Της Βίκυς Γκουγκουστάμου
Ξεχώρισαν για τον δυναμισμό, το ταλέντο, την παιδεία, τις απόψεις τους, την προσφορά τους… Σε χρόνια που το κοινωνικό περιβάλλον ήταν αμιγώς ανδροκρατούμενο. Αφιλόξενο έως και εχθρικό απέναντι στις γυναίκες και ειδικά σε όποιες «απειλούσαν» την ανδρική κυριαρχία. Γυναίκες που είτε γεννήθηκαν στον Πύργο και δραστηριοποιήθηκαν σε άλλη πόλη, είτε έδρασαν στην Ηλεία και άφησαν το αποτύπωμά τους, ακόμη και από ξένη χώρα, αγάπησαν τον τόπο, ξεχώρισαν και μέχρι σήμερα μνημονεύονται τα έργα τους.
8 Μαρτίου: Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε κάποιες από τις «δικές» μας γυναίκες που άφησαν το αποτύπωμά τους στο χρόνο…
Ιωάννα Γεωργακοπούλου - Η αρχοντορεμπέτισσα
Γεννήθηκε το 1920 στον Πύργο. Στα 1936, βρέθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα έχοντας χάσει τον πατέρα της σε ηλικία μόλις δύο ετών. Δύσκολα χρόνια... Η τύχη όμως την περίμενε πολύ νωρίς. Μια φωνή που ξεχώριζε και έγινε το διαβατήριο για έναν νέο κόσμο. Η ρεμπέτισσα Ιωάννα Γεωργακοπούλου έχει μια σπουδαία και δυνατή φωνή κι από το 1938 κι έπειτα, όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της εποχής την εμπιστεύονται για να ερμηνεύσει τραγούδια τους. Ηχογραφεί δίσκους, τραγουδά στο πάλκο, φτάνει τα 1.000 τραγούδια και γίνεται ένας μύθος του ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής Τσιτσάνης, Χιώτης, Μπαγιαντέρας, Τούντας, Περπινιάδης, Γούναρης, Γκόγκος, Μητσάκης είναι μερικοί μόνο από τα ιερά τέρατα που της έδωσαν απλόχερα τα τραγούδια τους. Είναι η τραγουδίστρια της «Γερακίνας» μαζί με τον Τσιτσάνη. Είναι δικοί της οι στίχοι ή η μουσική σε θρυλικά ακούσματα, «Τρελέ τσιγγάνε», «Σ’αγαπώ», «Φυσάει ο Μπάτης», «Εξωτικές σειρήνες».
«Δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι, κακούργα, μακριά...»
«Αχάριστη» Πρώτη εκτέλεση μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1947,ένα τραγούδι-θρύλος μέχρι σήμερα, χιλιοτραγουδισμένο από όλους.
«Αχ! Στης ζωής τη στράτα αργοσβήνεις μόνη δίχως να χεις καμιά συντροφιά μαυρομάτα! Πως κλαίω και θρηνώ για τα γλυκά σου νιάτα»
«Αργοσβήνεις μόνη» Τραγούδι-σταθμός στην ρεμπέτικη μουσική με την Ιωάννα Γεωρακοπούλου να αφήνει μια μοναδική παρακαταθήκη.
Γνώρισε την δόξα και την επιτυχία όσο λίγες γυναίκες για εκείνη την εποχή. Δημιούργησε μια μεγάλη οικογένεια με εγγόνια και δισέγγονα. Γυναίκα, μητέρα, γιαγιά και πάντα τραγουδίστρια .Ένα μεγάλο ταλέντο που μεσουράνησε στις δεκαετίες του ΄40,’50 και ΄60 συνεχίζοντας και στις επόμενες με πολλά τραγούδια. Έφυγε από την ζωή το 2007 σε ηλικία 87 ετών.
Ελένη Χατζηγιάννη - Μητρόπουλου: Αφιερωμένη στον εθελοντισμό
Γεννήθηκε στον Πύργο το 1911. Από την οικογένεια του μεγαλοκτηματία και σταφιδέμπορα Χατζηγιάννη - Μητρόπουλου, ιδιοκτήτη των δυο ιστορικών κτηρίων στην Κεντρική Πλατεία του Πύργου, αυτό της Τράπεζας της Ελλάδος το οποίο ήταν και η κατοικία του, και αυτό της Εθνικής Τράπεζας.
Μορφωμένη, αστή, όμορφη, από πολύ νωρίς αφιερώθηκε στην φροντίδα των συνανθρώπων της ως εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, όπως και άλλες γυναίκες του Πύργου εκείνα τα χρόνια των δεκαετιών του 1930 και 1940.
