόπου επικοινωνίας τους.
Και η πιο θεμελιώδης αρχή του ίντερνετ, το ίδιο το ρυθμιστικό άρθρο πίστης του, ήταν μέχρι πρόσφατα η ισότιμη πρόσβαση στο διαδίκτυο, αυτή η ελεύθερη επικοινωνία όλων με όλους. Η ουδετερότητα του ίντερνετ δηλαδή, ο παγκόσμιος κανονισμός σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών ίντερνετ (και οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές) οφείλουν να αντιμετωπίζουν ισότιμα το σύνολο των δεδομένων που διακινούνται στον Ιστό και να μην υπάρχουν προνομιακές προτεραιότητες στη μετάδοση των δεδομένων και την πρόσβαση των ιστοσελίδων.
Το net neutrality διασφαλίζει πως το περιεχόμενο από κάθε ιστοσελίδα, υπηρεσία και εφαρμογή θα έχει την ίδια βαρύτητα σε επίπεδο διαχείρισής του και δεν θα υπόκειται σε επιβραδύνσεις ή εξτρά χρεώσεις για την πρόσβασή του. Η ουδετερότητα του ίντερνετ αποτρέπει τις διακρίσεις, απαγορεύει τις αυθαίρετες χρεώσεις με βάση τον χρήστη, το περιεχόμενο, τον ιστότοπο, την πλατφόρμα, την εφαρμογή, ακόμα και το είδος του διασυνδεδεμένου εξοπλισμού ή και τη μέθοδο της επικοινωνίας.
Χωρίς τη δικτυακή ουδετερότητα, οι πάροχοι του ίντερνετ θα είχαν τη νομική δυνατότητα να εκμεταλλεύονται εμπορικά τη γρήγορη πρόσβαση σε ιστοσελίδες και περιεχόμενο, μπλοκάροντας ή επιβραδύνοντας ιστότοπους και περιεχόμενο χωρίς καμία αιτιολόγηση ή λογοδοσία σε κανέναν. Όποιος πληρώσει τα περισσότερα, θα έχει προνομιακά πακέτα για την ιστοσελίδα του, την ίδια ώρα που και οι χρήστες διαδικτυακής τηλεόρασης και οπτικοακουστικού περιεχομένου θα υπόκεινται σε εξτρά χρεώσεις, μιας και καταναλώνουν περισσότερα δεδομένα.
Αυτά σώζει η ουδετερότητα του ίντερνετ, προστατεύοντας τον χρήστη από τις αυθαιρεσίες της αγοράς. Σε μας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να μπούμε σε μια δημόσια ιστοσελίδα, την ίδια ώρα που η ταχύτητα πρόσβασής μας σε αυτή είναι ισότιμη με οποιαδήποτε άλλη σελίδα, όσο μεγάλη ή μικρή κι αν είναι. Είναι όμως και το άλλο, εξίσου σημαντικό για τη συζήτησή μας: πως το net neutrality εγγυάται σε κάθε δημιουργό και ιδιοκτήτη ιστοσελίδας ότι ο ιστότοπός του θα έχει την ίδια ελεύθερη πρόσβαση για τους χρήστες του διαδικτύου με οποιαδήποτε άλλη, ακόμα και αν συγκρίνεται με κάποιον κολοσσό του ίντερνετ...
Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών έκανε πράξη στα μέσα Δεκεμβρίου του 2017 αυτό που σιγομουρμούριζε εδώ και χρόνια μια μικρή μερίδα της και της είχε απαγορεύσει η κυβέρνηση Ομπάμα το 2015 (ψηφίζοντας υπέρ της ουδετερότητας του ίντερνετ): ψήφισε πράγματι να καταργηθούν οι κανονισμοί για την ουδετερότητα του ίντερνετ στη χώρα! Παραδόξως μάλιστα, χαρακτήρισε την κίνησή της ως «προστασία της ελευθερίας του διαδικτύου», ενώ όλοι γνωρίζουν πως είναι το ακριβώς αντίθετο, ένα συντριπτικό πλήγμα όχι μόνο στην ελευθερία του Ιστού αλλά και στην τσέπη του καταναλωτή.
Το τοπίο στην Αμερική είναι πλέον ελεύθερο για να αρχίσουν οι πάροχοι να διαχειρίζονται το ίντερνετ όπως θέλουν. Να χρεώνουν τις ιστοσελίδες για γρηγορότερη πρόσβαση του κόσμου στο περιεχόμενό τους, να χρεώνουν τον κόσμο που παίζει online παιχνίδια, βλέπει ταινίες και κάνει χρήση δωρεάν υπηρεσιών streaming και messaging, μιας και γι’ αυτό έγιναν όλα, λίγη αμφιβολία υπάρχει πια. Τέλος επίσης και στις δωρεάν υπηρεσίες βιντεοκλήσης ή μηνυμάτων, άλλο ένα σημείο τριβής των παρόχων ίντερνετ και κινητής τηλεφωνίας που έβλεπαν να χάνουν λεφτά με το τσουβάλι.
