Οι σημαντικότερες επιδημίες που έπληξαν τον ελληνικό χώρο τον 19ο αιώνα – Τα πρώτα νοσηλευτικά ιδρύματα του νέου ελληνικού κράτους – Η απομόνωση (καραντίνα) ως μέσο για την αποφυγή της διάδοσης των μεταδοτικών ασθενειών
Ο κορωνοϊός COVID 19 με τα χιλιάδες θύματα σε όλο τον κόσμο – εκτός από τους νεκρούς υπάρχουν και πολλοί περισσότεροι που έχουν νοσήσει βέβαια-, τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή του και οι συνέπειές του στην προσωπική, κοινωνική και οικονομική ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη, αποτελεί το βασικό θέμα της ειδησιογραφίας σε όλα τα Μ.Μ.Ε. και κύριο και αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των πολιτών.
Το μέγεθος του προβλήματος, δείχνουν τόσο ο χαρακτηρισμός του από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ως πανδημία, όσο και η αβεβαιότητα και η άγνοια που σχετίζονται μ’ αυτόν. Οι λοιμωξιωλόγοι(μόνο στο «Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών», βρήκαμε τη λέξη…) και οι άλλοι επιστήμονες, κάνουν ό,τι μπορούν.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα και, φυσικά, η χώρα μας, έρχονται αντιμέτωπες με κάτι ανάλογο. Στις 26/1/2020, σε άρθρο μας στο protothema.gr, είχαμε αναφερθεί στον λεγόμενο «μαύρο θάνατο» (black death), που «χτύπησε» την Ευρώπη μεταξύ 1347 και 1351 και στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 20 εκ. ανθρώπους.
Σκεφτήκαμε, στο σημερινό μας άρθρο, να ασχοληθούμε τις επιδημίες που έπληξαν τη χώρα μας κατά τον 19 αιώνα και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Ο 19ος αιώνας, ξεκίνησε με την Ελλάδα υπόδουλη στην οθωμανική αυτοκρατορία και σύντομα, τη βρήκε να αποτελεί ένα μικρό μεν, ανεξάρτητο δε, κράτος, με ανύπαρκτες όμως δομές υγείας. Θα δούμε εκτός από τις επιδημίες που έπληξαν τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και όχι μόνο όσες περιοχές απελευθερώθηκαν μετά την Επανάσταση του 1821, πώς φτιάχτηκαν τα πρώτα νοσηλευτικά ιδρύματα στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά στον περιορισμό των θυμάτων από τις διάφορες ασθένειες.
Επιδημίες τον 19ο αιώνα στον ελλαδικό χώρο
Η πανώλη, μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, αποτελούσε μάστιγα για τους πληθυσμούς πόλεων και χωριών. Βέβαια, ορισμένες αναφορές που γίνονται για επιδημίες πανώλης, ίσως να μην αφορούν την συγκεκριμένη ασθένεια, αλλά κάποια άλλη, π.χ. τύφο. Οι ελάχιστες ιατρικές γνώσεις της εποχής και η ανυπαρξία μικροβιολογικών ελέγχων και εξετάσεων δημιουργούσαν σύγχυση.
Ο 19ος αιώνας, ξεκινά με μία επιδημία πανώλης στο Ναύπλιο. Η ασθένεια είχε κάνει την εμφάνισή της το 1799. Κατά τον E. Clarke, που επισκέφθηκε την πόλη τον Νοέμβριο του 1801, το Ναύπλιο είχε πλέον μόλις 2.000 κατοίκους, όταν πριν την εμφάνιση της πανώλης ο πληθυσμός της ήταν 8.000! Την ίδια χρονιά, ο E. Clarke επισκέφθηκε και τη Θεσσαλονίκη, που είχε επίσης πληγεί από την πανώλη. Παρόλο ότι ήταν περιορισμένη στις αγορές και τη συνοικία των Εβραίων, είχε προκαλέσει σημαντική ζημιά στην πόλη. Οι Αρχές, αποφάσισαν να κλείσουν τις πύλες της και ο ανεφοδιασμός της γινόταν μέσω «περιστρεφόμενων μηχανών όπως εκείνες που χρησιμοποιούν τα μοναστήρια». Η πανώλη, συνέχισε να πλήττει τη Θεσσαλονίκη το 1802 και το 1803.
