Ακόμα πιο δύσκολοι χειμώνες και ολοένα πιο ανυπόφορα καλοκαίρια περιμένουν κυρίως την Αττική, αλλά και ορισμένες άλλες περιοχές της χώρας, οι οποίες θα πληρώσουν βαρύ τίμημα από την καταστροφή των τελευταίων δασώντους.
Η φετινή καταστροφή στην Πάρνηθα, αλλά και τα Δερβενοχώρια αθροιστικά με τις αποτεφρωμένες εκτάσεις που άφησαν πίσω τους οι φωτιές των τελευταίων ετών φαίνεται ότι ρίχνουν ορισμένα από τα τελευταία οχυρά ανάσας της πρωτεύουσας όπου κατοικούν περισσότεροι από 5 εκατομύρια άνθρωποι. Ακόμα υψηλότερες θερμοκρασίες τα ήδη ζεστά καλοκαίρια αναμένει, σύμφωνα με τους επιστήμονες το σύνολο του νομού, ενώ ο ήδη αυξημένος κίνδυνος κίνδυνος πλημμυρικών φαινομένων πολλαπλασιάζεται τόσο για τη δυτική Αττική όσο και για τα δυτικά της Αθήνας προάστια.
SOS από τους ειδικούς
Ειδικοί στις πλημμύρες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για περιοχές όπως η Μάνδρα, το Ιλιον ακόμα και το Περιστέρι υπογραμμίζοντας πως πρακτικά πρέπει να μελετηθούν από την αρχή τα σχέδια διαχείρισης του πλημμυρικού κινδύνου δεδομένου ότι η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια, ενώ δασολόγοι αναφέρουν μια σειρά συνεπειών από τη συνεχιζόμενη εξαφάνιση των δασών.
«Μένω άναυδος με το μέγεθος της καταστροφής τα τελευταία χρόνια. Σε μερικά χρόνια δε θα αναγωρίζουμε τον τοπο μας. Αλλαζει μορφή η Ελλάδα κι αυτό θα έχει εκτός των προφανών συνεπειών με τα χειμαρρικά φαινόμενα, σοβαρές συνέπειες και στην κοινωνία. Από την επιβάρυνση της ποιότητας του αέρα εξαιτίας των σωματιδίων και των άλλων ρυπαντών, την αλλαγή του μικροκλίματος στις πληγείσες περιοχές, την υποβάθμιση του τουριστικού προιόντος σε περιοχές όπως η Δαδιά όπου πολλοί ζούσαν από το δάσος με τη μορφη και του οικοτουρισμού, τη χεροτερευση της ποσότητας και της ποιότητας του νερού, την εγκατάλειψη της υπαίθρου», λέει στο ethnos.gr ο αναπληρωτής καθηγητής δασολογίας του ΔΠΘ, Γιώργος Κοράκης.
Και ενώ η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών καθίσταται όλο και πιο δύσκολη χρόνο με το χρόνο με τις φωτιές να πρέπει συχνά να φτάσουν στη θάλασσα για να σβήσουν, η Πολιτεία επιμένει να μη χρησιμοποιεί ήδη διαθέσιμα σύγχρονα εργαλεία, τα οποία θα μπορούσαν να εκτιμήσουν εγκαίρως τη συμπεριφορά μιας δασικής πυρκαγιάς και να «αιφνιδιάζεται» από φαινόμενα όπως αυτό της «καμινάδας» και των εκρήξεων της φωτιάς, τα οποία όμως είναι γνώριμα στους επιστήμονες εδώ και χρόνια.
Οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης (ή και κατάρρευσης σύμφωνα με μέλη της επιστημονικής κοινότητας) είναι το λιγότερο προφανείς. Ωστόσο αυτό φαίνεται να χρησιμοποιείται συνήθως από την κυβέρνηση ως άλλοθι και όχι ως κίνητρο για να ληφθούν μέτρα και να αλλάξει ριζικά ο τρόπος αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών. Ταυτόχρονα ειδικοί που ασχολούνται χρόνια με το θέμα εφιστούν την προσοχή σε όσα ακούγονται για τους εμπρησμούς υποστηρίζοντας πως συχνά οδηγούν κατοίκους της περιφέρειας στα βουνά να αναζητούν δράστες.
Η Πολιτεία έχει στη διάθεσή της εργαλεία που δε χρησιμοποιεί
«Τις τελευταίες δύο δεκαετίες καταγράφεται μια πάρα πολύ σημαντική συχνότητα εμφάνισης και έντασης ακραίων δασικών πυρκαγιών με μεγαλα πυροθερμικά φορτία και μεγάλες ταχύτητες εξάπλωσης. Πρόκειται για τη νέα πραγματικότητα και είναι άμεση η ανάγκη ενός ολικού επανασχεδιασμού του τρόπου με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις δασικές πυρκαγιές όχι μόνο στη χώρα μας», επισημαίνει ο Θοδωρής Γιάνναρος, εντεταλμένος ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και πυρομετεωρολόγος.