Σε περίπτωση που το χάσατε, οι Αμερικανοί υποδέχτηκαν την είδηση με διαδηλώσεις και γενική κατακραυγή στα κοινωνικά μέσα, τη φωνή του λαού, ενώ μη κυβερνητικές οργανώσεις και παρατηρητήρια έχουν ήδη ασκήσει μηνύσεις και αγωγές. Μέσα σε όλα, πολλές μεμονωμένες πολιτείες αντιδρούν και σκαρώνουν τους δικούς τους τοπικούς νόμους υπέρ της ουδετερότητας (Καλιφόρνια και Νέα Υόρκη οδηγούν αυτή την κούρσα), την ίδια στιγμή που υπάρχουν ακόμα νομικά «παραθυράκια» για να μην ισχύσει η απόφαση. Μεγάλες πλατφόρμες περιεχομένου, όπως το Netflix, αντέδρασαν επίσης από την πρώτη στιγμή, καθώς ξέρουν πως θα υποστούν μεγάλες ζημίες από το νέο φάσμα των κανονισμών.
Η πολιτική βούληση των καιρών του Τραμπ αυτό ακριβώς θέλει, ένα ολιγαρχικό ίντερνετ τουλάχιστον δύο ταχυτήτων και βορά στους ισχυρούς και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Η FCC ελέγχεται εξάλλου από τους Ρεπουμπλικάνους και ο πρόεδρος μάλιστα της Επιτροπής, Ajit Pai, προσωπική επιλογή του Τραμπ, ήταν για σειρά ετών δικηγόρος της Verizon, ενός από τους κορυφαίους παρόχους ίντερνετ στις ΗΠΑ!
Και μια σημείωση, ιδιαιτέρως κατατοπιστική εδώ: η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών αποπειράθηκε ήδη από το 2010 να περάσει την πράξη για την ουδετερότητα του ίντερνετ, συνάντησε όμως απέναντί της τους μεγάλους παρόχους. Και καθώς ο νόμος είχε τα θεματάκια του, η Verizon πήγε την υπόθεση στο δικαστήριο το 2014 και κέρδισε. Η FCC έπρεπε να το ξαναδεί και να το περάσει τελικά το 2015, έχοντας πάντα απέναντι τον σημερινό της πρόεδρο.
Η Αμερική απορύθμισε λοιπόν τη λειτουργία του ίντερνετ προς όφελος του επιχειρηματικού κόσμου, εκεί που μόλις δύο χρόνια πριν, επί ημερών Ομπάμα, ήταν ο μεγάλος μπροστάρης της ουδετερότητας του ίντερνετ, του «ανοιχτού ίντερνετ», όπως το αποκαλούσαν χαρακτηριστικά. Και ήταν γιατί τα περιστατικά με παρόχους κινητής τηλεφωνίας και ίντερνετ που ήθελαν να βάλουν χέρι στην ελεύθερη πρόσβαση δεν έλειπαν. Και προκαλούσαν κάθε φορά σκάνδαλο.
Αυτό συνέβη το 2007, όταν η Comcast μπλόκαρε παρανόμως τους πελάτες της από το να μοιράζονται αρχεία μεταξύ τους. Αυτό συνέβη το 2009, όταν η AT&T μπλόκαρε την πρόσβαση στο Skype και το FaceTime από το δίκτυό της. Αυτό συνέβη το 2011, όταν η MetroPCS μπλόκαρε τους δικούς της πελάτες από το να βλέπουν Netflix και άλλες υπηρεσίες στριμαρίσματος βίντεο. Αυτό συνέβη το 2012, όταν η Verizon απενεργοποίησε τις εφαρμογές που επέτρεπαν στους πελάτες της να συνδέουν τις φορητές τους συσκευές στον υπολογιστή.
Πάμπολλα τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε να αραδιάσουμε ακόμα για το πώς προσπάθησαν να καταπατήσουν οι ιδιωτικές εταιρίες την ελεύθερη πρόσβαση στο ίντερνετ όταν δεν την προστάτευε ακόμα ο νόμος. Φανταστείτε τώρα που έχουν το ελεύθερο να παίξουν μπάλα σε δικό τους γήπεδο, με δικούς τους παίκτες και δικούς τους οπαδούς. Γι’ αυτό και στην εποχή του Ομπάμα η FCC επικαιροποίησε και οριστικοποίησε την Πράξη Ανοιχτού Ίντερνετ, απαγορεύοντας ρητά στους παρόχους να πειράζουν τις ταχύτητες πρόσβασης στις ιστοσελίδες ή να χρεώνουν ποσά στους καταναλωτές για πρόσβαση σε υπηρεσίες, εφαρμογές και ιστοσελίδες.
