Τυχεροί μεν, ανεύθυνοι και κοινωνικά επικίνδυνοι δε, τόσο -όσο οι κοινοί ποινικοί εγκληματίες, αφού περιφρονώντας την νομιμότητα και προτάσσοντας τον ωχαδερφισμό, υποβαθμίζουν εσκεμμένα τον κίνδυνο ζωής που εκθέτουν τον εαυτό τους, τους συνεπιβαίνοντες και τους συμπολίτες τους, οδηγώντας υπό τέτοιες συνθήκες, μειωμένης αντίληψης.
Τυχεροί μεν, ανεύθυνοι και κοινωνικά επικίνδυνοι δε, τόσο -όσο οι κοινοί ποινικοί εγκληματίες, αφού περιφρονώντας την νομιμότητα και προτάσσοντας τον ωχαδερφισμό, υποβαθμίζουν εσκεμμένα τον κίνδυνο ζωής που εκθέτουν τον εαυτό τους, τους συνεπιβαίνοντες και τους συμπολίτες τους, οδηγώντας υπό τέτοιες συνθήκες, μειωμένης αντίληψης.
Σε κάθε περίπτωση, αν λάβει σήμα στάσης κάποιος οδηγός, προκειμένου να υποβληθεί σε τροχονομικό έλεγχο με συσκευή αλκοολόμετρου, καλό είναι να γνωρίζει τι τον περιμένει:
Σημειωτέον, η πρώτη δειγματοληψία γίνεται μετά την παρέλευση δέκα πέντε (15) λεπτών από την τελευταία λήψη οινοπνευματωδών ποτών, ώστε να μεσολαβήσει ο απαιτούμενος χρόνος για την απομάκρυνση του οινοπνεύματος από τη στοματική κοιλότητα. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τότε επαναλαμβάνεται ο έλεγχος μετά την παρέλευση δέκα πέντε (15) λεπτών από τον πρώτο. Δύο (2) έως τρία (3) λεπτά πριν από την εξέταση, το υπό έλεγχο άτομο δεν πρέπει να καπνίζει(άρθρο 3 Υ.Α 2500/2011).
- Αν το αλκοολόμετρο δείξει συγκέντρωση κάτω των 0,25 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, τότε ο έλεγχος ολοκληρώνεται και ο οδηγός φεύγει ανενόχλητος, δίχως καμία κύρωση.
- Εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος, είναι από 0,25 έως 0,40 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα (π.χ. 2 ποτήρια κρασί ή 1 ποτήρι ουίσκι ή βότκα), βεβαιώνεται διοικητικό πρόστιμο διακοσίων (200,00) ευρώ.
- Κατ’εξαίρεση των ανωτέρω περιπτώσεων, η ίδια διοικητική κύρωση (πρόστιμο 200 ευρώ) βεβαιώνεται για όριο συγκέντρωσης από 0,10 (αντί 0,25) έως 0,40 χιλιοστά, αν το όχημα είναι επιβατηγό δημοσίας χρήσης, ή φορτηγό ή λεωφορείο ή δίκυκλο ή ο οδηγός κατέχει το δίπλωμα οδήγησης μικρότερο χρονικό διάστημα από τα δύο έτη.
- Εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος είναι άνω των 0,40 έως 0,60 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, (π.χ 3 - 4 ποτήρια κρασί ή 1-2 ποτήρια ουίσκι ή βότκα) βεβαιώνεται διοικητικό πρόστιμο επτακοσίων (700,00) ευρώ και αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για ενενήντα (90) ημέρες.
Αυτά προβλέπουν το άρθρο 42 παρ.7 α’ και β’ του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν.2696/1999) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ.1,3 της Υπουργικής Απόφασης 2500/2011.
