Κηφισιά: Άγρια συμπλοκή συμμοριών ανηλίκων με δύο τραυματίες στο νοσοκομείο. Είχαν δώσει ραντεβού. Ηράκλειο Κρήτης: 17χρονος έσκισε τη φόρμα συμμαθήτριάς του με σουγιά. Ρόδος: Ξυλοδαρμός 13χρονης από συνομήλικη της. Το συμβάν βιντεοσκοπήθηκε. Τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από την έναρξη της σχολικής χρονιάς, σοκάρουν, ενώ όπως αναφέρουν ειδικοί στο CNN Greece, έχουν αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα.
Tόσο η Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Συνηγόρων του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου, όσο και η ψυχολόγος-συστημική ψυχοθεραπεύτρια και Επιστημονική Υπεύθυνη του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Ενηλίκων, Eιρήνη Καραμανή, μιλώντας στο CNN Greece, από τις αναφορές που λαμβάνουν, παρατηρούν ότι τα περιστατικά αυτά παρουσιάζουν ιδιαίτερη αύξηση από την περίοδο του lockdown και έπειτα.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Κουφονικολάκου, γονείς που συμμετείχαν σε έρευνα του Συνηγόρου σε συνεργασία με τη UNICEF ανέφεραν πως «τα παιδιά την περίοδο της πανδημίας έγιναν πιο νευρικά και ανήσυχα, με συναισθηματικές μεταπτώσεις, προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις, ενώ απέκτησαν και εθισμό στο διαδίκτυο».
Το μέγεθος του προβλήματος σε αριθμούς
Έρευνα του Χαμόγελου του Παιδιού, για το σχολικό έτος 2022-2023 αποτυπώνει το μέγεθος του προβλήματος:
- Ένα στα τρία παιδιά, δηλαδή το 32,4%, σε όλη τη χώρα, σε σύνολο Γεωγραφικών Περιφερειών και Σχολικών Βαθμίδων, δηλώνουν πώς έχουν δεχτεί σχολικό εκφοβισμό.
Την ίδια ώρα, προβληματισμό προκαλούν και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας για το 2023, σύμφωνα με τα οποία «το πρώτο τετράμηνο του 2023 η Αστυνομία χειρίστηκε συνολικά 1.693 υποθέσεις με δράστες 2.117 ανήλικους».
Μέχρι το πρώτο τετράμηνο του 2023, μεταξύ άλλων αδικημάτων, 111 ανήλικοι συνελήφθησαν για πρόκληση σωματικών βλαβών και 38 για πρόκληση επικίνδυνων σωματικών βλαβών, με τα θύματά να καταλήγουν σοβαρά τραυματισμένα στο νοσοκομείο.
Ποια είναι, όμως, τα αίτια που φαίνεται να προκαλούν το φαινόμενο και πως μπορούν να αποτραπούν;
Τα μέτρα περιορισμού την περίοδο του κορωνοϊού, η μείωση του εισοδήματος, η απομόνωση οδήγησαν, πλήττοντας τη σταθερότητα, την επαγγελματική αποκατάσταση των γονέων και τη διατήρηση των υγιών σχέσεων, στην έκθεση των παιδιών σε κάποια μορφή βίας είτε ψυχική, είτε σωματική, σημειώνει με τη σειρά της η κα Καραμανή.
Η συνθήκη αυτή κατ' επέκταση καθρεφτίστηκε και στις υπόλοιπες σχέσεις των παιδιών.
Συνέπεια αυτής της συνθήκης, όπως επισημαίνει η ίδια είναι η ενίσχυση του φαύλου κύκλου της βίας. Παιδιά, δηλαδή, τα οποία, ήδη βρίσκονταν μέσα σε ένα περιβάλλον βίας, βρέθηκαν σε ακόμη πιο δυσμενές περιβάλλον, το οποίο στη συνέχεια μετέφεραν στους συνομήλικους τους, σημειώνει η ίδια.
Επισημαίνει, δε, πως το γεγονός ότι αυξήθηκε η ενδοοικογενειακή βία συμπαρέσυρε και τις επιθετικές συμπεριφορές των εφήβων προς τους συνομήλικους τους.
Η ίδια τονίζει ότι «μια επιθετική συμπεριφορά, αποτελεί ένα σύμπτωμα που δείχνει ότι νοσεί κάτι βαθύτερο μέσα στα συστήματα που πλαισιώνουν έναν έφηβο ή μια έφηβη» σημειώνει.
