Μόλις 3 στα 10 κτίρια έχουν κατασκευαστεί με σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς στην Ελλάδα. Συνέντευξη με τον Αναστάσιο Σέξτο, πρόεδρο του Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής.
Αν και οι πρόσφατοι σεισμοί δεν χτύπησαν, ευτυχώς, μεγάλα αστικά κέντρα, κατέδειξαν για άλλη μια φορά πως το δομικό απόθεμα της χώρας παραμένει ευάλωτο απέναντι στον εγκέλαδο.
Οι εκτεταμένες βλάβες και καταρρεύσεις κυρίως σε λιθόκτιστες κατοικίες και εκκλησίες, στην Σάμο (Οκτώβριος 2020) τη Θεσσαλία (Μάρτιος 2021) και το Αρκαλοχώρι (Οκτώβριος 2021) ανέδειξαν για άλλη μια φορά την πολύ διαφορετική σεισμική τρωτότητα παλαιών και νέων κατασκευών και τον κρίσιμο ρόλο της εφαρμογής των αντισεισμικών κανονισμών στην ασφάλεια των κατασκευών.
Μόλις 3 στα 10 κτίρια πληρούν σύγχρονες αντισεισμικές προδιαγραφές
«Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά είναι το βασικό πρόβλημα σε όλες τις σεισμογενείς περιοχές όπως στην Ιταλία και την Τουρκία για να εστιάσουμε στους άμεσους γείτονές μας. Γι αυτό και διεθνώς η αντισεισμική προστασία αφορά κυρίως τρία επίπεδα:
- την αποτύπωση του προφίλ των κτιρίων που δεν έχουν κατασκευαστεί με τους σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς,
- την εκτίμηση της σεισμικής διακινδύνευσης (seismic risk) του δομικού ιστού σε κάθε περιοχή της χώρας και
- το οικονομικό σχήμα προσεισμικής ενίσχυσης των κτιρίων που τελούν υπό τη μεγαλύτερη σχετική διακινδύνευση»
αναφέρει στο ethnos.gr ο Αναστάσιος Σέξτος, πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής.
Ως προς το πρώτο, την απάντηση δίνει η διεξοδική μελέτη απογραφής τους δομικού αποθέματος του Εθνικού Προγράμματος Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφισταμένων Κατασκευών ΑΝΤΥΚ/ ΕΠΑΝΤΥΚ (1998-2005) του ΤΕΕ διακρίνοντας τα κτίρια σε κατηγορίες προ της εφαρμογής των πρώτων αντισεισμικών διατάξεων του 1959, του Α/Κ του 1985 που ακολούθησε των σεισμών της Θεσσαλονίκης (1978) και της Αθήνας (1981), του Α/Κ ΝΕΑΚ του 1995 και του πλέον σύγχρονου Κανονισμού ΕΑΚ2000 που αποτέλεσε απότοκο της εμπειρίας του σεισμού της Αθήνας του 1999.
Σύμφωνα με την μελέτη αυτή 7 στα 10 ιδιωτικά κτίρια (περίπου 2,5 εκατομμύρια σε απόλυτους αριθμούς κατά τη φάση της απογραφής) έχουν χτιστεί πριν από το 1985. Ενδεικτικά, υπολογίζεται ότι:
- 5% αφορά κατασκευές πριν το 1920,
- 11% κτίρια από το 1920 μέχρι το 1945 και
- 17% από το 1946 μέχρι το 1960.
Από το 1961 μέχρι το 1970 κατεγράφησαν 735.791 κτίρια (18%), από το 1971-1980 737.575 κτίρια (18%) και μεταξύ 1981-1985 404,303 (10%). Συνολικά περίπου το 80% αυτών έχει χρήση κατοικίας.
«Αν και από την ολοκλήρωση της ανωτέρω απογραφής έχει προφανώς εκσυγχρονιστεί σε έναν βαθμό το δομικό απόθεμα της χώρας η κατηγοριοποίηση αυτή καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος: ένα μεγάλο ποσοστό των κτιρίων (περίπου το 70% σήμερα) έχουν σχεδιαστεί με διατάξεις οι οποίες απέχουν σημαντικά από τις ισχύουσες τόσο σε σχέση με τα σεισμικά φορτία σχεδιασμού όσο και από άποψη απαιτήσεων κατασκευαστικής διαμόρφωσης (αυτού που ονομάζουμε «ικανοτικού» σχεδιασμού) μέσω του οποίου μειώνεται δραστικά η πιθανότητα κατάρρευσης σε περίπτωση ισχυρού σεισμού» εξήγησε ο κ. Σέξτος.
Χωρίς προσεισμικό έλεγχο το 75% των δημόσιων κτιρίων
Την ίδια ώρα, με πολύ αργούς ρυθμούς εξελισσόταν μέχρι πρόσφατα ο προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα οποία εργάζονται και εξυπηρετούνται καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Εκτιμάται ότι παρά το γεγονός ότι ο έλεγχος αυτός ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, ακόμη και σήμερα πάνω από το 75% παραμένει σε εκκρεμότητα.
