Καταγγελίες για ασάφεια, παρά τις προβλέψεις για φοροαπαλλαγή και συγκεκριμένη κλίμακα φορολογίας
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από την ψήφιση του νόμου 4356/2015 για το σύμφωνο συμβίωσης, ενός θεσμού που πρόσθεσε μία ακόμη θεσμική μορφή ρύθμισης της συμβίωσης και αποτέλεσε την πρώτη νομική μορφή αναγνώρισης των ομόφυλων ζευγαριών. Μία από τις βασικές πλευρές του νέου θεσμού ήταν και η εξίσωση ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα των έγγαμων ζευγαριών και των ζευγαριών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης
Ωστόσο, από ό,τι φαίνεται συνεχίζουν να καταγράφονται μια σειρά από κενά που οδηγούν σε κληρονομικά δικαιώματα πολλών ταχυτήτων τόσο στα ετερόφυλα όσο και στα ομόφυλα ζευγάρια που κάνουν χρήση αυτής της ρύθμισης. Τα προβλήματα αφορούν την ατελή εφαρμογή του συμφώνου στα φορολογικά και ασφαλιστικά ζητήματα, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα φαίνεται πως ανακύπτει από θέματα που άπτονται της γονεϊκότητας και κυρίως όταν υπάρχει κάποιο παιδί και ο ένας εκ των δύο μερών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης δεν θεωρείται γονέας.
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών γίνεται πιο επιτακτική εάν σκεφτούμε ότι έχουμε μια αλματώδη άνοδο από χρόνο σε χρόνο στα σύμφωνα συμβίωσης, τα οποία το 2022 ανήλθαν σε 13.157 παρουσιάζοντας αύξηση 13,9% σε σύγκριση με το 2021.
τα ομόφυλα ζευγάρια. Μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο γενικός γραμματέας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου Θεόδωρος Χαλκίδης επισημαίνει αρχικά πως στο σύμφωνο συμβίωσης παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στους συμβιούντες να ρυθμίσουν τα κληρονομικά τους δικαιώματα, δηλαδή να ορίσουν αν θα υπάρχει κληρονομικό δικαίωμα, αν δεν θα υπάρχει, αν θέλουν να το εξομοιώσουν σύμφωνα με τον νόμο κ.λπ. «Εκεί το σύμφωνο συμβίωσης προσιδιάζει και με τα προγαμιαία συμβόλαια που κάνουν στο εξωτερικό, γιατί είναι από τις μόνες περιπτώσεις που σε μια πράξη που έχει αποτελέσματα του γάμου μπορούν να ρυθμιστούν διαφορετικά τα περιουσιακά δικαιώματα, είτε αυτά που αποκτιούνται κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, είτε όχι. Αν δεν υπάρχει ρύθμιση υπερτερεί ο νόμος».
Ωστόσο, για την περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών όπου υπάρχει τέκνο και φύγει από τη ζωή ο/η σύντροφος που δεν αναγνωρίζεται ως γονέας, ο Θεόδωρος Χαλκίδης υπογραμμίζει πως επειδή μέχρι στιγμής στο δίκαιό μας δεν προβλέπεται τεκνοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια τα κληρονομικά δικαιώματα δεν μεταβιβάζονται και εν προκειμένω το τέκνο δεν έχει δικαίωμα στην περιουσία του θανόντος συντρόφου. «Αν αλλάξει η νομοθεσία μας και επιτραπεί η υιοθεσία και από τα δύο μέρη, τότε θα ισχύει σαν να ήταν κανονικά γεννημένο εντός γάμου, θα έχει δηλαδή τα δικαιώματα και από τις δύο πλευρές».
Όπως αναφέρει ο ίδιος, «όλα αυτά θα πρέπει να είναι αντικείμενο ενός ευρύτερου σχεδιασμού και να ληφθούν υπόψη. Και η ανάγκη των ομόφυλων ζευγαριών να έχουν ένα παιδί και κατά πόσο αυτό το παιδί που θα αποκτήσουν – με όποιον τρόπο επιτραπεί – θα είναι προς όφελος του ίδιου να αποτελεί μέλος αυτής της οικογένειας ή όχι. Είναι πολλά τα ζητήματα που εγείρονται. Θα πρέπει η πολιτεία να αποφασίσει προς ποια μεριά θέλει να κινηθεί και να το δει συνολικά. Ακόμη δεν έχουμε λύσει αν θέλουμε να υπάρχει το παιδί ή όχι. Αν δεν λυθεί αυτό που είναι βασικό παρέλκονται τα υπόλοιπα».