Aν ωστόσο, η συγκέντρωση είναι άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα δηλ. κατανάλωση π.χ. άνω των 4 ποτηριών κρασιού ή άνω των 2 ποτηριών ουίσκι ή βότκα, τότε ο οδηγός κινδυνεύει με φυλάκιση από 2 μήνες έως 5 έτη ενώ παράλληλα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ και αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για έξι μήνες. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, η άδεια ικανότητας οδηγού επιστρέφεται μετά την παρέλευση του εξαμήνου, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου(άρθρο 42 παρ.7 Κ.Ο.Κ). Σημειωτέον, αν ο οδηγός, αρνηθεί τον έλεγχο, τεκμαίρεται η συγκέντρωση άνω των 0.60 χιλιοστών γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, οπότε, αντιμετωπίζει τις αντίστοιχες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις (άρθρο 42 παρ.6 Κ.Ο.Κ), γι' αυτό καλύτερα να μην διανοηθεί να το πράξει.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση (συγκέντρωση άνω των 0,60), κινείται η αυτόφωρη διαδικασία όπως προβλέπεται στα σχετικά άρθρα (417 επ.) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο δράστης-οδηγός δεσμεύεται από τα αστυνομικά όργανα με χειροπέδηση, συντάσσεται έκθεση σύλληψης, προσάγεται στο αστυνομικό τμήμα, δακτυλοσκοπείται, απολογείται και ειδοποιείται τηλεφωνικά ο Εισαγγελέας για να διατάξει την άμεση (εντός 24 ωρών από τη σύλληψη) ενώπιον του, προσαγωγή του κρατούμενου, προκειμένου να παραπεμφθεί στο αυτόφωρο πλημμελειοδικείο ή διαφορετικά, κατά την κρίση του, διατάζει την ελευθέρωσή του με προφορική εντολή και την διαβίβαση της δικογραφίας στην εισαγγελία για να δικαστεί με τακτική δικάσιμο μετά από λίγους μήνες. Για την διαμόρφωση της κρίσης του, ο εισαγγελέας λαμβάνει υπόψη την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων τέλεσης του αδικήματος (λ.χ. τόπος και χρόνος διενέργειας ελέγχου, τυχόν επικίνδυνος τρόπος οδήγησης, ακριβής ένδειξη της μέτρησης του αλκοολόμετρου, ικανότητα επικοινωνίας, συνεργασιμότητα με την αστυνομική αρχή), αλλά και προσωπικά στοιχεία για τον κρατούμενο (λ.χ. η ηλικία, η οδηγική εμπειρία, η επαγγελματική ιδιότητα, οι οικογενειακές συνθήκες, η γενική κατάσταση της υγείας του, η τυχόν επαναφορά του σε φυσιολογική κατάσταση με τη ουσιώδη μείωση της ένδειξης οινοπνεύματος στον οργανισμό του λόγω της μεσολάβησης ικανού χρονικού διαστήματος παραμονής στην αστυνομική υπηρεσία, τόσο το γενικό ποινικό παρελθόν του, όσο και το ειδικό για ομοειδή αδικήματα, ο τόπος διαμονής του) και αποφασίζει ανάλογα, σταθμίζοντας σύμφωνα με τα ανωτέρω, την αναγκαιότητα ή μη της ενώπιον του προσαγωγής και εκδίκασης της υπόθεσης με την αυτόφωρη διαδικασία.
Ανεξαρτήτως συνεπώς, της εισαγγελικής κρίσης (εντολής προς το τμήμα τροχαίας), περί προσαγωγής του κρατούμενου ενώπιον του εισαγγελέα και της εισαγωγής του στο αυτόφωρο δικαστήριο ή της ελευθέρωσής του με προφορική εντολή και σχετική επισημείωση στην έκθεση σύλληψης προκειμένου η εκδίκαση να γίνει με την τακτική διαδιασία, να ληφθεί υπόψη πως σε κάθε περίπτωση, η σύλληψη και η ολιγόωρη παραμονή (μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας και της επικοινωνίας με τον εισαγγελέα) του δράστη-οδηγού στην αστυνομική υπηρεσία, έχει ωφέλιμη επίπτωση στην σταδιακή επαναφορά του σε συνθήκες νηφαλιότητας και στην επακόλουθη κάμψη της επικινδυνότητάς του.