Η κήρυξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου την βρίσκει έτοιμη να βοηθήσει, όχι μακριά από το μέτωπο, αλλά εκεί, κοντά στους στρατιώτες που πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδας. Μαζί με άλλες αδελφές νοσοκόμες περιθάλπει τραυματίες και τους φροντίζει σαν να είναι δικοί της άνθρωποι.
Το 1941 την βρίσκει στα Ιωάννινα, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι Γερμανοί χτυπούν ελληνικές μονάδες και το νοσοκομείο γεμίζει με τραυματίες. Πιστές στο καθήκον, οι αδελφές νοσοκόμες, εθελόντριες και πτυχιούχες, φροντίζουν τους στρατιώτες. Είναι Κυριακή 20 Απριλίου, ανήμερα του Πάσχα, όταν γερμανικά αεροπλάνα επιτίθενται στα Ιωάννινα και βομβαρδίζουν το Στρατιωτικό Νοσοκομείο καταλύοντας κάθε έννοια ανθρωπισμού. Ανάμεσα στους πολλούς νεκρούς, και έξι νοσοκόμες.
Η Ελένη Χατζηγιάννη - Μητροπούλου είναι μια από αυτές. Σύμφωνα με μαρτυρίες στρατιωτών από τον Πύργο, ενώ τα βομβαρδιστικά πλησίαζαν και οι σειρήνες ηχούσαν, καμία νοσοκόμα δεν εγκατέλειψε την θέση της .Στρατιώτης που την γνώριζε προσωπικά, της φώναζε να φύγει από το κτίριο όσο ήταν νωρίς.
Όμως η ίδια αρνήθηκε πεισματικά, μένοντας πιστή στο καθήκον της. Έπεσε ηρωικά, μόλις στα τριάντα της χρόνια, υπέρ Πατρίδος και Πίστεως. Μια γυναίκα που δεν φοβήθηκε τίποτα και κανέναν .Μια γυναίκα που άλλοτε έσωζε μαζί με τους γιατρούς τους φαντάρους μας κι άλλοτε στα ματωμένα της χέρια έφευγε μια ζωή. Όπως έχασε και την δική της.
Όσοι περπατούν σήμερα στο πάρκο ΣΠΚ θα δουν την προτομή της που από χρόνια έχει αφιερώσει ο δήμος Πύργου για τον ηρωισμό της. Ίσως να μην γνωρίζουν πολλοί την ιστορία της. Είναι όμως μια γυναίκα που η Ιστορία του τόπου μας πρέπει να την μνημονεύει, κι οι νεότεροι να την μαθαίνουν ως παράδειγμα θάρρους, αφοσίωσης και θυσίας.
Μαρίκα Μπότση - Τσαπαλίρα: Πρώτη γυναίκα Δήμαρχος στην Αμαλιάδα και την Ελλάδα
Η Μαρίκα Μπότση-Τσαπαλίρα (1904 – 1 Απριλίου 2006) ήταν η πρώτη γυναίκα δήμαρχος στην Ελλάδα, ως δήμαρχος της Αμαλιάδας. Επίσης, ήταν αδελφή του Αργύρη Μπότση και του Νικολάου Μπότση, εκδοτών των εφημερίδων Ακρόπολις και Απογευματινή. Η Μαρίκα Μπότση - Τσαπαλίρα ήταν το 2ο από τα 7 παιδιά (3 αγόρια και 4 κορίτσια) της οικογένειας Μπότση. Ο πατέρας της, Βασίλειος, ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής από το Βελημάχι της Αρκαδίας (με απώτερη καταγωγή από την Β. Ήπειρο). Η μητέρα της ήταν η Ανδρομάχη το γένος Καβαλιεράτου από την Κεφαλονιά.
Δραστηριοποιήθηκε στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών και σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή Αθηνών και έπειτα στο Μικροβιολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1924 εξελέγη μέλος στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο του Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Το 1927 παρακολούθησε μαθήματα Αστρονομίας στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944 μετά την απελευθέρωση της Αμαλιάδας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, ο λαός εξέλεξε δια βοής 15μελή Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης μεταξύ των οποίων και την Μπότση-Τσαπαλίρα. Έξι ημέρες αργότερα η Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης υπέδειξε ως δήμαρχο της Αμαλιάδας τη Μαρίκα και έγινε η πρώτη γυναίκα δήμαρχος στην Ελλάδα.