Η FCC δήλωσε πως ο μικρότερος κρατικός έλεγχος του ίντερνετ θα δώσει στους καταναλωτές καλύτερες υπηρεσίες, αγνοώντας ωστόσο την ίδια την πραγματικότητα: πως η ουδετερότητα του ίντερνετ γεννήθηκε ακριβώς στον απόηχο των καμωμάτων των παρόχων και των παραπόνων του καταναλωτικού κοινού!
Μέσα σε δύο χρόνια από τη μεγάλη νίκη της με τη θέσπιση της ουδετερότητας του ίντερνετ, η FCC του νέου προέδρου τα πήρε όλα πίσω, παρά τη σθεναρή αντίσταση από φορείς και θεσμούς, μη κυβερνητικές και καλλιτεχνικά σωματεία, εταιρίες τεχνολογίας (μεγάλες και μικρές), διαδικτυακές βιβλιοθήκες, ακόμα και παρόχους ίντερνετ (που φοβούνται τους γίγαντες του κλάδου).
Το μόνο θετικό της ιστορίας, αυτή η αχτίδα ελπίδας, πως τόσο η κοινωνία όσο και τα δικαστήρια, οι πολιτείες, ακόμα και το Κογκρέσο εκφράζουν ανησυχίες για την απεμπόληση της ουδετερότητας του ίντερνετ και το θέμα δεν έχει κλείσει ακόμα οριστικά. Δέχτηκε απλώς ένα συντριπτικό χτύπημα και όλοι περιμένουν τώρα να δουν τι θα κάνει το Κογκρέσο, που είναι και το μόνο ουσιαστικά που μπορεί να ανατρέψει την απόφαση της Επιτροπής Επικοινωνιών...
Κι έτσι ο υπόλοιπος κόσμος βρέθηκε να συζητά μαγικά το νέο παράδειγμα της Αμερικής, έχοντας αντίστοιχα διλήμματα και αντιμετωπίζοντας τις ίδιες λίγο πολύ ψηφιακές προκλήσεις. Μεγάλες διαφοροποιήσεις υπάρχουν από χώρα σε χώρα, στην ανεπτυγμένη Δύση πάντως και σε μεγάλο μέρος του ταχύτατα εξελισσόμενου αναπτυσσόμενου κόσμου υπάρχει μια γενική συναίνεση πως οι κανονισμοί που διασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο ίντερνετ είναι ένα καλό αγαθό τόσο για τον καταναλωτή όσο και τις ελευθερίες του.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ψήφισε υπέρ της ουδετερότητας το 2015, προκρίνοντας ένα αυστηρό σώμα νόμων που αναγκάζουν τους παρόχους να παρέχουν ισότιμη πρόσβαση σε όλους και να διαχειρίζονται την κίνηση των δεδομένων εξίσου ισότιμα. Ο μόνος τρόπος να περιορίσει ο πάροχος την ταχύτητα και την πρόσβαση είναι αποκλειστικά όταν οι δομές του λειτουργούν στα μέγιστα όριά τους και είναι σαφές πως αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς προβλήματα.
Την επόμενη χρονιά μάλιστα, η ρυθμιστική επιτροπή περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών της Ένωσης (BEREC) περιέγραψε λεπτομερώς τα πιθανά προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν στις συμφωνίες μεταξύ των παρόχων ίντερνετ και τις ιστοσελίδες. Και εξήγησε πως ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών μπορεί να ποικίλει, απαγορεύονται διά ροπάλου οι διακρίσεις και η προνομιακή μεταχείριση στις ταχύτητες και την πρόσβαση. Ήταν όσο πιο ρητή γινόταν!
Η BEREC ξαναχτύπησε μάλιστα το 2017, υπογραμμίζοντας πόσο σημαντικό είναι για την Ένωση η ενεργή παρακολούθηση της συμμόρφωσης της αγοράς στις επιταγές της ουδετερότητας του ίντερνετ. Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, μας λέει, και να δρουν προληπτικά, παρά να περιμένουν τις παραβιάσεις του ανοιχτού ίντερνετ για να καταλήγουν σε πολιτικές.
Οι Ευρωπαίοι έχουν για την ώρα πολύ μεγαλύτερη και καλύτερη προστασία από τους Αμερικανούς στο ίντερνέτ τους. Για την ώρα τουλάχιστον, καθώς η αγορά δουλεύει πολλές φορές σαν ντόμινο και οι εξελίξεις έρχονται από κει που δεν τις περιμένεις. Και παρά το γεγονός ότι η κατάργηση των κανόνων της διαδικτυακής ουδετερότητας στην Αμερική δεν έχει άμεσες συνέπειες για την ευρωπαϊκή νομοθεσία, το βλέμμα όλων είναι στραμμένο στις ΗΠΑ, καθώς δεν είναι ακριβώς απίθανο το παράδειγμά της να συμπαρασύρει σύντομα όλο τον πλανήτη.
Το ίντερνετ είναι σήμερα παράθυρο στον κόσμο αλλά και φορέας πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών, κάτι τεράστιο, σπουδαίο και νευραλγικό για να αφεθεί στις ορέξεις του επιχειρηματικού κόσμου...