Η μη τήρηση εξ αρχής της αυτοφώρου διαδικασίας (μη σύλληψη και προσαγωγή στην αστυνομία του δράστη), μπορεί να επιλέγεται με βάση τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, για μειωμένης κοινωνικής και ποινικής απαξίας εγκλήματα, ακόμα και για λόγους έλλειψης ανθρωπίνου δυναμικού (αστυνομικοί βάρδιας, συνοδοί του κρατούμενου) ή υλικοτεχνικής υποδομής και εξοπλισμού (χωρητικότητα αστυνομικών κρατητηρίων, αδυναμία άμεσης ολοκλήρωσης της δικογραφίας, διαθεσιμότητα οχημάτων μεταγωγής) των αστυνομικών αρχών, συχνά με τη συναίνεση-ανοχή του τοπικά αρμοδίου εισαγγελέα, κατόπιν αντίστοιχου αιτήματος της αστυνομικής αρχής, που δηλώνει αντικειμενική αδυναμία να ακολουθήσει οριζοντίως και απαρεγκλίτως, την αυτόφωρη διαδικασία για ήσσονος σημασίας αδικήματα (σχετικό και το άρθρο 119 ε’ του π.δ 141/1991).
Ωστόσο, κι αν τυχόν προκρίνεται ως επιλογή να ακολουθηθεί η απλή σύνταξη μήνυσης –βεβαίωσης πλημμελήματος, διά της κατάταξης της τυπικής μορφής (ένδειξη μέτρησης οριακά άνω του αξιόποινου άνευ ετέρων επιβαρυντικών χαρακτηριστικών), του αδικήματος της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ στα εγκλήματα για τα οποία δεν είναι αναγκαία η σύλληψη και τήρηση της αυτοφώρου διαδικασίας, αυτή η επιλογή προυποθέτει αδιαπραγμάτευτα, την ταυτόχρονη τήρηση των εργαλείων που παρέχει η υφιστάμενη νομοθεσία, προκειμένου να εξαλειφθεί απολύτως ο κοινός κίνδυνος που προκαλείται από τον μεθυσμένο οδηγό, ανεξαρτήτως της αμεσότητας της ποινικής του αντιμετώπισης, η οποία σε κάθε περίπτωση ουδόλως θα εκφύγει, αλλά θα αποδοθεί προσηκόντως από το πλημμελειοδικείο, υπό τους ίδιους όρους δικαιοδοτικής κρίσης, κατά την εκδίκαση στην τακτική (μη αυτόφωρη) διαδικασία.
Εν προκειμένω, μην λησμονείται πως ο νομοθέτης έχει προβλέψει και άλλους τρόπους εξάλειψης του κινδύνου και μεταξύ αυτών είναι η άμεση ακινητοποίηση του οχήματος η οποία είναι υποχρεωτική. Αυτό ορίζουν τα άρθρα 42 παρ.7 δ’ και 46 του Κ.Ο.Κ, αν διαπιστωθεί ότι η κίνηση οδικού οχήματος είναι επικίνδυνη για τους επιβαίνοντες ή τους λοιπούς χρήστες της οδού εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής κατάστασης του οδηγού αλλά και η εφαρμοστική Υ.Α 30870/1983 σύμφωνα με την οποία το όχημα ακινητοποιείται σε περίπτωση ο οδηγός είναι διαπιστωμένα (με επίσημα αναγνωρισμένη μέθοδο μέτρησης) μεθυσμένος, μέχρι να περάσει η επίδραση που έχει το οινόπνευμα στον οργανισμό του και μάλιστα η υποχρεωτικότητα ακινητοποίησης καλύπτει όλες τις περιπτώσεις διαπιστωμένης μέθης του άρθρου 42 παρ.7 του Κ.Ο.Κ είτε έχουν αξιόποινο χαρακτήρα είτε αμιγώς διοικητικό.
Ωστόσο, στην περίπτωση που έχει επιλεγεί για την τυπική μορφή του συγκεκριμένου αδικήματος ή μη κίνηση της αυτόφωρης διαδικασίας μέσω της σύλληψης του οδηγού, από μόνη της η ακινητοποίηση του οχήματος, δεν επιφέρει πλήρη προστασία και εξάλειψη του κινδύνου, διότι η αποδέσμευση του μεθυσμένου οδηγού ίσως τον ωθήσει (πόσο μάλλον ευρισκόμενος σε κατάσταση μειωμένης πνευματικής διαύγειας και βουλητικής ικανότητας), να αναλάβει άμεσα την οδήγηση ετέρου οχήματος, ιδιοκτησίας του ιδίου ή άλλου προσώπου και να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα ή δυστύχημα.