Η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος στο ελληνικό κράτος κράτησε σταθερά το τιμόνι της Αμαλιάδας για 101 ημέρες (11 Δεκεμβρίου 1944 - 22 Μαρτίου 1945) παρά τις ελλείψεις, τους κόπους, τις αγωνίες και τις συκοφαντίες ακόμη, και παρέδωσε το αξίωμα που της εμπιστεύτηκαν άσπιλη και τιμημένη.
Ύστερα από 101 ημέρες παραιτήθηκε και επέστρεψε στο φαρμακείο της. Πέθανε το 2006 σε ηλικία 102 ετών.
Γκλέντις Μπρόϊερ: Η Αυστριακή που αγάπησε τον Πύργο
Στη φωτογραφία, η πρώτη δεξιά στην κάτω σειρά. Μαζί με νεαρές μαθήτριές τηςΣτο άκουσμα του ονόματος «Γκλέντις», πολλές Πυργιώτισσες και Πυργιώτες, φέρνουν στην μνήμη τους παιδικά κι εφηβικά χρόνια αρκετών δεκαετιών πριν. Ήταν η δασκάλα τους στα αγγλικά. Η κυρία Γκλέντις Μπρόϊερ, αυστριακής καταγωγής, πολιτογραφημένη ελληνίδα και ουσιαστικά Πυργιώτισσα.
Βρέθηκε στον Πύργο προπολεμικά, σε νεαρή ηλικία, ως γκουβερνάντα σε κάποια οικογένεια της εποχής εκείνης. Εδώ την βρήκε και η κήρυξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Κινδύνευε να απελαθεί ως Αυστριακή και δεν ήθελε να φύγει πίσω στην πατρίδα της. Είχε ήδη αγαπήσει τον Πύργο και προχώρησε σε μια κίνηση που για εκείνα τα χρόνια δεν ήταν και η πιο εύκολη. Έκανε έναν «λευκό» γαμό προκειμένου να εγγραφεί στα δημοτολόγια και να έχει να την ελληνική υπηκοότητα.Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η διοίκηση των κατακτητών, η «κομαντατούρ», που στεγαζόταν στο κτήριο της Κεντρικής Πλατείας που σήμερα λειτουργεί το café “Obi”,την καλούσε ως διερμηνέα λόγω της μητρικής της γλώσσας, τα γερμανικά.
Δεν σήμαινε όμως αυτό πως η Γκλέντις ήταν και συνεργάτης των κατακτητών, αντίθετα, φαίνεται να μετέφερε πληροφορίες στους έλληνες και την αντίσταση από όσα μάθαινε.
Μετά τον πόλεμο, η Γκλέντις Μπρόϊερ, λειτούργησε φροντιστήριο αγγλικής γλώσσας. Η εκτίμηση και ο σεβασμός που της είχαν οι Πυργιώτες, την έκαναν την δασκάλα που της εμπιστεύονταν τα παιδιά τους για να μάθουν την ξένη γλώσσα. Για πάνω από 45 χρόνια δίδασκε την αγγλική, αποφεύγοντας όμως την γερμανική. Δεν ήθελε να θυμίζει σε τίποτα τα χρόνια των κατακτητών μια γλώσσα που τότε ξύπναγε τις πιο άσχημες αναμνήσεις και μια Ελλάδα πληγωμένη.
Συνεργάστηκε και με Πυργιώτισσες καθηγήτριες όταν προχώρησε η ηλικία της, συνεχίζοντας να είναι πάντα μια από τις αγαπημένες δασκάλες των παιδιών.
Στον ελεύθερο χρόνο της δημιουργούσε και κάτι ακόμα. Αγιογραφίες. Ήταν εξαιρετική αγιογράφος, χωρίς όμως να εμπορεύεται αυτό της το ταλέντο. Δώριζε εικόνες σε γονείς μαθητών, σε μαθητές της ή ανθρώπους που είχε φιλική σχέση και εκτιμούσε.
Η Γκλέντις Μπροϊερ έζησε σε μια δύσκολη εποχή, ξένη αρχικά, μα Πυργιώτισσα τελικά. Σε χρόνια που το περιβάλλον ήταν ανδροκρατούμενο. Όμως ήταν μια γυναίκα με προσωπικότητα, μόρφωση και παιδεία, ικανή να σταθεί στα πόδια της ακόμα κι αν δεν είχε κανέναν δικό της άνθρωπο εδώ. Ο Πύργος όμως έγινε η δεύτερη πατρίδα της και η κοινωνία της έδειξε το πιο φιλικό της πρόσωπο. Δίχως στεγανά και προκαταλήψεις.