«Είναι θετικό το γεγονός ότι μέσα από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης» χρηματοδοτείται πλέον η προσεισμικός έλεγχος στους Ο.Τ.Α. Σε κάθε περίπτωση όμως ο έλεγχος και η ιεράρχηση της σχετικής σεισμικής διακινδύνευσης δεν είναι αυτοσκοπός. Ο πραγματικός στόχος είναι η προσεισμική ενίσχυση των κτιρίων με τη μέγιστη διακινδύνευση το οποίο βέβαια προϋποθέτει την σχετική χρηματοδότηση» προσθέτει. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όλα τα έργα υποδομής, όπως είναι οι γέφυρες, τα συγκοινωνιακά έργα και τα λιμάνια.
Τι σημαίνει, όμως, ακριβώς διακινδύνευση; Δεν μπορούμε απλώς να εντοπίσουμε τις κατασκευές που έχουν χτιστεί χωρίς αντισεισμικό κανονισμό;
«Δυστυχώς όχι, διότι το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο. Για παράδειγμα μπορεί να υπάρχει ένα κτίριο στην Ξάνθη με μεγαλύτερη τρωτότητα αν υποθέσουμε ότι έχει κατασκευαστεί προ της ισχύος του πρώτου αντισεισμικού κανονισμού του ‘59 αλλά να είναι καλά συντηρημένο και καθώς ανήκει σε μια περιοχή με χαμηλή σεισμική επικινδυνότητα να τελεί εν τέλει υπό συνολικά μικρότερη πιθανοτική σεισμική διακινδύνευση σε σχέση με ένα μεταγενέστερο κτίριο της δεκαετίας του ‘70 που βρίσκεται στη Λευκάδα ή στην Κεφαλονιά (ενδεικτικά περιοχές του Ιονίου που ανήκουν στην υψηλότερη Ζώνη σεισμικότητας ΙΙΙ). Άρα το να απομονώσουμε τις παλαιότερες κατασκευές απλουστεύει μεν αλλά δεν εντοπίζει σωστά στο πρόβλημα. Για τον λόγο αυτόν, όταν γίνεται προσεισμικός έλεγχος μεγαλύτερη σχετική βαρύτητα αποκτά ο συνδυασμός της τρωτότητας και της σεισμικής επικινδυνότητας των κατασκευών».
Στάθμιση της πυκνότητας δόμησης
Στο πλαίσιο της σεισμικής διακινδύνευσης πρέπει να σταθμιστεί και η πυκνότητα δόμησης (exposure) διότι αναπόφευκτα, η ίδια σεισμική επιτάχυνση μπορεί να επιφέρει πολύ περισσότερες βλάβες ή καταρρεύσεις σε ένα αστικό κέντρο όπως συνέβη στον σεισμό του 1999 στην Αθήνα ή στην Θεσσαλονίκη.
«Οι σύγχρονες κατασκευές πράγματι συμπεριφέρθηκαν εξαιρετικά στους πρόσφατους σεισμούς γεγονός που δείχνει πως ένα μέρος του προβλήματος το έχουμε αντιμετωπίσει σωστά. Δεν πρέπει όμως να μας εφησυχάζει το γεγονός ότι βλάβες εμφάνισαν κυρίως παλαιά κτίρια».
Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα, ότι κατά το σεισμό της Σάμου τον Οκτώβριο του 2020 κατέρρευσαν στην πόλη της Σμύρνης 6 κτίρια και χάθηκαν πάνω από 100 ανθρώπινες ζωές πολύ μακριά (70km) από το επίκεντρο υπό μια σεισμική ένταση μόλις της τάξης των (0.10-0.15g) η οποία ήταν μόλις το 50% αυτής που μετρήθηκε στη Σάμο κατά τον ίδιο σεισμό και το 20% αυτής που καταγράφηκε πρόσφατα στο Αρκαλοχώρι (0.60g).
Αυτό συνέβη, όπως εξηγεί ο κ. Σέξτος γιατί σε μια πόλη 5 εκατομμυρίων όπως είναι η Σμύρνη είναι στατιστικά πολύ πιθανότερο να υπάρχει αυθαίρετη δόμηση, σημαντικές κακοτεχνίες ή συνοικίες ολόκληρες δομημένες σε μαλακά εδάφη από ότι σε μια αγροτική περιοχή με σποραδική δόμηση. Κατά συνέπεια, «η μη ύπαρξη εκτεταμένων βλαβών κατά τους πρόσφατους σεισμούς πρέπει να συσχετιστεί και με το επίκεντρο αυτών ως προς τα αστικά κέντρα».
Πρέπει να αλλάξει ο Αντισεισμικός Κανονισμός;
«Οι ισχύοντες Αντισεισμικοί Κανονισμοί κρίνονται ως απολύτως επαρκείς τουλάχιστον με βάση όσων γνωρίζουμε σήμερα. Επιπλέον, επίκειται η έκδοση ενός πρωτότυπου διεθνώς Κανονισμού για την Αποτίμηση και τις Δομητικές Επεμβάσεις της Τοιχοποιίας (ΚΑ.Δ.Ε.Τ.) που θα συμπληρώσει του υφιστάμενους σύγχρονους κανονισμούς για κτίρια από Οπλισμένο Σκυρόδεμα δηλαδή τον Ευρωκώδικα 8, τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό 2000 και τον Κανονισμό Επεμβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ).
