Η φυγή των νέων στο εξωτερικό και η επιθυμία για διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης οδηγούν, μεταξύ άλλων, σε μη αναστρέψιμη μείωση του πληθυσμού - Τι δείχνουν τα δυσοίωνα στοιχεία για το δημογραφικό στη χώρα μας
Ακόμη κι αν οι εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων, που εγκατέλειψαν τη χώρα την τελευταία δεκαετία, επιστρέψουν ως δια μαγείας, και ο αριθμός των γεννήσεων διπλασιαστεί, δεν αρκούν για να αντιστραφεί το αναπόφευκτο: η δραματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας μέχρι το 2050. Ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συρρικνωθεί κατά 1,4 εκατ. ανθρώπους μέσα στα επόμενα 18 χρόνια, δηλαδή έως το 2035 και κατά 2,5 εκατ. ανθρώπους έως το 2050, όπως υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων σε έκθεση της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής για το Δημογραφικό ζήτημα που συνδράμει το έργο της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ο πληθυσμός της Ελλάδας είναι 10,7 εκατ. , εκ των οποίων οι 900.000 είναι αλλοδαποί.
«Ο πληθυσμός μας θα συνεχίσει να μειώνεται, τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι) θα παραμείνουν αρνητικά, ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού 15-64 ετών θα συνεχίσει να ανεβαίνει και η δημογραφική γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, καθώς το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα αυξάνει συνεχώς. Επομένως, ο όποιος οικονομικός, αναπτυξιακός, κοινωνικός κοκ σχεδιασμός δεν είναι δυνατόν να μην λάβει υπόψη του τις παραμέτρους αυτές» επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Οι επιστήμονες αναφέρουν εκτός από τις δυσοίωνες προβλέψεις, και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπιστεί η... οξεία δημογραφική γήρανση. Εστιάζουν στις δημογραφικές πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν σε δύο άξονες, στη μετανάστευση και στη γονιμότητα, καθώς οι δείκτες τους διαμορφώνουν καθοριστικά τον πληθυσμό.
Ρυθμός μετανάστευσης και γονιμότητας κρίνουν το δημογραφικό
«Οι όποιες παρεμβάσεις, θα πρέπει να επικεντρωθούν βασικά στη μετανάστευση και τη γονιμότητα. Στην επιβράδυνση της δημογραφικής γήρανσης δύναται φυσικά να συντελέσουν τόσο η ανακοπή της φυγής στο εξωτερικό των νέων όσο και η προσέλκυση νέων αλλοδαπών. Ειδικότερα, θα πρέπει καταρχάς να τεθεί σαν κεντρικός στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης κυρίως των νέων. Αυτό προφανώς συνδέεται αφενός μεν με την ριζική αλλαγή της οικονομικής κατάστασης και υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης και ανάπτυξης, αφετέρου δε με ενεργές πολιτικές ενσωμάτωσης των εγκατεστημένων αλλοδαπών και προσέλκυσης νέων που θα πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης. Και παραθέτουν τους τρόπους μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί αυτό, δηλαδή με «α) ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας των νέων και αύξηση των αμοιβών β) μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και γ) μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική».
Παράλληλα, τονίζεται ότι πρέπει να αυξηθεί η γονιμότητα, και μεσοπρόθεσμα και οι γεννήσεις. Στην Ελλάδα, διαπιστώνεται από τους συντάκτες της έκθεσης, το μοντέλο του ζευγαριού (παντρεμένου ή μη) με περιορισμένο αριθμό παιδιών έχει πλέον επικρατήσει, οι στάσεις και οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει, οι νεότεροι έχουν υιοθετήσει διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των γονιών / παππούδων τους και οι αλλαγές αυτές οδηγούν αφενός μεν στην προοδευτική συρρίκνωση των οικογενειών με 3 ή περισσότερα παιδιά, αφετέρου δε στην αύξηση του ποσοστού των γυναικών που δεν αποκτούν πλέον κανένα παιδί.
Οι τρεις λόγοι για τη δραματική μείωση των γεννήσεων
Η παράθεση των στοιχείων για τις γεννήσεις είναι αποκαλυπτική: τη δεκαετία του 1950 καταγράφονταν 20 γεννήσεις /1000 κατοίκους, την εικοσαετία 1991-2010 μόνον 10 και την επόμενη επταετία που διανύουμε τώρα δεν αναμένεται να υπερβούν τις 8,5 γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους. Το 2017 οι γεννήσεις συνολικά εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 88.500.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, ως βασικός λόγος της καθυστέρησης στην απόκτηση πρώτου παιδιού δίδεται η επιθυμία ολοκλήρωσης των σπουδών, απόκτησης υψηλών μορφωτικών προσόντων και επαγγελματικής αποκατάστασης πριν τη δημιουργία οικογένειας.
Η εξασφάλιση κατάλληλης κατοικίας και η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για την ανατροφή των παιδιών αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα καθυστέρησης στη δημιουργία οικογένειας και μείωσης του τελικού αριθμού παιδιών.
