Νέα ερευνητικά δεδομένα αναδεικνύουν έναν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο της χρήσης των smartphone από τα παιδιά ως λύση για να καταπραΰνουν τις έντονες αντιδράσεις τους
Παρατηρείται συχνά στις μέρες μας: Όταν ένα παιδί είναι ανήσυχο, έχει ξεσπάσματα θυμού ή έντονες αντιδράσεις, οι γονείς του παραχωρούν ένα κινητό ή ένα τάμπλετ, ως μια εύκολη και γρήγορη λύση αντιμετώπισης της «κρίσης», προκειμένου να ηρεμήσει και να ανακουφιστεί από τα συναισθήματά του. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια κοινή και αθώα πρακτική, όμως τα νέα ερευνητικά δεδομένα υποδηλώνουν πώς τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με μια καινούρια μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου Eötvös Loránd της Ουγγαρίας, αυτή η συνήθεια μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη ενός παιδιού, αφού παρεμβαίνει στη διαδικασία μάθησης της σωστής και αποτελεσματικής ρύθμισης των συναισθημάτων τους.
Σημειώνεται ότι, κατά τα πρώτα χρόνια ζωής τους, τα παιδιά υφίστανται σημαντική συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη. Αυτή η περίοδος είναι κρίσιμη για την εκμάθηση της αυτορρύθμισης, δηλαδή του πώς τα παιδιά μαθαίνουν να ανταποκρίνονται κατάλληλα σε διάφορες καταστάσεις. Η εκμάθηση αυτών των δεξιοτήτων από νωρίς μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αντιδρούν με ηρεμία αντί για θυμό σε απογοητευτικές ή αγχωτικές συνθήκες, ενώ παράλληλα τα βοηθά να τα πηγαίνουν καλά με τους άλλους και να εξελίσσονται σε ανεξάρτητα άτομα.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο σύνηθες οι γονείς να χρησιμοποιούν τις ψηφιακές συσκευές ως εργαλείο για τη διαχείριση των συναισθηματικών εκρήξεων των παιδιών τους. Η άμεση κατευναστική επίδραση των οθονών μπορεί να μοιάζει αρχικά ελκυστική, ωστόσο οι ερευνητές εκφράζουν ανησυχίες για τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτής της προσέγγισης.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο Frontiers in Child and Adolescent Psychiatry, οι ερευνητές ζήτησαν από 265 γονείς να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με τη συμπεριφορά του παιδιού τους, που ήταν, κατά μέσο όρο, 3,5 ετών. Ένα χρόνο αργότερα, οι γονείς συμπλήρωσαν και πάλι ένα ερωτηματολόγιο παρακολούθησης, ώστε να εκτιμηθούν τυχόν αλλαγές που είχαν σημειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Η ανάλυση αποκάλυψε μια ανησυχητική τάση: Όσο περισσότερο οι γονείς χρησιμοποιούσαν τηλέφωνα ή τάμπλετ για να καθησυχάσουν τα παιδιά τους, τόσο χειρότερες γίνονταν οι δεξιότητες διαχείρισης θυμού και απογοήτευσης των παιδιών κατά τον επόμενο χρόνο.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, η δρ. Veronika Konok, επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης, είπε: «Αναδεικνύεται ότι οι γονείς προσφέρουν τακτικά μια ψηφιακή συσκευή στο παιδί τους για να το ηρεμήσουν ή να σταματήσουν ένα ξέσπασμα. Έτσι, όμως, το παιδί δεν θα μάθει ποτέ να ρυθμίζει τα συναισθήματά του».
Η έρευνα ανέδειξε τη σημασία της ανάπτυξης δεξιοτήτων συναισθηματικής ρύθμισης στα μικρά παιδιά, μακριά από την υπερβολική εξάρτηση από τις ψηφιακές συσκευές. Οι γονείς και οι φροντιστές ενθαρρύνονται να διερευνήσουν εναλλακτικές μεθόδους για τη διαχείριση των εκρήξεων θυμού και των συναισθηματικών ξεσπασμάτων. Στρατηγικές όπως η συζήτηση για τα συναισθήματα, η παρηγοριά και η διδασκαλία μηχανισμών αντιμετώπισης μπορεί να είναι πιο ωφέλιμες μακροπρόθεσμα. Δίνοντας προτεραιότητα σε αυτές τις προσεγγίσεις, οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αναπτύξουν συναισθηματική ανθεκτικότητα, ένα χαρακτηριστικό απαραίτητο για τη διαχείριση των μελλοντικών προκλήσεων.