Η ενδεδειγμένη διοικητική ενέργεια που πρέπει να συντρέξει με την υποχρέωση ακινητοποίησης του οχήματος, ή και η μοναδική ενέργεια, σε περίπτωση που η ακινητοποίηση δεν είναι εφικτή (λ.χ έλλειψη γερανοφόρου οχήματος της αστυνομίας ή κατάλληλου ειδικού χώρου φύλαξης του οχήματος) ή ακόμη και σε περίπτωση που κρίθηκε σκόπιμη η παράδοση της οδήγησης του οχήματος σε τρίτο, διαπιστωμένα νηφάλιο άτομο (π.χ τον ιδιοκτήτη του), συναντάται επίσης ήδη στο νόμο και μπορεί να καλύπτει ακόμα και τις περιπτώσεις που οι ενδείξεις της μέθης παραπέμπουν μεν αμιγώς σε διοικητικές κυρώσεις, ευρίσκονται δε, στις παρυφές του αξιόποινου.
Σύμφωνα με το άρθρο 118 του ΠΔ 141/1991, μεθυσμένοι τίθενται σε προστατευτική φύλαξη διότι η ψυχική ή πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, τους καθιστά επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη αλλά και τον εαυτό τους. Κατά κανόνα τα πρόσωπα αυτά δεν κλείνονται στο κρατητήριο αλλά παραμένουν στο αστυνομικό τμήμα μέχρι να παρέλθει το αναγκαίο χρονικό διάστημα διαφυγής του οινοπνεύματος και των επιβλαβών συνεπειών του, από τον οργανισμό τους.
Πρακτικά συνεπώς, υπάρχει νομιμοποιητική βάση, ο μεθυσμένος οδηγός, ακόμα και αν δεν συλληφθεί με την αυτόφωρη διαδικασία, είτε το όχημα ακινητοποιηθεί είτε όχι, να τεθεί για κάποιες ώρες και υπό συνθήκες σεβασμού της αξιοπρέπειας του, υπό προστατευτική φύλαξη οδηγούμενος στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, μέχρι την βεβαία και ολοσχερή εξάλειψη του κινδύνου για την οδική ασφάλεια και όχι μόνο, που προκαλεί η κατάστασή του.
Προφανώς οι ανωτέρω επιλογές είναι πέραν της λογικής, της ευελιξίας που παρέχει ο νομοθέτης στη στάθμιση των δεδομένων της ποινικής δικογραφίας, αλλά και της νομιμότητας, όταν οι μετρήσεις δείχνουν, τιμές υπερπολλαπλάσιες των ορίων του αξιοποίνου ήτοι η κίνηση του οχήματος, ήδη πριν ελεγχθεί έχει σαφώς διαταράξει την οδική ασφάλεια μέσω της κατ’ αμάχητο τεκμήριο επικίνδυνης οδήγησης του ευρισκόμενου σε κατάσταση βαριάς μέθης οδηγού(άρθρο 290Α ΠΚ)και από τύχη δεν έχει προκληθεί σοβαρό τροχαίο ατύχημα ή δυστύχημα, πόσο μάλλον, όταν ο δράστης είναι ήδη υπότροπος και άτομο που περιφρονεί προκλητικά και συστηματικά τη νομιμότητα, οπότε πρέπει απαραιτήτως να τηρείται εξ ολοκλήρου η αυτόφωρη διαδικασία σε όλες τις επιμέρους διαδικαστικές εκφάνσεις της (σύλληψη, απολογία, σήμανση, μεταγωγή, εκδίκαση).
Συνεπώς, το νομικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση του φαινομένου «οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ» είναι υπερπλήρες.
Συνιστάται, οι εν δυνάμει παραβάτες να μην το αγνοούν και οι αρμόδιοι για την εφαρμογή του να το αξιοποιούν.
Ο Ιωάννης Παναγόπουλος είναι εισαγγελικός λειτουργός
Πηγή: cnn.gr