Οι κοινωνικές δομές της χώρας που αφορούν στη στήριξη της βρεφικής και προσχολικής ηλικίας και την παιδική μέριμνα γενικότερα είναι περιορισμένες με αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό οι ανάγκες να καλύπτονται είτε ενδοοικογενειακά είτε προσφεύγοντας σε ιδιωτικές υπηρεσίες.
«Τα όποια μέτρα δεν πρόκειται να αυξήσουν άμεσα την γονιμότητα: δεν πρόκειται δηλαδή να έχουμε την επόμενη 20ετία δείκτες συγχρονικής γονιμότητας που να ξεπεράσουν τα 2 παιδιά/γυναίκα, ενώ οι γενεές που θα έρθουν σε αναπαραγωγική ηλικία τις δύο επόμενες δεκαετίες, στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων, ακόμη και με την υιοθέτηση ενεργών πολιτικών, δεν θα φέρουν στον κόσμο περισσότερα από 1,9 παιδιά/γυναίκα» συμπεραίνουν οι ειδικοί.
Οι οικογενειακές δομές στην Ελλάδα του 2017
Το μέσο μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών χωρίς παιδιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, οι συζυγικές οικογένειες είχαν στην πλειονότητά τους δύο παιδιά. Το 2011, πάνω από το 65% των ζευγαριών (παντρεμένων και συμβιούντων) έχουν το πολύ ένα παιδί, το 27% έχουν δύο παιδιά και μόλις το 7% έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Το 37% των παντρεμένων ζευγαριών και το 85% των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς να έχουν παντρευτεί δεν έχουν παιδιά.
Επίσης, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και δευτερευόντως λόγω της αύξησης των εκτός γάμου γεννήσεων: οι μονογονεϊκές οικογένειες αποτελούν πλέον το 15% των πυρηνικών οικογενειών.
Το φαινόμενο αφορά κυρίως τις γυναίκες: Ο αριθμός αυτών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους είναι πενταπλάσιος αυτού των πατέρων. Οι εκτός γάμου γεννήσεις (συμπεριλαμβανομένων και των γεννήσεων εντός συμφώνου συμβίωσης) αν και παραμένουν σε ένα χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδο, έχουν, σχεδόν τριπλασιαστεί ως απόλυτο μέγεθος τα τελευταία 25 χρόνια: από το 2% που ήταν το 1990 έφτασαν στο 9% το 2016.
Η μετανάστευση από και προς την Ελλάδα
Η Ελλάδα, παραδοσιακή χώρα «εξόδου» πληθυσμού από το 1990 και μετά άρχισε να μεταβάλλεται σε χώρα εισόδου, και τα δεδομένα των τελευταίων απογραφών το επιβεβαιώνουν: οι αλλοδαποί ανέρχονται, το 1981, σε 180.000 άτομα ενώ το 2011, ο πληθυσμός τους ανέρχεται πλέον στις 912.000.
Η πρόσφατη κρίση άλλαξε όμως, όπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, εκ νέου τη φορά των ροών και το ισοζύγιο εισόδων και εξόδων στη χώρα γίνεται εκ νέου αρνητικό, παρά την εγκατάσταση στην Ελλάδα τμήματος των προσφύγων.
Το κύμα φυγής από την Ελλάδα αφορά κυρίως δύο μεγάλες ομάδες του πληθυσμού: α) τους εγκατεστημένους τις δύο προηγούμενες δεκαετίες αλλοδαπούς-οικονομικούς μετανάστες που επιστρέφουν στις χώρες τους εξ αιτίας της κρίσης και β) τους νέους (25-34 ετών) ή και λιγότερο νέους Έλληνες (35-50 ετών), με έντονη συμμετοχή στις ομάδες αυτές των αποφοίτων ΤΕΙ και ΑΕΙ καθώς και ατόμων με κάποια μεταναστευτική -άμεση η έμμεση- εμπειρία.
Πάντως, υπογραμμίζεται η συμβολή των αλλοδαπών στην αύξηση του πληθυσμού τη δεκαετία του 1990. Το φυσικό ισοζύγιο της δεκαετίας αυτής ήταν θετικό μόλις κατά 20.500 άτομα, ενώ η συνολική αύξηση ανήλθε σε 564.000 άτομα. Επομένως, η αύξηση οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου, κατά 97%, στη μαζική είσοδο αλλοδαπών.
Οι συντάκτες της έκθεσης
Την έκθεση συνέταξε Επιστημονική Επιτροπή για το δημογραφικό ζήτημα, την οποία όρισε η διακομματική Επιτροπή της Βουλής, με μέλη τους: Βύρωνα Κοτζαμάνη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Διονύσιο Μπαλούρδο, Διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αναστασία Κωστάκη, Καθηγήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών στο Τμήμα Στατιστικής-Δημογραφίας και Αλεξάνδρα Τραγάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Πηγή: protothema.gr - Φωτογραφία αρχείου: EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