Οσο εντυπωσιακό και αν ακούγεται η Πολιτεία έχει στα χέρια της ένα πλήρως αυτοματοποιημένο προγνωστικό σύστημα ταχείας απόκρισης, το IRIS 2.0 που παρέχει προγνώσεις εξάπλωσης και συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών, υποστηρίζοντας το έργο της χάραξης στρατηγικών αντιμετώπισης της φωτιάς, το οποίο επιμένει να μη χρησιμοποιεί.
Επισήμως η Πολιτεία δεν έχει αναπτύξει κάποια συνεργασία με το Αστεροσκοπείο κι ας διαθέτει το πυκνότερο δίκτυο μετεωρολογικών σταθμών στην Ελλάδα, το οποίο αριθμεί 500 σημεία.
Το εργαλείο είχε χρησιμοποιηθεί την περίοδο 2019- 2020 και έκτοτε ποτέ ξανά, εξηγεί ο κ. Γιάνναρος: «Είναι αδιανόητο το 2023 να εμφανιζόμαστε έκπληκτοι ενώ μπορούμε να έχουμε καλύτερη πρόγνωση καιρού δίνοντας στον κρατικό μηχανισμό το χρόνο να προετοιμαστεί καλύτερα. Η κλιματική αλλαγή και η δεύτερη «καραμέλα» της φωτιάς που δημιουργεί το δικό της μικροκλίμα είναι επιστημονικές γνώσεις που κατέχουμε εδώ και καιρό, αλλά πλεον διαθέτουμε τα εργαλεία για να υπολογίσουμε πότε αναμένεται μια φωτιά να συμπεριφερθεί ακραία. Το φαινόμενο της καμινάδας δεν είναι πρωτόγνωρο στους επιστήμονες. Παρατηρώντας ο ίδιος τη φωτιά της Πάρνηθας από την Πεντέλη το θεώρησα αναμενόμενο από τη στιγμή που μπήκε στη χαράδρα».
Ο ίδιος υπογραμμίζει τη σημασία της ανάλυσης μιας πυρκαγιάς, βάσει της οποίας μπορεί να προβλεφθεί με σχετική ασφάλεια η συμπεριφορά της προσθέτοντας ότι παραμένει άγνωστο αν αυτή η διεργασία γίνεται αυτή τη στιγμή: «Η ανάλυση της πυρκαγιάς με βάση τις επικρατούσες συνθήκες μπορεί να αξιοποιήσει μοντέλα πρόγνωσης της εξάπλωσής της. Επιπλέον γνωριζοντας κάθε φορά ότι εισερχόμαστε σε μια επικίνδυνη περίοδο, μπορούν να αξιοποιηθούν επιστημονικά εργαλεία και μοντέλα γα υποθετικά σενάρια πυρκαγιών ώστε να εχουμε από πριν στοιχεία για το πως αναμένεται να εξελιχθεί μία πυρκαγιά σε συγκεκριμένες περιοχές».
Για το σύνολο των επιστημόνων θεωρείται ιδιαιτέρως κρίσιμη η συγκρότηση μιας διεπιστημονικής ομάδας, στην οποία θα μετέχουν δασολόγοι, μετεωρολόγοι και ειδικοί που εργάζονται στο πεδίο, οι οποίοι θα μπορούν να συλλέξουν τα διαθέσιμα δεδομένα, όπως για παράδειγμα από που ξεκίνησε, πως συμπεριφέρεται, κάτω από ποιες συνθήκες εξαπλώνεται, τι χαρακτηριστικά αναπτύσσει, πόσο πυκνη είναι η βλάστηση στην περιοχή, αν είναι κατακερματισμένη: «Με βάση αυτά τα στοιχεία θα μπορέσει να εκτιμήσει το επικρατέστερο σενάριο προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί πιθανότατα η πυρκαγιά ανά 3ωρο ή ανά 6ωρο ωστε να προτείνουν στρατηγικές αμυνας ή επίθεσης της φωτιάς. Το να περιμένουμε τη φωτιά στον πρώτο διαθέσιμο δρόμο δεν αποτελεί στρατηγική διαχείρισης φωτιάς. Ούτε και η επίθεση είναι πάντα η ενδεδειγμένη μέθοδος. Με τη φωτιά θα χρειαστεί πολλές φορές να παίξουμε άμυνα».
Ο κ. Γιάνναρος αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση της Θράκης, στην οποία είχαν επισημάνει τον αυξημένο κίνδυνο ήδη από τον Ιούνιο δεδομένου ότι είχε διαπιστωθεί τεράστιο πρόβλημα ξηρασίας.
ια όλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, απαιτείται τεκμηριωμένη γνώση, όπως γίνεται στην Πορτογαλία όπου ο επικεφαλής αναλυτής πυρκαγιάς συμβάλλει τα μέγιστα, όπως λέει στην άμεση και αποδοτικότερη διαχείριση των συμβάντων.
