Επέστρεψε στην Αθήνα – Περιγράφει την περιπέτειά του
«Ο προορισμός ήταν να πάμε Μεξικό να κάνουμε γυρίσματα και να περάσουμε καλά. Κατεβήκαμε στο Μεξικό κι εκεί εγώ έχω ένα φίλο Μεξικανό που τον γνωρίζω πάνω από δέκα χρόνια, δήλωσα τη διεύθυνσή του, το ονοματεπώνυμό του και τους είπα ότι θα μείνω εκεί. Το ένα το παιδί από την ομάδα μας, από το συνεργείο έχει συγγενείς στο Μεξικό.
«Στη συνέχεια, μας πήραν τα διαβατήρια, τα κινητά, τα ρολόγια, τα ρούχα, τα πάντα κι ότι είχαμε μαζί μας και μας πήγαν σε ένα γραφείο. Μείναμε με μια βερμούδα κι ένα φανελάκι σε ένα κελί. Για 12 ώρες δεν μας επέτρεπαν να μιλήσουμε σε κανέναν, ούτε στην πρεσβεία. Δεν μας έδιναν ούτε νερό, ούτε φαγητό και αρχίσαμε να νευριάζουμε και τους ρωτούσαμε: «Γιατί μας συλλάβατε, κάναμε κάτι»; Μας έκλειναν την πόρτα χωρίς να δίνουν απαντήσεις στις απορίες μας. Μας χλευάζανε, μας έδιναν ένα τηλέφωνο για ένα λεπτό και ο αριθμός έβγαινε με απόκρυψη και πέρναμε τους δικούς μας τηλέφωνο, τα ξημερώματα και τους λέγαμε ότι είμαστε στη φυλακή. Μείναμε τρεις νύχτες, απαράδεκτη συμπεριφορά, καταπάτηση δικαιωμάτων. Για να πάρουμε τηλέφωνο έπρεπε να τσακωθούμε. Εγώ έκατσα τέσσερις μέρες εκεί και πήρα δυο τηλέφωνα που είχαν διάρκεια ένα λεπτό γιατί δεν με άφηναν.
Τότε γυρίζω και του λέω: « Γιατί να πάω Αθήνα, εγώ είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Με ρωτήσατε εμένα που θέλω να πάω; Τι είμαι πακέτο»; Και τελικά, μας έστειλαν Αθήνα με το έτσι θέλω. Τότε τους είπαμε κι εμείς ότι δεν μπαίνουμε στο αεροπλάνο, χωρίς να μαλώσουμε. Δεν μαλώσαμε με κανέναν πιλότο κι επίτηδες δεν μπήκαμε μέσα στο αεροπλάνο.
Είδαμε ανθρώπους να αυτοκτονούν με ξυραφάκια μέσα στο κελιά τους. Είδαμε απίστευτες καταστάσεις εκεί στα κρατητήρια του Μεξικού. Οι άνθρωποι εκεί δεν πάνε καλά.