Η αλήθεια είναι ότι με την εφαρμογή του συμφώνου συμβίωσης για πρώτη φορά αναγνωρίστηκαν ίδια δικαιώματα και στα ομόφυλα ζευγάρια, εκτός από το ζήτημα των παιδιών που θα γεννηθούν κατά τη διάρκεια του συμφώνου, καθώς δεν δημιουργήθηκε τεκμήριο γονεϊκότητας και παραμένει τέκνο του ενός.
Αυτό είναι ένα «αγκάθι» για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα – και όχι μόνο – διότι δεν κατοχυρώνεται η ισότητα και ισονομία και στην τεκνοθεσία. Για παράδειγμα, πέραν των περιουσιακών ζητημάτων, στην περίπτωση που πεθάνει ο βιολογικός και νομικά αναγνωρισμένος γονέας, τα παιδιά του ενδέχεται να καταλήξουν σε κάποιον μακρινό συγγενή ή ακόμα και σε ίδρυμα, καθώς εντός ενός συμφώνου συμβίωσης ενός ομόφυλου ζευγαριού δεν αναγνωρίζεται δεύτερος γονέας.
Η νόμιμη μοίρα
Από την πλευρά του, ο νομικός και ειδικός στα ανθρώπινα δικαιώματα, Βασίλης Σωτηρόπουλος, ξεκαθαρίζει πως «για τα κληρονομικά με το σύμφωνο συμβίωσης ισχύει ό,τι προβλέπει το αστικό δίκαιο για τους έγγαμους».
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον νόμο του 2015, ο εκάστοτε σύντροφος κληρονομεί κανονικά ως σύζυγος. Μοναδική ιδιαιτερότητα αποτελεί η δυνατότητα παραίτησης από το ελάχιστο κληρονομικό δικαίωμα, βάση της ελεύθερης βούλησης.
Ουσιαστικά, η νόμιμη μοίρα αποτελεί την ελάχιστη νομοθετική πρόβλεψη διασφάλισης του κληρονόμου που δεν κληρονομεί τίποτα από τη διαθήκη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποκτήσει ένα μερίδιο επί της κληρονομητέας περιουσίας. Ισχύει ανεξάρτητα από τη βούληση του διαθέτη και αφορά μόνο στενούς συγγενείς του κληρονομουμένου και κατά βάση αποτελεί το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Σύμφωνα με το άρθρο 1825 του Αστικού Κώδικα, δικαίωμα συμμετοχής στην κληρονομιά υπό τη μορφή της νόμιμης μοίρας έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομούμενου και ο σύζυγος/σύντροφος που επιζεί. Στην περίπτωση που δεν έχουν συμπεριληφθεί ως κληρονόμοι, ο νόμος δεν τους αφήνει απροστάτευτους, αλλά εντάσσει στην κληρονομητέα περιουσία όσους θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτή κατά το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.
Ομως στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, το κάθε μέρος μπορεί κατά τη σύναψή του να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. Και αυτό, διότι, εάν τα μέρη επιλέξουν να διατηρήσουν την περιουσιακή τους αυτοτέλεια μπορούν να ρυθμίσουν διαφορετικά την κληρονομική τους διαδοχή. Η απόκλιση από τα ισχύοντα στο πλαίσιο του γάμου δικαιολογείται από το γεγονός ότι με τις διατάξεις του νόμου προωθείται η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, δηλαδή ο σεβασμός στην ιδιωτική βούληση, ιδίως στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων, όπου τα μέρη αφήνονται ελεύθερα να τις ρυθμίσουν όπως επιθυμούν.
Ως παράδειγμα, ο Βασίλης Σωτηρόπουλος αναφέρει ότι «μπορεί κάποιο ζευγάρι να μη θέλει καθόλου το κληρονομικό σκέλος, γιατί μπορεί να υπάρχουν προηγούμενοι γάμοι ή άλλες συγγενικές σχέσεις και προτιμούν τα δικαιώματα να πάνε σε αυτούς, οπότε τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να παραιτηθούν από τη νόμιμη μοίρα».
