Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε τη διαγραφή των προστίμων γιατί επιβλήθηκαν σε λάθος νομική βάση
Σε εταιρεία με αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ιατρικών, χειρουργικών μηχανημάτων και εργαλείων πραγματοποιήθηκε φορολογικός έλεγχος για τις διαχειριστικές περιόδους 2009-2010.
Η Κυπριακών συμφερόντων εταιρεία, σύμφωνα με την αρμόδια Δ.Ο.Υ., εξέδιδε τιμολόγια προς την Ελληνική εταιρεία με τιμές –κατά μέσο όρο- 24% υψηλότερες από τις τιμές που κοστολογούνταν τα προϊόντα της. Στην συνέχεια τα εισαγόμενα αυτά προϊόντα πωλούντο στην Ελλάδα σε Δημόσια νοσοκομεία σε υψηλότερες τιμές. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διογκούται κατά τρόπο τεχνικό το κόστος αγοράς σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου.
Οι Δ.Ο.Υ. δεν απάντησαν ποτέ στις ενδικοφανείς προσφυγές
Στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών η εταιρεία έχασε την δικαστική μάχη, καθώς κρίθηκε ότι μπορεί να εφαρμοστούν παράλληλα, τόσο το άρθρο 19 του νόμου 2523/1977 όσο και το άρθρο 39 του Κ.Φ.Ε. Στην συνέχεια η εταιρεία άσκησε αναίρεση στο ΣτΕ κατά της Εφετειακής απόφασης.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την Ειρήνη Σάρπ, εξέδωσε τις υπ΄ αριθμ. 984 και 985/2020 αποφάσεις του, που αναίρεσαν τις εφετειακές αποφάσεις.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του Εφετείου, ότι μπορεί να εφαρμοστούν παράλληλα οι διατάξεις του νόμου 2523/1977 και του ΚΦΕ καθώς «οι περί υπερτιμολόγησης διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, ως ειδικές, αποκλείουν την παράλληλη εφαρμογή των περί εικονικών στοιχείων φορολογικών διατάξεων, με όλες τις εντεύθεν έννομες συνέπειες» και υπογραμμίζουν στην συνέχεια οι σύμβουλοι Επικρατείας:
«Δεν επιτρέπεται στις περιπτώσεις αυτές, όχι μόνο η σωρευτική επιβολή των προβλεπομένων από το νόμο 2523/1997 και ΚΦΕ προστίμων, αλλά ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης, κατόπιν απορρίψεως των βιβλίων της ως ανακριβών λόγω της έκδοσης ή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, δυνατότητα που άλλωστε αποκλείεται και από τις διατάξεις του ΚΦΕ (άρθρο 39 παράγραφος 1)».