Τι μπορούν να κάνουν γονείς και σχολείο για να αποτρέψουν τέτοια περιστατικά
Δεδομένων όσων αναφέρθηκαν, τίθεται το ερώτημα τι μπορούν να κάνουν τόσο οι γονείς, όσο και το σχολείο, προκειμένου να αποτραπούν στο μέλλον περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων.
Σύμφωνα με την κα Κουφονικολάκου «τα παιδιά που εκδηλώνουν τέτοιες συμπεριφορές είναι για εμάς παιδιά σε κίνδυνο και το πρώτο μας μέλημα δεν θα έπρεπε να είναι να τα “μεταχειριστούμε” ποινικά αλλά να τα πλαισιώσουμε, ώστε να τους δώσουμε κίνητρα και ρόλο ώστε να ενταχθούν κοινωνικά».
«Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει μέριμνα υποστήριξης του έργου των εκπαιδευτικών από επαγγελματίες, δομές ψυχικής υγείας, αλλά και της οικογένειας, δημιουργώντας ομάδες γονέων, που θα έχουν πρόσβαση σε συμβουλευτικές υπηρεσίες» απαντά η κα. Καραμάνη.
Το παιδί, σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει η ίδια, χρειάζεται την υποστήριξη και την αποδοχή του κηδεμόνα, ωστόσο μέχρι σήμερα, το μόνο «όπλο» που γνωρίζουν είναι η τιμωρία, για να οριοθετήσουν τους εφήβους και τις έφηβες. «Εκεί παίζεται ένα παιχνίδι εξουσίας» προσθέτει.
Έτσι, όπως συμπληρώνει, χρειάζεται ένας γονέας να εκπαιδευτεί ώστε να μπορεί να αφουγκράζεται ανά περίσταση, με ποιους τρόπους θα επικοινωνεί με το παιδί, ώστε εκείνο να μπορεί να συζητήσει ανοιχτά μαζί του, χωρίς επικριτικότητα και το παιδί με τη σειρά του να αρχίζει να χτίζει μια θετική και σταθερή εικόνα του εαυτού του, που θα το προφυλάξει όχι μόνο να υποστεί, αλλά και να εκφράσει μια επιθετική συμπεριφορά.
«Στόχος, λοιπόν, είναι να ενδυναμώσουμε το υποστηρικτικό τους περιβάλλον, ώστε να νιώσει ότι μπορεί να εισακουστεί» αναφέρει.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η κα Κουφονικολάκου τόσο ορισμένοι γονείς, όσο και κάποια σχολεία «αρνούνται» το πρόβλημα: «Δεν είμαστε εμείς τέτοιο σχολείο, δεν έχουμε προβλήματα» αναφέρουν.
Υπ’ αυτή την έννοια, τα σχολεία «πέρα από τις εξατομικευμένες παρεμβάσεις σε παιδιά και οικογένειες που αντιμετωπίζουν προκλήσεις -μέσω της ενεργοποίησης των σχολικών συμβούλων, των ΚΕΔΑΣΥ και των τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών- θα πρέπει να επενδύουν συγκροτημένα στην πρόληψη».
Στο πλαίσιο αυτό, η Βοηθός Συνηγόρου σημειώνει πως θα ήταν ιδιαίτερα βοηθητική η ενίσχυση των μαθητικών συμβουλίων και η δημιουργία ομάδων σχολικής διαμεσολάβησης, ώστε τα παιδιά να έχουν λόγο για όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Την ίδια ώρα, τονίζει πως μία ακόμη πτυχή τροφοδότησης του προβλήματος είναι η ενσωμάτωση έμφυλων στερεοτύπων.
Η αποδοχή και ο σεβασμός στις σχολικές τάξεις κρίνονταν επί σειρά ετών από την επίδειξη ισχύος, από το πόσο «μάγκας» μπορεί να είναι ένας έφηβος, επιδεικνύοντας τη δύναμή του σε μαθητές και μαθήτριες που μπορεί να ήταν πιο ήπιων τόνων.
Σε αυτή τη βάση, η κα Κουφονικολάκου τονίζει, καταλήγοντας πως «είναι ιδιαίτερα σημαντική και η εισαγωγή ενός σύγχρονου μαθήματος σεξουαλικής αγωγής στα ελληνικά σχολεία που στόχο θα έχει την προστασία των παιδιών από κακοποίηση αλλά και την αποδόμηση έμφυλων στερεοτύπων».