«Μέσα στο ασθενοφόρο διάλεξα το όνομα της κόρης μου, από το όνομα του μπαμπά της, Εμανουέλλα», εξομολογείται η Πυργιώτισσα Σιμόνα Βιρτζίλι στην εκπομπή «Μεσάνυχτα»
Η Σιμόνα Βιρτζίλι από τον Πύργο, η σύζυγος του Μανώλη Καντάρη η οποία ενώ ήταν ετοιμόγεννη και κατευθυνόταν προς το νοσοκομείο , αντίκρισε τον άντρα της νεκρό περιέγραψε στην εκπομπή «Μεσάνυχτα» πως κατάφερε να ισορροπήσει μέσα της το χαρμόσυνο γεγονός της μητρότητας αλλά και της απώλειας του συζύγου της.
Ξημερώματα της 10ης Μαΐου του 2011 και η δολοφονία του Μανώλη Καντάρη από τρεις δράστες αφγανικής καταγωγής για τη βιντεοκάμερα που κρατούσε συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Ο Μανώλης Καντάρης, κατεβαίνει από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε, στη διασταύρωση των οδών Ηπείρου και Φυλής στην Αθήνα και κατευθύνεται προς το πάρκινγκ όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Ιδιαίτερα χαρούμενος και συγκινημένος, ετοιμαζόταν να συνοδεύσει τη σύζυγό του στο μαιευτήριο για να γεννήσει, κρατώντας μια κάμερα για να απαθανατίσει το νεογέννητο παιδί του.
«Μετά τη δολοφονία του συζύγου μου ήταν δύσκολη η καθημερινότητά μου. Όλη η οικογένεια πέρασε πάρα πολύ δύσκολες στιγμές. Μέσα σε 14 δευτερόλεπτα μια ζωή απλώς εξατμίστηκε, σε 14 δευτερόλεπτα ήταν χρονομετρημένη η διάρκεια πάνω στο βίντεο, το οποίο είχαν καταγράψει οι κάμερες της 3ης Σεπτεμβρίου. Είναι ένα βίντεο με το οποίο δουλέψαμε με πολύ επιμονή με το δικηγόρο που έχει αναλάβει την υπόθεση, τον κ. Σωκράτη Μαρινάκο.
Ήταν ένας προγραμματισμένος τοκετός και ήταν λίγο δύσκολες οι συνθήκες γιατί το παιδάκι ήταν πολύ πρόωρο αλλά δεν υπήρχε δυνατότητα να προχωρήσει η εγκυμοσύνη περισσότερο. Οπότε έπρεπε εσπευσμένα να πάμε στο μαιευτήριο. Ο Μανώλης έλειπε για δουλειές στο εξωτερικό εκείνες τις ημέρες και τον ειδοποίησα να έρθει, όπως και έγινε. Επέστρεψε από το εξωτερικό κατά τη διάρκεια της νύχτας, έκανε ένα μπάνιο και κατέβηκε για να πάει να πάρει το αυτοκίνητο για να πάμε στο μαιευτήριο.
Οι εικόνες που έζησα μετά δεν μου άφησαν κανένα περιθώριο να πω ότι δεν είναι αλήθεια αυτό που μου συμβαίνει. Ήμουν στο σπίτι μαζί με τη μητέρα μου, το γιο μου που ήταν ενός έτους τότε και θα πήγαινα να γεννήσω το δεύτερο παιδί μου. Έβλεπα ότι ο Μανώλης αργούσε να έρθει, τον έπαιρνα τηλέφωνο και δεν μου απαντούσε. Είχα μια έντονη διαίσθηση ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Τότε αποφάσισα να κατέβω να δω τι συμβαίνει.
Η μητέρα μου ήταν η πρώτη που είδε τους αστυνομικούς και τον Μανώλη νεκρό κάτω στο δρόμο. Προσπάθησα να πλησιάσω γιατί ήθελα να είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρη ότι είναι ο Μανώλης νεκρός. Οι αστυνομικοί δεν με άφησαν να πλησιάσω και έβλεπα αποσπασματικές εικόνες. Τα πόδια, τα παπούτσια, τα χέρια και στο τέλος κατάφερα να δω το πρόσωπό του το οποίο δεν το είχαν σκεπάσει ακόμα. Θυμάμαι ότι υπήρχε πάρα πολύ αίμα. Ήταν σπατάλη ζωτικού υγρού αυτό για μένα. Είμαι πνευμονολόγος και εντατικολόγος και ίσως επειδή προέρχομαι από αυτό τον επαγγελματικό χώρο και έχω «εκπαιδευτεί» ώστε να κρατάω την ψυχραιμία μου σε δύσκολες καταστάσεις, παρόλο που είχα παγώσει από το σοκ, οι αστυνομικοί με έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο και με πήγαν προς το μαιευτήριο να γεννήσω.