Απαραίτητη η κατάρτιση – Τα δάση δε χάνονται από την κλιματική αλλαγή
«Δεν υπήρξε τίποτα το ασυνήθιστο στη συμπεριφορά των δασικών πυρκαγιών φέτος μέχρι σήμερα. Ομως έκαψαν και συνεχίζουν να καίνε μεγαλες εκτάσεις», ξεκαθαρίζει ο περιβαλλοντολόγος και ειδικός στις δασικές πυρκαγιές, Μιλτιάδης Αθανασίου διαψεύδοντας ουσιαστικά πολλά από όσα ακούστηκαν τις τελευταίες ημέρες στη δημόσια σφαίρα.
«Τα περισσότερα από όσα έχουν ακουστεί στη δημόσια συζήτηση είναι εντελώς λανθασμένα. Τις πανέμορφες δασικές εκτάσεις που χάνουμε δεν τις χάνουμε λόγω της κλιματικής αλλαγής και ελπίζουμε να υπάρξει άμεσα εκτεταμένη πολιτική υποστήριξη που θα δώσει πραγματικές ευκαιρίες και ουσιαστικές βελτιώσεις στη διαχείριση των πυρκαγιών», τονίζει.
Προσθέτει μάλιστα πως ένα δείγμα καλής πρόθεσης θα ήταν η δημοσιοποίηση ανά πυροσβστική υπηρεσία των αιτιών έναρξης των πυρκαγιών για όλη την Ελλάδα στο τέλος κάθε αντιπυρικής περιόδου και η θεσμοθέτηση αυτής της υποχρέωσης, ενώ μεγάλο βάρος δίνει στη συστηματική κατάρτιση των δασοπυροσβεστών, υπογραμμίζοντας πως αυτη δε θα πρέπει να περιορίζεται σε λίγα υψηλόβαθμα στελέχη.
Ανοχύρωτες στις πλημμύρες οι πληγείσες περιοχές
Υπό τεράστια πίεση βρίσκεται το περιβάλλον της Αττικής ύστερα από τις αλλεπάλληλες καταστροφικές πυρκαγιές της τελευταίας 5ετίας, προειδοποιούν οι επιστήμονες.
Στις καταστροφικές πυρκαγιές που δημιουργούν αυτή τη στιγμή συνθήκες ασφυξίας στο λεκανοπέδιο συγκαταλέγονται η φονική πυρκαγιά στο Μάτι το 2018 και η φωτιά στην Κινέτα την ίδια χρονιά, οι πυρκαγιές του 2021 στα Βίλια και στην Βαρυμπόμπη, η οποία είχε ξεφύγει προς την Ιπποκράτειο Πολιτεία και τον Μαραθώνα, οι πυρκαγιές του 2022 στην Πεντέλη που έφτασε έως την Παλλήνη και βέβαια οι φετινές καταστροφικές πυρκαγιές στα Δερβενοχώρια, το Λουτρακι, τον Κουβαρά και την Πάρνηθα.
«Αυτό το σκηνικό των τελευταίων 4 - 5 ετών διαμορφώνει μία τελείως διαφορετική κατάσταση στην Αττικη σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, το οικοσύστημα και τον κίνδυνο πλημμυρών, ο οποίος αυξάνεται δραματικά», επισημαίνει στο «Εθνος» ο επίκουρος καθηγητής του ΕΚΠΑ, Μιχάλης Διακάκης.
Και συνεχίζει: «Βάσει των ποιοτικών χαρακτηριστικών, η λεκάνη της Μάνδρας, το Θριάσιο, αλλά και δυτικά προάστια της Αθηνας, τα Ανω Λιόσια, το Καματερό, το Ιλιον ακόμα και το Περιστέρι θα επιβαρυνθούν περισσότερο. Το πόσο ακριβώς μένει να το δούμε σε μελέτες. Αλλά και η Ρόδος θα έχει πρόβλημα σοβαρό με κατολισθήσεις και πλημμύρες καθώς στην ανατολική πλευρά υπάρχουν ρέματα με μεγάλη ενέργεια και όγκους φερτών υλικών».
Οσο για την Αττική αυτός φαίνεται ότι δεν είναι ο μοναδικός κίνδυνος: «Και θερμοκρασιακά αναρωτιέται κανείς εάν σε 10 χρόνια από τώρα θα επιβιώνουμε το καλοκαίρι στην Αθήνα ή θα έχουμε μετατραπεί σε Κατάρ όπου η οποιαδήποτε δραστηριότητα θα είναι δυνατή μόνο σε εσωτερικούς κλιματιζόμενους χώρους».
Ο κ. Διακάκης αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποια βήματα για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών ως προς τα μέσα και το προσωπικό. Ωστόσο τονίζει ότι θα πρέπει να βελτιωθεί ο συντονισμός των υπηρεσιών, ενώ κρίνει απαραίτητες τις ασκήσεις μεταξύ τους.
Για τον ίδιο είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση μιας μόνιμης διεπιστημονικής επιτροπής με ειδικούς διαφόρων ειδικοτήτων για τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και γενικότερα την κλιματική αλλαγή, αντίστοιχη με την επιτροπή αξιολόγησης σεισμικού κινδύνου.
Πηγή: Ethnos.gr