O αντικαπνιστικός νόμος παραμένει σχεδόν ανεφάρμοστος, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει χρόνια από την ψήφισή του
Σε αυτή τη συζήτηση έρχεται να προστεθεί και το περίφημο άρθρο 97 του Πολυνομοσχεδίου με τίτλο «Εκσυγχρονισμός και Αναμόρφωση του Θεσμικού Πλαισίου Ιδιωτικών Κλινικών, Σύσταση Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, Σύσταση Εθνικού Ινστιτούτου Νεοπλασιών & Λοιπές Διατάξεις».
Αυτή τη στιγμή ο αντικαπνιστικός νόμος παραμένει σχεδόν ανεφάρμοστος, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει χρόνια από την ψήφισή του. Οι υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν κατορθώσει να συμμορφωθούν με την αντίστοιχη διάταξη και να εφαρμόσουν τελικά τον νόμο. Η ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική καθώς ο νόμος είναι υπαρκτός μεν, ανενεργός δε. Και ενώ το κράτος δεν φαίνεται να εφαρμόζει μια σύγχρονη και ρεαλιστική πολιτική σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του καπνίσματος, το νέο άρθρο 97 «εγκλωβίζει» την κοινωνία σε μια λογική που εξισώνει απόλυτα το τσιγάρο και τις εναλλακτικές μορφές καπνικών προϊόντων, παρά τα επιστημονικά στοιχεία που προκύπτουν από δεκάδες έρευνες ανεξάρτητων επιστημονικών οργανισμών.
Επί του ζητήματος τοποθετήθηκε ο κ. Δημήτρης Ρίχτερ, Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής στην Ευρωκλινική, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ραδιόφωνο του Πρώτου Θέματος 104.6 και στην Τίνα Μεσσαροπούλου. Ο κ. Ρίχτερ επιχείρησε να αναλύσει τι προβλέπει το άρθρο 97 και τους λόγους για τους οποίους διχάζει την ιατρική κοινότητα και εξήγησε πως το νέο άρθρο αναιρεί τη δικαιοδοσία του ίδιου του Υπουργείου Υγείας να εξετάζει την ύπαρξη πειστικών επιστημονικών στοιχείων για να έχει τη δυνατότητα να καταλήγει στο αν κάποιο από τα νεότερα, εναλλακτικά, καπνικά προϊόντα είναι λιγότερο επιβλαβές από το τσιγάρο. Όπως είπε χαρακτηριστικά, το Υπουργείο Υγείας με το παλιό νομοσχέδιο λάμβανε υπόψιν την ύπαρξη των νεότερων καπνικών προϊόντων, όπως είναι τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα προϊόντα θέρμανσης και όχι καύσης. Είπε λοιπόν χαρακτηριστικά πως «εάν κάποια στιγμή υπήρχαν αρκετά στοιχεία επιστημονικά, τότε (σ.σ. το Υπουργείο Υγείας) είχε τη δικαιοδοσία να δηλώσει ότι κάποιο από αυτά τα προϊόντα πραγματικά έχει μειωμένο κίνδυνο, άρα μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, ή να κοινοποιηθεί ότι είναι μειωμένου κινδύνου».