Συνεπώς με εξαίρεση τον χάρτη σεισμικής επικινδυνότητας που καθορίζει τα σεισμικά φορτία σχεδιασμού κτηρίων και υποδομών, ο οποίος ούτως ή άλλως μπορεί περιοδικά να αναθεωρείται όσο αυξάνονται οι ενόργανες μετρήσεις της σεισμικής κίνησης στην Ελλάδα και ενδεχομένως την καλύτερη κατηγοριοποίηση των εδαφών, το κανονιστικό πλαίσιο σχεδιασμού αντισεισμικών κτηρίων είναι σύγχρονο και συγκρίσιμο με τους πιο προηγμένους κανονισμούς διεθνώς. Το βασικό μας πρόβλημα δεν είναι ο Α/Κ αλλά ότι ένα μεγάλο μέρος του δομικού αποθέματος είναι γερασμένο» επισημαίνει ο κ. Σέξτος.
Τι πρέπει να γίνει - Το ιταλικό μοντέλο
Σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να πραγματοποιείται ο προσεισμικός έλεγχος δομικής τρωτότητας στο πλαίσιο της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίου και να καταστεί υποχρεωτικός για κάθε μεταβίβαση ακινήτου κατ’ αναλογία με το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης. «Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, αυτή δεν επαρκεί αν αυτό δεν είναι ασφαλές». Πάγια θέση του Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής, του ΤΕΕ και του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας είναι η θεσμοθέτηση ενός προγράμματος παρόμοιου με το «ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ» ή/και ενός σχήματος φορολογικής ανταποδοτικότητας κατά το πρότυπο της Ιταλίας, η οποία να χρηματοδοτεί άμεσα ή έμμεσα την προσεισμική ενίσχυση ιδιωτικών κτιρίων ως συνάρτηση του στόχου επιτελεστικότητας (δηλ. του βαθμού αναβάθμισης από τις προδιαγραφές ενός παλαιότερου κανονισμού προς έναν νεότερο).
Σε σχέση με τα δημόσια κτίρια και τις υποδομές απαιτείται ταυτόχρονα, όπως λέει ο κ. Σέξτος, να εκσυγχρονιστεί το σύνολο του πλαισίου του προσεισμικού ελέγχου, για τη γρηγορότερη συλλογή και ηλεκτρονική διαχείριση των δεδομένων αξιοποιώντας έξυπνες συσκευές και τεχνολογίες, αυτόματη αποτύπωση σε χάρτη, διασύνδεση με το Κτηματολόγιο, τη Στατιστική Υπηρεσία και την Ηλεκτρονική Ταυτότητα του Κτιρίου. Σημαντικό μέτρο είναι και η άρση της επικινδυνότητας ετοιμόρροπων ή/και μη κατοικημένων κτηρίων με στατικά προβλήματα, τηρουμένων όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας όσο διαρκεί η μετασεισμική ακολουθία, καθώς και η αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου για την διενέργεια υποστυλώσεων και καθαιρέσεων σε ιδιωτικά κτήρια συμπεριλαμβανομένης της διευθέτησης επικαλύψεων αρμοδιοτήτων.
Στο σεισμό της Αθήνας το 1999 χάθηκε το 3% του ΑΕΠ μέσα σε 20 δευτερόλεπτα
«Πρέπει να γίνει κατανοητό από την Πολιτεία ότι για κάθε ευρώ που επενδύεται στην αντισεισμική θωράκιση της χώρας, το οικονομικό όφελος σε διάστημα μερικών δεκαετιών μπορεί να είναι από 5πλάσιο έως 10πλάσιο αν συνυπολογιστούν εκτός από τις άμεσες απώλειες και οι έμμεσες απώλειες από την απορρύθμιση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής» τονίζει ο κ. Σέξτος και προσθέτει: «Για παράδειγμα έχει υπολογιστεί από τον Ο.Α.Σ.Π. ότι κατά τον σεισμό της Αθήνας του 1999 χάθηκε περίπου το 3% του ΑΕΠ μέσα στα 20 δευτερόλεπτα που διήρκησε ο σεισμός. Αν θέλουμε συνεπώς η οικονομική ανάπτυξη να είναι αειφόρος, θα πρέπει να επενδύσουμε στοχευμένα σήμερα ώστε να μειωθεί αύριο το άμεσο και το έμμεσο κόστος της σεισμικής δραστηριότητας στη χώρα μας. Ταυτόχρονα θα πρέπει να προστατευθεί η ανθρώπινη ζωή, όχι γιατί ο σεισμικός κίνδυνος είναι ο μοναδικός ή ο κύριος παράγοντας διακινδύνευσης, αλλά διότι η επιστήμη έχει πλέον προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που δεν δικαιολογείται πλέον απώλεια ανθρώπινης ζωής από κατάρρευση κατασκευών λόγω σεισμού».
Πηγή: Ethnos.gr