Το 1804, έχουμε την πρώτη εμφάνιση κίτρινου πυρετού, της λεγόμενης τότε «αρρώστιας της Ισπανίας», σε πληρώματα υδραίικων καραβιών. Το 1805, ο Άγγλος περιηγητής και τοπιογράφος Leake, που ταξιδεύει στην Αλβανία, διαπιστώνει την ύπαρξη πανώλης στην Κορυτσά και τη Μοσχόπολη. Ωστόσο, φαίνεται ότι επρόκειτο για μια ήπια μορφή της ασθένειας, καθώς σε 8 μήνες, έχασαν την ζωή τους στην Κορυτσά 40 άνθρωποι. Το 1809, ο Leake, συνάντησε στη Στερεά Ελλάδα νέα επιδημική νόσο, τη λοιμική. Επρόκειτο πιθανότατα για κάποια μορφή τύφου. Ο Α. Λευκίας- Γεωργιάδης, αναφέρεται σε «δριμύτατο λοιμό» στη Λάρισα την ίδια χρονιά. Μάλλον πρόκειται για ασθένεια που πρέπει να ενταχθεί στην κατηγορία της λοιμικής. Η πανώλη, έκανε την εμφάνισή της στην Κρήτη το 1810 και το 1812 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μια φοβερή επιδημία με 70.000 νεκρούς στα μέσα Οκτωβρίου 1812, ενώ έπληξε επίσης τη Σμύρνη και την Αδριανούπολη.
Από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1812, είχαν κλείσει ακόμα και τα εργαστήρια σε περιοχές που είχε χτυπήσει η πανώλη. Η φοβερή ασθένεια, έκανε την εμφάνισή της στη Θεσσαλία και την Κεντρική Στερεά, από το 1812 ως το 1816. Μόνο στον Τύρναβο, το 1813 πέθαναν 8.600 άνθρωποι! Μεγάλο ήταν το πλήγμα και για τα Αμπελάκια, που γνώριζαν μεγάλη ακμή εκείνα τα χρόνια.
Πολλοί κάτοικοί τους, ανάμεσά σ’ αυτούς και αρκετοί τεχνίτες, έχασαν την ζωή τους, ενώ άλλοι τα εγκατέλειψαν.
Η Λαμία και οι γύρω πόλεις και κωμοπόλεις, είχαν επίσης πολλά θύματα. Οι κάτοικοι της Λιβαδειάς, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, έντρομοι εγκατέλειψαν την πόλη!Ο Αλή πασάς, παίρνει αυστηρά μέτρα καραντίνας, για να μην εξαπλωθεί η φοβερή ασθένεια στη Δυτική-Βορειοδυτική Ελλάδα και τα καταφέρνει.
Το 1813 και 1814, η πανώλη εκτός από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, έπληξε τη Χίο και τη Σάμο στην οποία μεταφέρθηκε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Στην Χίο 16.000 σπίτια έμειναν έρημα αφού πέθαναν όσοι έμεναν σ’ αυτά. Στα Τρίκαλα, τα θύματα ήταν 7.777 (!), Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Η πανώλη «επισκέπτεται ξανά» τη Θεσσαλονίκη, ενώ τη δραματική κατάσταση περιγράφει αρτζιχάλι (=αναφορά), των κατοίκων της Σιάτιστας προς τον Αλή πασά: «Μολυσμένοι… περιπλανώνται εις τα βουνά και αφ’ ου αποθνήσκουν… απομένουν άθαφτοι…».
Το 1815 στο Δέλβινο εκδηλώθηκε πανώλη και ο Αλή πασάς αποφασίζει να αποκλείσει την πόλη. Τα στρατεύματά του την περικυκλώνουν και απαγορεύουν οποιαδήποτε επικοινωνία με τους κατοίκους της. Όσοι είχαν προσβληθεί από την πανώλη, περιορίζονται σ’ ένα κατάλυμα που είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό.
