Η διαδρομή του ανθρώπου που μεγάλωσε μέσα στον φούρνο του πατέρα του και έστησε το θρυλικό μαγαζί στο Κουκάκι που βγάζει το κορυφαίο ψωμί της Αθήνας
Ο νεαρός άνδρας που πάλευε με το ζυμάρι, μέσα στα άγρια χαράματα, την ώρα που όλοι σχεδόν κοιμόντουσαν στην πόλη, ένιωθε αυτή την χαρά της δημιουργίας. Τη χαρά να βγάζεις ένα ψωμί ζυμωμένο από τα χέρια σου, μια φρατζόλα που δεν έμοιαζε με την προηγούμενη, ούτε με καμία άλλη.
Ο Δημήτρης Παπαδόπουλος, - Τάκης για τους φίλους του και την υπόλοιπη Αθήνα που «προσκύναγε» τις δημιουργίες του - δεν ήταν ένας απλός φούρναρης. Ήταν ένας καλλιτέχνης του ζυμαριού, ένας άνθρωπος που ζούσε και ανέπνεε μέσα στα αλεύρια και τα μείγματα, ο οποίος μέχρι πριν λίγα χρόνια, ξύπναγε όταν οι άλλοι πήγαιναν για ύπνο.
Ο «Τάκης» όπως λεγόταν ο φούρνος του, ήταν ξακουστός εδώ και δεκαετίες για το ψωμί, τα γλυκά, τα κουλούρια του και τα χριστουγεννιάτικα κέικ με το ρούμι του. Αυτά που χρειαζόντουσαν ένα μήνα ανάπαυσης σε ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας πριν βγουν για πώληση, τα οποία εξαφανίζονταν σε λίγες ώρες. Χτυπημένος από τον καρκίνο, ο 73χρονος «μάγος της ζύμης» που είχε παραδώσει τη σκυτάλη της δουλειάς στους δυο γιους του τα τελευταία χρόνια, έφυγε για το πιο μοναχικό ταξίδι του ανθρώπου.
Από το φούρνο του πέρασαν απλοί και διάσημοι, όλοι μαγεμένοι από την ποιότητα των προϊόντων του Τάκη, που δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τα μηχανήματα. Το είχε πει άλλωστε σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στη Lifo το 2016 ότι όταν αγόρασε δύο φορές μηχάνημα για ψωμί το οποίο επιστράφηκε στην εταιρία, αφού δεν «εκτελούσε» τη συνταγή του μάγου της ζύμης.
Του ανθρώπου που από μικρός μεγάλωσε μέσα στον φούρνο του πατέρα του, εκεί όπου έμαθε την δουλειά ξεκινώντας από τα κουλούρια Θεσσαλονίκης που έφτιαχναν. Το μεγάλο του όνειρο ήταν να γίνει ποδοσφαιριστής, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε κι έτσι χρόνια μετά η Μαρινέλλα όπως εξομολογήθηκε στην ίδια συνέντευξη ο Τάκης, του ζητούσε να της κόψει ζεστό ψωμί, να το αλείψει με λίγο βούτυρο και να του ρίξει στο τέλος ζάχαρη!
Ο αείμνηστος Θανάσης Βέγγος πήγαινε καθημερινά σχεδόν στον μυθικό φούρνο στο Κουκάκι για να αγοράσει ψωμί, ενώ ο αστικός μύθος λέει ότι ισχυρές οικογένειες έστελναν οδηγούς για να αγοράσουν τα αρτοποιήματα του χαμογελαστού φούρναρη. Αυτού, που πάντα έδινε στον πελάτη να δοκιμάσει πριν αγοράσει, λίγο ψωμί ή ένα κουλούρι ενώ τέτοια μέρα η ουρά έξω από τον φούρνο του, θύμιζε μια μικρή παρέλαση.
Για να μάθει το ψωμί ο Τάκης ταξίδεψε στη Γερμανία όπου δούλεψε σε φούρνο και μετά στη Γαλλία, εκεί όπου έμαθε τα μυστικά της μπαγκέτας. «Καλό ψωμί σημαίνει να μπαίνεις μέσα σε έναν φούρνο και να βλέπεις ατσούμπαλα πράγματα» είχε δηλώσει. «Όταν πλάθω με τα χέρια ένα ψωμί, ποτέ δεν θα είναι ίδιο το ένα με το άλλο. Όταν βλέπεις «λαμπάδες» σε μια βιτρίνα, ή τυποποιημένα είναι ή κατεψυγμένα ή βιομηχανοποιημένα. Δεν είναι χειροποίητο ψωμί. Δεν είναι το ψωμί που κάνω εγώ με 14 άτομα προσωπικό, και δεν έχω μηχάνημα ούτε να το ζυγίσει», είχε προσθέσει.
Οι δυο γιοι του ο Θόδωρος και ο Αρτέμης που ανέλαβαν την τελευταία δεκαετία, «πάτησαν» στα όσα τους είχε μάθει ο πατέρας τους. Αυτός που πέρυσι το καλοκαίρι χαλάρωνε με φίλους του στο Γυαλό, μέσα στη Χώρα της Μυκόνου, από όπου καταγόταν η γυναίκα του Άννα. Την είχε ανάγκη την ξεκούραση ο Τάκης, αυτός που για πέντε δεκαετίες, ξενύχταγε καθημερινά για βγάλει αυτά τα μικρά θαύματα, όπως τη χωριάτικη φρατζόλα του, ή το αφράτο brioche γεμιστό με βελγική σοκολάτα.
Την αγαπούσε τη Μύκονο, κι ας του έλειπε ο φούρνος του, οι μυρωδιές του, τα τσουβάλια με το αλεύρι και οι κουβέντες της δουλειάς. Ο καρκίνος δεν του χαρίστηκε και σήμερα τα ξημερώματα ο Τάκης έφυγε αφήνοντας πίσω του μια διαδρομή γεμάτη αρώματα και μια ζωή γεμάτη από μυρωδάτες στιγμές. Οι λαγάνες που έβγαλε ο φούρνος του σήμερα χαρίστηκαν στους πελάτες που περίμεναν να τις αγοράσουν, οι οποίοι έμαθαν και αυτοί την θλιβερή απώλεια του ανθρώπου που λάτρεψε το ζυμάρι.
Πηγή: Protothema.gr