Δεν είχα την πολυτέλεια να επιστρέψω σπίτι και να κλάψω για αυτό το κακό που είχε χτυπήσει την οικογένειά μου, έπρεπε εσπευσμένα να πάω να γεννήσω. Εκείνη τη στιγμή έπρεπε να προστατεύσω κάποιον ο οποίος ήταν πιο αδύναμος από εμένα και που ερχόταν στη ζωή. Για αυτό το λόγο αποφάσισα ότι έπρεπε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, να πάω εκεί όπου είχα στόχο να φτάσω, στο μαιευτήριο και με κάποιο τρόπο να επικοινωνήσω ώστε να ενημερωθούν οι φίλοι και οι συγγενείς»
«Μέσα στο ασθενοφόρο διάλεξα το όνομα της κόρης μου, από το όνομα του μπαμπά της, Εμανουέλλα»
"Μέσα στο ασθενοφόρο διάλεξα το όνομα της κόρης μου από το όνομα του μπαμπά της, Εμμανουέλλα. Κι όταν έφτασα είχα την τύχη να βρεθώ ανάμεσα σε εξαιρετικούς ανθρώπους, γιατρούς, φίλους, συγγενείς όπου ήταν όλοι δίπλα μου μέχρι και σήμερα. Το ίδιο πρωί αφού ήμουν στο δωμάτιο και είχα γεννήσει το μωρό, κάποιος άνοιξε την τηλεόραση και είδα να παίζουν τη φωτογραφία του Μανώλη. Αισθάνθηκα τόσο άσχημα, με ενόχλησε τόσο πολύ γιατί ήταν η άμεση υπενθύμιση του τι ακριβώς είχα δει το πρωί εγώ η ίδια με τα μάτια μου. Δεν είχα την πολυτέλεια να καθίσω και να πω είμαι λυπημένη, έπρεπε να φροντίσω τα παιδιά μου και να τακτοποιήσω τις διαδικασίες της κηδείας του Μανώλη».
Μετά από κάθε γέννα, η κάθε μάνα είναι χαρούμενη που φέρνει στη ζωή ένα παιδί . Η Σιμόνα Βιρτζίλι εκείνη την ημέρα των γενεθλίων της κόρης της θα θρηνεί τον άντρα της. Εννέα χρόνια μετά ανεβαίνει το δικό της «Γολγοθά» μεγαλώνοντας ολομόναχη τα δυο της παιδιά και οι μνήμες εκείνης της ημέρας υπάρχουν βαθιά χαραγμένες μέσα της. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε ομόφωνα τους δύο κατηγορούμενους σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, 23 έτη και πρόστιμο 1.000 ευρώ. Τους έκρινε ενόχους τους δυο κατηγορουμένους και τους καταδίκασε κατά συναυτουργία για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, της ληστείας, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής.
«Εχω ακόμα πολύ θυμό μέσα μου για τους δράστες»
"Μετά τη δολοφονία του άντρα μου ξέσπασαν επεισόδια. Ο κόσμος ήταν πιο θυμωμένος κι από μένα. Καμία ποινή δεν θα φέρει πίσω κάποιον, όμως υπάρχουν δυο μικρά παιδιά τα οποία κάποια στιγμή θα ρωτήσουν: «και τι απέγινε μαμά ο κακός»; Και σε αυτή την ερώτηση τι θα τους πούμε; Ότι έφυγε ατιμώρητος; Ότι τον συγχώρεσα τον κακό; Δεν πρέπει για τα παιδιά και μόνο να υπάρχει μια απόδοση δικαιοσύνης ; Για τα παιδιά χρειάζεται η απόδοση της δικαιοσύνης. Έχω ακόμα πολύ θυμό για τους δράστες. Έφυγα από το σπίτι 40 μέρες μετά τη δολοφονία. Αισθανόμουν ανασφαλής στην ίδια μου τη χώρα
Όταν ο γιος μου έβλεπε άλλα παιδάκια με τους μπαμπάδες τους στην παιδική χαρά στεναχωριόταν. Ήταν ενός έτους όταν σκότωσαν τον μπαμπά του αλλά σήμερα δεν θυμάται κάτι. Όταν ήρθε η σωστή στιγμή ενημερώθηκαν και τα δυο παιδιά για το τραγικό συμβάν με τον πατέρα τους χωρίς σκληρές εικόνες γιατί αυτό πιστεύω ότι δεν βοηθάει τα παιδιά στο να αποδεχτούν ένα κακό γεγονός. Θυμάμαι ότι είχε γυρίσει ο μικρός από το σχολείο και μου είχε πει: «μαμά, ο μπαμπάς πέθανε το ξέρεις;». Και εκεί ξεκινήσαμε να μιλάμε για αυτό το θέμα με τη βοήθεια πάντα κάποιου ειδικού. Και μάλιστα μου είχαν πει οι ειδικοί ότι: «όταν το παιδί θα είναι έτοιμο για να μάθει, θα έρθει και θα σε ρωτήσει για τον μπαμπά του και τότε θα πρέπει και εσύ να είσαι έτοιμη για να του απαντήσεις» και είχαν δίκιο».
«Μετά το τραγικό συμβάν έγινα πιο μεγάλη αλλά έχω κι έναν άνθρωπο που με κάνει και χαμογελάω»
«Υπήρξε ο άνθρωπος που βοήθησε τα παιδιά μου και είμαι ευγνώμων για αυτό. Οκτώμισι χρόνια μετά ακόμα είναι πολύ ζωντανή η μνήμη, όμως είναι σωστό και να πούμε ότι για όσους συνεχίζουν και ζουν χρειάζονται να έχουν ανθρώπους δίπλα τους και εγώ είμαι ευγνώμων για αυτό.
Μετά το τραγικό συμβάν έγινα πιο μεγάλη... έχω ρυτίδες μέσα μου αλλά έχω κι έναν άνθρωπο, έναν σύντροφο στη ζωή μου που με κάνει να χαμογελάω».