Στην Κέρκυρα, εκδηλώθηκε πανώλη στα τέλη του 1815, πολλά χρόνια μετά την προηγούμενη εκδήλωσή της (17ος αιώνας). Απαγορεύτηκε η επικοινωνία των περιοχών του νότιου τμήματος του νησιού, όπου εκδηλώθηκε η ασθένεια με την υπόλοιπη Κέρκυρα, ενώ ένα ολόκληρο χωριό, ο Μαραθιάς, κάηκε (!), για να αντιμετωπισθεί η νόσος.
Τον χειμώνα του 1816, δυο Κεφαλλονίτες επιστρέφοντας στο νησί τους μετά από εποχική απασχόληση στην Αλβανία, συνάντησαν στον δρόμο τους τα πτώματα δύο ανθρώπων που είχαν πεθάνει από πανώλη. Οι Κεφαλλονίτες αφαίρεσαν τα πανωφόρια των νεκρών και έτσι η πανώλη μεταφέρθηκε στο νησί τους, προκαλώντας όχι μόνο τον θάνατο των ίδιων, αλλά και πολλών ακόμα συντοπιτών τους. Το 1816, αναφέρεται ακόμα εμφάνιση της πανώλης σε Γιάννενα, Άρτα, Κέρκυρα, Κρήτη και Λάρισα.
Το παράδειγμα των Φιλιατών Θεσπρωτίας, είναι χαρακτηριστικό για τα ολέθρια αποτελέσματα που έχουν η άγνοια και η τυφλή προσκόλληση στη θρησκεία.
Ο γνωστός Γάλλος περιηγητής, διπλωμάτης και γιατρός Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), που έζησε πολλά χρόνια στη χώρα μας, βρέθηκε στις αρχές του 1814 στους Φιλιάτες, όπου κατοικούσαν, όπως γράφει, πολλοί «περήφανοι Σκιπετάρηδες». Η πανούκλα (πανώλη), είχε αρχίσει να πλήττει την όμορφη κωμόπολη. Ο Πουκεβίλ, εξουσιοδοτημένος από τον Αλή πασά θέλησε να τους δώσει στους κατοίκους της ιατρικές συμβουλές, για το πώς θα μπορούσαν να προφυλαχθούν απ’ αυτή και την εξάπλωσή της. Συγκέντρωσε «τους γέροντες και όσους από τους σημαντικούς της πόλης βρίσκονταν εκεί» και τους είπε, να ιδρύσουν ένα λοιμοκαθαρτήριο, με λίγα χρήματα.
Η παρέμβαση του δερβίση των Φιλιατών, ήταν καταλυτική:
«Τι είναι η πανούκλα αδέλφια μου; Είναι μία από τις 360 πύλες του Παραδείσου του πέφτει και που ο καθένας μας οφείλει να προσπαθήσει να σηκώσει και πάλι. Στο κακό αυτό πρέπει να σταθούμε όρθιοι και μπροστά και όχι, όπως οι Φράγκοι, πίσω από τα κάγκελα του λοιμοκαθαρτηρίου. Αν αυτή η πανούκλα έρθει, πάει να πει πως το πεπρωμένο ήταν να έρθει. Αν το πεπρωμένο το θέλει να γίνει έτσι, θα γίνει έτσι. Όμως, έχω την πεποίθηση ότι δεν θα γίνει τίποτα απ’ όλα αυτά». Οι παρευρισκόμενοι, χειροκρότησαν τα λόγια του δερβίση και αγνόησαν τις συμβουλές του Πουκεβίλ. Το αποτέλεσμα, ήταν τραγικό. Τον Ιούνιο του 1814, 110 μέρες μετά την εμφάνιση της πανούκλας στους Φιλιάτες, από τους 2.800 κατοίκους τους, επέζησαν μόνο 130, που «από τους πόνους έμοιαζαν σαν τα είχε κυριεύσει μια βλακεία και αναισθησία ζωής», γράφει ο Πουκεβίλ, που συμπληρώνει ότι οι Φιλιάτες πλέον κείτονται σε ερείπια…
Από το 1817 ως το 1819, επιδημίες πανώλης έπληξαν την Κωνσταντινούπολη, κυρίως, αλλά και τη Σμύρνη και την Κρήτη. Το 1822, η πανώλη περιορίστηκε στη Βόρεια Ελλάδα και στον οθωμανικό στρατό ο οποίος κατέβηκε προς τον νότο για να «χτυπήσει» τους επαναστάτες. Το 1823-24, έπληξε το Ναύπλιο επιδημία, που πιθανότατα ήταν εξανθηματικός τύφος και ευλογιά. Τότε πέθανε στην πελοποννησιακή πόλη (1824) και ο Βενιαμίν Λέσβιος, σημαντικός εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που είχε γεννηθεί το 1758 στο Πλωμάρι της Λέσβου. Από το 1824 ως το 1829, μια φοβερή επιδημία ευλογιάς που έπληξε ολόκληρη την Ευρώπη, έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα θύματά της ήταν και ο μεγαλύτερος γιος του σουλτάνου Μαχμούτ Β’.