φόρος κληρονομιάς. Ενα άλλο «αγκάθι» που έχει καταγραφεί αφορά τον φόρο κληρονομιάς. Υπάρχουν καταγγελίες για ασάφεια ως προς αυτούς που έχουν συνάψει το σύμφωνο συμβίωσης παρά τις προβλέψεις για φοροαπαλλαγή και συγκεκριμένη κλίμακα φορολογίας.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η φορολογική διοίκηση επέβαλε φόρους έως και 40% επί της κληρονομιάς με αφορολόγητο μόλις 6.000 ευρώ στα μέρη των συμφώνων συμβίωσης, σαν να επρόκειτο για πρόσωπα μη συγγενικά με τον θανόντα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ταλαιπωρία δεκάδων πολιτών που προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς, η κληρονομιά μέχρι το ποσό των 150.000 ευρώ είναι αφορολόγητη για έναν έγγαμο ή μέρος του συμφώνου συμβίωσης. Από τις 150.000 ευρώ και άνω εφαρμόζεται κλίμακα φορολόγησης, που προβλέπει φόρο 1% από τις 150.000 και μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, από το ποσό των 300.000 ευρώ και μέχρι τις 600.000 ευρώ προκύπτει φόρος 5%, ενώ για τα ποσά που υπερβαίνουν τις 600.000 ευρώ προκύπτει φόρος 10%.
«Το οικονομικό έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να κάνω σύμφωνο»
«Τα ΝΕΑ» απευθύνθηκαν στην 35χρονη Γεωργία Π., η οποία αποφάσισε πριν από δύο χρόνια να συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον σύντροφό της για λόγους οικονομίας αρχικά, αλλά και για την αγορά κατοικίας, με σκοπό την απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων.
Οπως λέει, «αναμφισβήτητα το οικονομικό έπαιξε σημαντικό ρόλο, καθώς το κόστος ήταν γύρω στα 150 ευρώ. Αυτό για κάποιον αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα, ενώ για κάποιον άλλον μπορεί να είναι το νυφικό ή η εκκλησία».
Σύμφωνα με την ίδια, δεν χρειάστηκε ούτε η παρουσία κάποιου μάρτυρα, ενώ όπως επισημαίνει της έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση ορισμένες διατάξεις, όπως ότι «ένα παιδί που γεννιέται κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την ακύρωσή του, θεωρείται νόμιμο παιδί του άνδρα με τον οποίο η μητέρα συνήψε το σύμφωνο» ή ότι «δεν μπορούσε να αλλάξει το επώνυμο, αλλά υπήρχε όρος να χρησιμοποιεί έκαστος το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του στις κοινωνικές σχέσεις».
Τι συμβαίνει στο εξωτερικό
Αξίζει να σημειωθεί πως αν και δεν υπάρχει ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πρότυπο σε ό,τι αφορά τις μορφές σχέσεων «καταχωρισμένης συμβίωσης», πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν νομοθετήσει αντίστοιχες ρυθμίσεις.
Ουσιαστικά, υπάρχουν νομοθεσίες που εξισώνουν το σύμφωνο συμβίωσης με τον γάμο, υπάρχουν όμως και απλά «σύμφωνα συγκατοίκησης». Οι χώρες της ΕΕ των οποίων η νομοθεσία δεν προβλέπει την καταχωρισμένη συμβίωση είναι οι Βουλγαρία, Εσθονία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία και Γερμανία.
Ειδικά στη Γερμανία από την έναρξη ισχύος, την 1η Οκτωβρίου 2017, του νόμου που θεσπίζει το δικαίωμα σύναψης γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, δεν είναι πλέον δυνατή η σύναψη νέων συμφώνων καταχωρισμένης συμβίωσης. Εκτοτε, τα ομόφυλα ζευγάρια είναι σε θέση να συνάψουν γάμο μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, τίθενται στην ίδια θέση με τα ετερόφυλα ζευγάρια. Οι υφιστάμενες σχέσεις καταχωρισμένης συμβίωσης μπορούν να μετατραπούν σε γάμο αλλά όχι υποχρεωτικά.
Την ίδια ώρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καταδικάσει την Ελλάδα επειδή ο νόμος 3719/2008 επέτρεπε μόνο σε άτομα διαφορετικού φύλου να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης, παραβιάζοντας το δικαίωμα σε οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και την απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 14). Παρόμοια καταδικαστική ετυμηγορία υπήρξε και για την Αυστρία που προέβλεπε δικαίωμα τεκνοθεσίας του βιολογικού τέκνου του ενός από τον άλλο μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια με σύμφωνο συμβίωσης, αποκλείοντας τα ομόφυλα.
Πηγή: in.gr - Photo by Scott Graham on Unsplash