Στάχτη και αποκαΐδια, περιουσίες μία ζωής κάηκαν και η επόμενη μέρα για τους κατοίκους στο χωριό Πεύκες Αρχαίας Ολυμπίας είναι μαύρη σαν τον τόπο τους.
Ανθρώπινες ζωές δεν χάθηκαν αλλά τα θύματα είναι πολλά. Ζώα που βρήκαν τραγικό θάνατο από τις φλόγες, κάτοικοι που κλαίνε πάνω από τις χαμένες τους περιουσίες, κτήματα που βρήκαν από τους παππούδες τους και τους έδιναν ένα εισόδημα από το οποίο και ζούσαν. Η απόγνωση, η απογοήτευση αλλά και η αγανάκτηση είναι αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους.
Κοινό ερώτημα όλων, είναι το πως θα ζήσουμε τώρα; Απάντηση δεν μπορεί να δοθεί από κανένα μιας και πλέον οι δεσμεύσεις της κεντρικής εξουσίας δεν μπορούν να πείσουν όλους αυτούς που με κίνδυνο τη ζωή τους, με ότι μέσα διέθεταν παρέμειναν προκειμένου να σώσουν ότι σώζεται.
Το άλλοτε πράσινο χρώμα του χωριού έχει γίνει γκρίζο και πλέον παντού υπάρχει μία χαρακτηριστική οσμή, αυτή της στάχτης και των καμμένων ζώων. Ο κόσμος προσπαθεί να βρει και πάλι τα πατήματά του, πρέπει να ορίσει νέες συνήθειες για την καθημερινότητά του, καθώς οι παλιές κάηκαν μαζί με τα σχέδια που είχαν για το μέλλον.
Πολλοί από αυτούς στην ηλικία που βρίσκονται είναι υποχρεωμένοι να βρουν μία νέα δουλειά, για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ποια θα είναι όμως αυτή;
Μέχρι τώρα έβγαζαν τα προς το ζην από τα ζώα τους και από τα κτήματά τους. Τώρα πια σβήσαμε, χαθήκαμε… μονολογούν!
Οι εικόνες που ακολουθούν αποτυπώνουν την καταστροφή…