Όταν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο, έφεραν μαζί τους και την πανώλη, που σε ενδημική κατάσταση βρισκόταν στην Αίγυπτο. Οι Ευρωπαίοι γιατροί που συνόδευαν του Ιμπραήμ, είχαν σφοδρή διαμάχη μεταξύ τους, για το αν επρόκειτο για τυφοειδή πυρετό ή πανώλη. Στον ελληνικό πληθυσμό, η αρρώστια πέρασε αργότερα με την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Η Αίγινα το 1828, χτυπήθηκε από επιδημία, που δεν είναι όμως βέβαιο ότι ήταν πανώλη. Αντίθετα, η πανώλη θέριζε τον πληθυσμό γειτονικών με το νησί περιοχών.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, που είχε ήδη γίνει κυβερνήτης της Ελλάδας, πήρε μια σειρά από μέτρα: σύσταση υγειονομείων, προσδιορισμό καθαρτηρίων ζωνών, καθαριότητα και άλλα αντιμολυσματικά μέτρα. Στο πρώτο υγειονομείο, αυτό των Σπετσών, διορίστηκε υγειονόμος ο Ιωάννης Κωλέττης, που ήταν γιατρός και, όπως γνωρίζουμε, έφτασε να γίνει πρωθυπουργός του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Την απομόνωση της Ύδρας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, την ανέθεσε στον αδελφό του Βιάρο, ο οποίος στις 2 Μαΐου 1828 απέκλεισε το νησί με στρατιωτική ζώνη που απαγόρευε την επικοινωνία με την Πελοπόννησο και απέκλεισε τους προσβληθέντες. Η αυστηρότητα που επέδειξε όμως , προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στον πληθυσμό του νησιού, που εκτός απ’ όλα τ’ άλλα έβλεπε και το εμπόριό του να καταρρέει.
Το 1837, η πανώλη χτύπησε τον Πόρο. Σημαντική ήταν η προσφορά στους κατοίκους του νησιού που είχαν νοσήσει, του ιατροφιλόσοφου Πέτρου Ηπίτη (1795-1861), Φιλικού και συνεργάτη του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Ηπίτης, που είχε σπουδάσει στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη, χρησιμοποιούσε, για πρώτη φορά μάλλον, ως μέσο απολύμανσης χλωρίνη. Αν και όλα τα ελληνικά λεξικά δέχονται ότι πρόκειται για τη γνωστή μας χλωρίνη, εμείς διαφωνούμε.
