Οι πάσχοντες από υπνική άπνοια, εμφανίζουν συμπτώματα όπως ανήσυχο ύπνο, δυνατό ροχαλητό και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Νεότερη μελέτη επισημαίνει ότι οι δυσλειτουργίες θα μπορούσαν να επεκταθούν και στη γενικότερη γνωστική λειτουργία
H υπνική άπνοια θεωρείται μια δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση υγείας, η οποία, εκτός των άλλων, υποδιαγιγνώσκεται. Αν και υπάρχουν συγκεκριμένοι και αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου, όπως η μέση ή μεγάλη ηλικία, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η χρόνια ρινική απόφραξη, η υπέρταση, μια νεότερη μελέτη -η πρώτη στο είδος της- απέδειξε ότι θα μπορούσε να συμβάλλει στη γνωστική εξασθένιση, ακόμη και σε ασθενείς που κατά τα άλλα είναι υγιείς και διατηρούν ένα φυσιολογικό βάρος.
Οι ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Αυστραλία μελέτησαν μια ομάδα 27 ανδρών ηλικίας 35 έως 70 ετών με νέα διάγνωση ήπιας έως σοβαρής υπνικής άπνοιας, χωρίς όμως συννοσηρότητες, αν και αυτές οι περιπτώσεις θεωρούνται σπάνιες. Οι περισσότεροι άντρες και γυναίκες που πάσχουν από τη νόσο έχουν επιβαρυμένη υγεία από παθήσεις, όπως καρδιαγγειακή και μεταβολική νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο, διαβήτη, χρόνια συστηματική φλεγμονή ή κατάθλιψη.
Οι συμμετέχοντες δεν ήταν καπνιστές αλλά ούτε και παχύσαρκοι ή χρήστες αλκοόλ. Ως μέτρο ελέγχου, οι ερευνητές μελέτησαν και μια ομάδα υγειών επτά ανδρών που αντιστοιχούσαν σε ηλικία, ΔΜΣ και εκπαίδευση.
Όσο κοιμόντουσαν, οι ερευνητές μετρούσαν τα εγκεφαλικά κύματα με τη χρήση ενός ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν τα επίπεδα του οξυγόνου στο αίμα, τον καρδιακό ρυθμό, την αναπνοή και τις κινήσεις των ματιών και των ποδιών, αλλά και τη γνωστική τους λειτουργία.
Όπως ανέδειξαν τα αποτελέσματα, οι ασθενείς με σοβαρή υπνική άπνοια είχαν μικρότερη εγρήγορση και εκτελεστική λειτουργικότητα, βραχυπρόθεσμη μνήμη οπτικής αναγνώρισης και φτωχότερη αναγνώριση κοινωνικών και συναισθημάτων σε σχέση με τους άντρες της ομάδας ελέγχου. Αντίστοιχα, αν και οι ασθενείς με ήπια υπνική άπνοια είχαν καλύτερες επιδόσεις σε αυτούς τους τομείς από τους ασθενείς με σοβαρότερα συμπτώματα της νόσου, είχαν χειρότερα αποτελέσματα από τους υγιείς άντρες.
Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η υπνική άπνοια είναι αρκετή για να προκαλέσει αυτά τα γνωστικά ελλείμματα, τα οποία προηγούμενες μελέτες είχαν αποδώσει στις πιο συχνές συννοσηρότητες της πάθησης, όπως η υπέρταση, τα καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα και ο διαβήτης τύπου 2.
Ποιος είναι όμως ο μηχανισμός που εμπλέκεται στη γνωστική εξασθένιση; Οι συγγραφείς της μελέτης υποθέτουν ότι τα προβλήματα μνήμης οφείλονται στο χαμηλό οξυγόνο και το υψηλό διοξείδιο του άνθρακα στο αίμα, στις αλλαγές στη ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο, στον κατακερματισμό του ύπνου και στη νευροφλεγμονή των ασθενών.
«Αυτή η πολύπλοκη αλληλεπίδραση είναι ακόμη ελάχιστα κατανοητή, αλλά είναι πιθανό ότι οδηγεί σε εκτεταμένες νευροανατομικές και δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο και σε συναφή λειτουργικά γνωστικά και συναισθηματικά ελλείμματα», εξήγησε η Δρ Ivana Rosenzweig, νευροψυχίατρος που είναι επικεφαλής του Κέντρου Ύπνου και Εγκεφαλικής Πλαστικότητας στο King’s College του Λονδίνου και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Επιπλέον, δεν είναι σαφές το κατά πόσον οι συννοσηρότητες έχουν παρόμοιες αρνητικές επιπτώσεις στη νόηση πέραν αυτών που προκαλούνται άμεσα από την υπνική άπνοια.
«Αυτό που μένει να αποσαφηνιστεί σε μελλοντικές μελέτες είναι εάν οι συννοσηρότητες έχουν επιπρόσθετη ή συνθετική επίδραση στις διαταραχές της μνήμης και αν υπάρχει διαφορά στα εγκεφαλικά κυκλώματα σε ασθενείς με υπνική άπνοια με ή χωρίς συννοσηρότητες» καταλήγει η συγγραφέας.