Η χλωρίνη, είναι σήμα κατατεθέν μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας, από το 1951. Πρόκειται για υποχλωριώδες νάτριο, τις απολυμαντικές ικανότητες του οποίου ανακάλυψε ο Λουί Παστέρ (1822-1895). Συνεπώς, η χλωρίνη του Ηπίτη, ήταν μάλλον χλώριο. Ο Παργινός ιατροφιλόσοφος, είχε έντονη διαφωνία με τον αρχίατρο του Όθωνα Βίμπερ και τον Γάλλο γιατρό Δουμόν, που επίσης είχε σταλεί στον Πόρο, για τον τρόπο και τα μέσα που χρησιμοποιούσαν στην αντιμετώπιση της πανώλης.
Οι τελευταίες αναφορές για πανώλη του 19ο αιώνα, είναι το 1838 (Θεσσαλονίκη, Διδυμότειχο) και το 1839 (Πήλιο).
Η χολέρα στον Πειραιά (1854)
Η μεγαλύτερη επιδημία που έπληξε το, ανεξάρτητο πλέον ελληνικό κράτος, ήταν η χολέρα που έκανε την εμφάνιση της στον Πειραιά το 1854. Τότε την πόλη κατείχαν γαλλοβρετανικά στρατεύματα, τα οποία, πιθανότατα, μετέδωσαν την ασθένεια στην πόλη που είχε 25.000 κατοίκους, 15.000 απ’ τους οποίους ήταν ξένοι στρατιώτες.
Στις 6 Ιουλίου 1854, ο Υπαστυνόμος Π.Γ. Μελάς, πληροφόρησε τον Υπουργό Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη, ότι υπάρχουν τρεις Έλληνες νεκροί ενώ για τους Γάλλους «δεν μπορούμε να μάθουμε διότι τους θάπτουν πολύ μυστικά».
Στις 7 Ιουλίου 1854, ο Αστυνόμος Πηζιόνης, ενημερώνει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι από τους 140 ασθενείς που νοσηλεύονται στο Γαλλικό νοσοκομείο, οι 30 πάσχουν από χολέρα.
Από επιστολή του προξένου Ν. Βιτάλη, μαθαίνουμε ότι εκείνη την εποχή «… η χολέρα κάμνει θραύσιν εις το Avignano (πρόκειται μάλλον για τη γαλλική πόλη Αβινιόν)».
Οι Γάλλοι έκρυβαν τον πραγματικό αριθμό των θυμάτων. Η χολέρα άρχισε να εξαπλώνεται στον Πειραιά και η κυβέρνηση με Διάταγμα της 7ης Ιουλίου 1854 «περί μέτρων προς πρόληψιν της χολέρας», απαγόρευσε την μετάβαση από την Πειραιά σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της χώρας. Μόνο οι απόλυτα υγιείς πολίτες, αφού παρουσιαστούν στην Αστυνομία και εξετασθούν από δημοτικό γιατρό, που οφείλει να βεβαιώσει εγγράφως την ακριβή κατάσταση του εξεταζομένου, μπορούν να αναχωρήσουν εντός μίας ώρας το πολύ από την έκδοση της άδειας, από τον Πειραιά. Φυσικά πάρθηκαν και διάφορα μέτρα, όπως η ίδρυση υγειονομείου δεύτερης τάξης στο Φάληρο και προσωρινού υγειονομείου στο Φάληρο.
Σημαντική στην προσπάθεια για την καταπολέμηση της χολέρας, ήταν η συμβολή του γιατρού Κ. Π. Βουσάκη, ο οποίος εφάρμοσε την θεραπευτική μέθοδο «των απανταχού της Ευρώπης και παρ’ όλων μέχρι τούδε παραδεδεγμένην», που περιελάμβανε τη χρήση σκευασμάτων οπίου, αιθέρα, οινοπνεύματος, καμφοράς, εντριβές κλπ.
Παρ’ όλα τα μέτρα της κυβέρνησης, η χολέρα έφτασε στη Σύρο και τον Οκτώβριο του 1854 στην Αθήνα.
Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας και του Πειραιά, έτρεχαν πανικόβλητοι στα χωριά της Αττικής για να γλιτώσουν. Στην Αθήνα, παρέμειναν 20.000 κάτοικοι, οι φτωχότεροι. 1.000 απ’ αυτούς, πέθαναν από χολέρα μεταξύ Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1854. Εφιαλτικός ήταν ο Νοέμβριος του 1854. Μεταξύ 10 και 22 Νοεμβρίου 1854, πέθαναν από χολέρα στην Αθήνα 453 άτομα!
Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 3.000 ήταν τα θύματα της επιδημίας χολέρας του 1854 στη χώρα μας. Ο λογοτέχνης και νομικός Εμμανουήλ Λυκούδης (1854-1925), περιγράφει συγκλονιστικές σκηνές της επιδημίας σε διήγημα του, όπου αποκαλεί τη χολέρα «Η Ξένη του 1854»!
Τα πρώτα νοσοκομεία του ελληνικού κράτους
Η φοβερή πανώλη του 1347-1351, οδήγησε στη δημιουργία υγειονομικών δομών προστασίας και απομόνωσης, των λοιμοκαθαρτηρίων (lazarets) και την αυστηρή εσωτερική αστυνόμευση των περιοχών που πλήττονταν από αυτή. Το όνομα lazaret, προέρχεται από τον φτωχό Λάζαρο του Ευαγγελίου και από το όνομα του μεσαιωνικού θρησκευτικού τάγματος «Hospitaliers de St. Lazare», που δημιουργήθηκε αρχικά στα Ιεροσόλυμα από τους Σταυροφόρους το 1119 και στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην Ευρώπη.
Από τις ευρωπαϊκές χώρες, πρώτη η Βενετία δημιούργησε λοιμοκαθαρτήριο, χώρο απομόνωσης και υποβολής σε κάθαρση πλοίων, ταξιδιωτών και εμπορευμάτων, στο μικρό νησί της Παναγίας της Ναζαρέτ.
Στο Ηράκλειο της ενετοκρατούμενης Κρήτης, δημιουργήθηκε το 1456 το πρώτο λοιμοκαθαρτήριο στον ελλαδικό χώρο. Ακολούθησαν στις αρχές του 17ου αιώνα τα Χανιά, το Ρέθυμνο, η Σητεία και η Ιεράπετρα.
Λοιμοκαθαρτήρια δημιουργήθηκαν και στα Επτάνησα κατά τη βενετοκρατία, ενώ αργότερα, επί αγγλοκρατίας ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν.
Στην Οθωμανική αυτοκρατορία, μόνο οι ημιανεξάρτητοι Αλή πασάς και Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, ίδρυσαν λοιμοκαθαρτήρια τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα.
Σε κεντρικό επίπεδο, μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα η Οθωμανική αυτοκρατορία υιοθέτησε μέτρα υγειονομικής προστασίας…
Στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, λοιμοκαθαρτήρια ιδρύθηκαν: το 1835 στον Πειραιά, το 1836 στην Ταράτσα Λαμίας, στη Σκιάθο και την Αίγινα το 1838, στη Νέα Μιντζέλα, το Μακρυνόρος και την Αμαλιάπολη το 1839 και στη Θήρα και τη Νάξο το 1840.
Τα λοιμοκαθαρτήρια, ήταν γνωστά και ως λαζαρέτα.
Έτσι, πολλές νησίδες κοντά ή μέσα σε λιμάνια, ακόμα και στα άκρα ακτών στη χώρα μας, είχαν ή έχουν ακόμα το όνομα Λαζαρέτο. Ενδεικτικά, η νησίδα Γούβινο (αρχ. Ταραχίαι), στην ανατολική ακτή της Κέρκυρας, νησίδα στο νότιο άκρο του Πόρου και άλλη νησίδα στο λιμάνι της Ιθάκης, ονομάζονται σήμερα Λαζαρέτο.
Μορφές νοσοκομειακής οργάνωσης, δεν ήταν άγνωστες στην προεπαναστατική Ελλάδα, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, δημιουργήθηκαν προσωρινά ή μόνιμα νοσοκομεία για τους αγωνιστές, συχνά σε μοναστήρια. Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, γίνεται επιτακτική η ανάγκη για την ίδρυση νοσοκομείων. Το έργο «Περί νοσοκομείων Σχεδίασμα», του Ιωάννη Βούρου, που εκδόθηκε το 1831, θέτει τους βασικούς κανόνες για την οικοδόμηση και λειτουργία νοσοκομείων. Ο Ι. Βούρος, υπήρξε αργότερα Γραμματέας του Ιατροσυνεδρίου, ένας από τους πρώτους προέδρους της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών και καθηγητής της ειδικής και κλινικής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως πρώτο δημοτικό νοσοκομείο της νεότερης Ελλάδας, φέρεται το «Βαρδάκειον και Πρώιον Νοσοκομείον Σύρου «Ελπίς», που άρχισε να λειτουργεί το 1825, με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από έρανο μεταξύ εύπορων προσφύγων που είχαν συγκεντρωθεί στη Σύρο από τη Χίο, τη Σμύρνη, τα Ψαρά, την Κρήτη και άλλες πόλεις της Μ. Ασίας.
Το πρώτο νοσοκομείο μετά την Ανεξαρτησία, ιδρύθηκε το 1834 στην Αθήνα, στη σημερινή περιοχή Μακρυγιάννη. Επρόκειτο για το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, τα σχέδια του οποίου έγιναν από τον Γερμανό Υπολοχαγό του Μηχανικού William Weiler.
Ακολούθησε η ανέγερση του νοσοκομείου «Ελπίς», που ολοκληρώθηκε το 1841, σε σχέδια του Γερμανού αρχιτέκτονα Friedrich Stanffert. Η λειτουργία του, άρχισε τον Μάρτιο του 1842.
Από το 1835, άρχισε να λειτουργεί στην Αθήνα και Μαιευτήριο, υπό τη διεύθυνση του Ν. Κωστή. Ωστόσο, οι πρώτες γυναίκες άρχισαν να προσέρχονται για να γεννήσουν σ’ αυτό, στις αρχές του 1837! Από την 1η Ιανουαρίου 1837 ως το τέλος του 1838, το Μαιευτήριο δέχτηκε 51 εγκύους. 33 έγγαμες και 18 άγαμες. Μόνο μία γυναίκα πέθανε εξαιτίας «ανίατης φθοράς εσωτερικών οργάνων» και 2 μωρά. Συνολικά, γεννήθηκαν τότε 52 μωρά (προφανώς κάποια ήταν δίδυμα).
Το 1854, άρχισε να λειτουργεί το Οφθαλμιατρείο, υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Αναγνωστάκη, το 1857 η Αστυκλινική, το 1897 το «Αρεταίειον», το 1887 το «Δρομοκαΐτειο» και το 1900 το νοσοκομείο παίδων «Αγία Σοφία».
Επίλογος
Εκτός από τις επιδημίες που αναφέραμε, υπήρχαν βέβαια και άλλες μεταδοτικές ασθένειες που έπληξαν τη χώρα μας τον 19 αιώνα. Η λύσσα, τα παιδιατρικά νοσήματα (ιλαρά, οστρακιά, διφθερίτιδα), ο τύφος που «χτύπησε» την Αθήνα το 1894, η ευλογιά, η ελονοσία (μαλάρια), η φυματίωση κλπ.
Οι πρόοδοι της επιστήμης, το υψηλό επίπεδο των Ελλήνων γιατρών, πολλοί απ΄ τους οποίους σπούδασαν στο εξωτερικό και η βελτίωση των συνθηκών ζωής σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, συνέβαλαν σημαντικά στον περιορισμό ή την πλήρη εξάλειψη τους.
Πηγές: ΜΑΡΙΑ-ΚΟΡΑΣΙΔΟΥ, «Όταν η αρρώστια απειλεί», Εκδόσεις «τυπωθήτω», Γ. Δαρδανός, 2002.
Κώστας Π. Κωστής, «ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΠΑΝΩΛΗΣ», ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2013.
Φ.Κ.Ο. ΠΟΥΚΕΒΙΛ, «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ-ΗΠΕΙΡΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΦΟΙ ΤΟΛΙΔΗ, 1994.
Πηγή: Protothema.gr