Επαναμολύνσεις 1 στα 10 κρούσματα με Omicron στην Ελλάδα
Μάλιστα 1 στους 10 όσων νόσησαν από το νέο στέλεχος θεωρούνται επαναλοιμώξεις, δηλαδή έχουν ιστορικό λοίμωξης στο πρόσφατο παρελθόν από παλαιότερα κυρίαρχα στελέχη, όπως η Δέλτα και η Άλφα.
Από τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, στην αρχή της επιδημίας του κορωνοϊού είχε εκτιμηθεί ότι ένας μέσος ασθενής που είχε προσβληθεί από το αρχικό στέλεχος - που ανιχνεύθηκε στην Ουχάν τέλη του 2019 - έχει φυσική ανοσία για περίπου έξι μήνες, άρα η επαναλοίμωξη θεωρείται πιθανή πέραν αυτού του διαστήματος. Με την εμφάνιση των νεότερων στελεχών του κορωνοϊού, όπως η Άλφα και η Δέλτα, οι επιστήμονες άρχισαν να παραμετροποιούν τη χρονική διάρκεια της φυσικής προστασίας στο ενδεχόμενο επαναλοίμωξης, μειώνοντας το «παράθυρο» αυτό έως και στους τρεις μήνες.
Με την εμφάνιση της Omicron στα τέλη του 2021 και τη διαπίστωση ότι αποτελεί την πλέον μεταδοτική παραλλαγή του SARS-CoV-2, πολλά άτομα αν και πλήρως εμβολιασμένοι - με τρεις ή δύο δόσεις - νόσησαν και μάλιστα σε κοντινό χρονικό διάστημα από την ανάρρωσή τους από Covid-19 λόγω του στελέχους Δέλτα. Ενώ προσφάτως έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφονται και μεμονωμένα περιστατικά ατόμων που σε σύντομο χρονικό διάστημα νόσησαν δύο φορές από Omicron.
Η επιστημονική ομάδα του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, που εκπονεί τη μελέτη REACT από τον Μάιο του 2020, πρόσφατα δημοσίευσε νεότερα στοιχεία σύμφωνα τα οποία τα 2/3 των 3.582 ατόμων που είχαν βρεθεί θετικά τον Ιανουάριο είχαν ιστορικό θετικότητας και στο παρελθόν. Επίσης, το 7,5% των μολυσμένων ατόμων δήλωσαν ότι υποψιάζονταν ότι είχαν κολλήσει και παλαιότερα.
Αν και στην Ελλάδα δεν υπάρχει, προς το παρόν, επίσημη καταγραφή του στοιχείο της επαναλοίμωξης στα άτομα που δηλώνονται ως θετικά κρούσματα κορωνοϊού, οι γιατροί επιβεβαιώνουν ότι το κύμα της Omicron αφορά και επαναλοιμώξεις. Ίσως από τους αριθμούς ΑΚΜΑ, το Μητρώο Ασθενών Covid ή τις πλατφόρμες έκδοσης των πιστοποιητικών εμβολιασμού και νόσησης να μπορούν να εξαχθούν σαφή στοιχεία για τις επαναλοιμώξεις Covid-19 που να αφορούν στη χώρα μας.
Στην Αγγλία σύμφωνα με στοιχεία του UKHSA από την αρχή της πανδημίας έως τις 9 Ιανουαρίου 2022 είχαν καταγραφεί 425.890 πιθανές επαναλοιμώξεις, με τις 109.936 να εντοπίζονται την εβδομάδα 3-9 Ιανουαρίου, αντιστοιχώντας στο 11% των κρουσμάτων.
«Ο συνδυασμός δύο ετών πανδημίας, μερικών «κύκλων» αντισωμάτων που εξασθενούν, δύο μεγάλων κυμάτων ανοσοδιαφυγής από την Δέλτα και μετά την Omicron, καθιστά υπαρκτή την ανεξέλεγκτη επαναμόλυνση», υποστηρίζει ο Ντάνι Άλτμαν, καθηγητής Ανοσολογίας στο Κολέγιο Imperial του Λονδίνου.
Πόσο πιθανή είναι η επαναλοίμωξη
Ο ατομικός κίνδυνος επαναλοίμωξης εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, όπως για παράδειγμα αν κάποιος είναι εμβολιασμένος ή ανεμβολίαστος, αν η αρχική λοίμωξη ήταν ήπια και άρα προκάλεσε χαμηλή ανοσοαπόκριση, το ιικό φορτίο στο οποίο εκτίθεται κάποιος και την ύπαρξη υποκείμενων νοσημάτων και πιθανόν ανοσοανεπαρκειών.
Στην περίπτωση της Omicron, οι ειδικοί του Κολλεγίου Imperial εξηγούν ότι ο κίνδυνος επαναλοίμωξης είναι υψηλότερος κατά 4,3 έως 6,6 φορές συγκριτικά με την Δέλτα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η προστασία που θα είχε κάποιος λόγω νόσησης από προηγούμενο στέλεχος (εντός έξι μηνών) έχει πέσει από το 85% που ίσχυε πριν την εμφάνιση της Omicron στο 0% έως 27% με την εμφάνιση της νέας μετάλλαξης. Και η μείωση αυτή δεν προκαλεί έκπληξη στους ειδικούς δεδομένου ότι η Omicron έχει την ικανότητα να διαφεύγει της ανοσοαπόκρισης του οργανισμού σε σημαντικό βαθμό.
Ο καθηγητής Λοιμωδών Νόσων του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο στη Νέα Υόρκη, Τομας Ρουσο εστιάζει ιδιαίτερα στο ιστορικό ήπιας νόσησης που δεν προκαλεί ισχυρή ανοσοαπόκριση «οπότε αν εκτεθείς εκ νέου σε ένα υψηλό ιικό φορτίο κορωνοϊού τότε είναι πολύ πιθανόν να ξανακολλήσεις».
Με τη σειρά του ο Επιδημιολόγος και συνεργάτης της Αμερικανικής Επιστημονικής Ομοσπονδίας, Έρικ Φλέιγκλ-Ντινγκ υπενθυμίζει ότι «οι επαναλοιμώξεις είναι πιθανότερες στα ανοσοκατασταλμένα άτομα και επειδή έχουν ήδη παρατηρηθεί και στις προηγούμενες παραλλαγές, δεν θεωρούνται απίθανες και στην περίπτωση της Omicron». Προσθέτει δε ότι «τα αντισώματα εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου αλλά όχι τόσο γρήγορα ώστε να έχουμε μια back to back επαναλοίμωξη Omicron» και παραπέμπει στον βαθμό ευαισθησίας των PCR (μοριακών) τεστ. «Αν κάποιος έχει μολυνθεί με Omicron, έχει αναρρώσει και βγαίνει αρνητικός αλλά αμέσως μετά βγει θετικός, μπορεί να μην σημαίνει απαραίτητα ότι έχει μολυνθεί δύο φορές. Ένα τεστ μπορεί να έχει υψηλότερο βαθμό ευαισθησίας από ένα άλλο», εξηγεί και εκτιμά ότι πρόκειται μάλλον για ένα επεισόδιο παρατεταμένης λοίμωξης και όχι για δύο διαδοχικά επεισόδια λοίμωξης.
Μπορεί η Omicron να προκαλέσει επαναλοίμωξη σε μικρό χρονικό διάστημα;
Δυνητικά, ναι απαντούν στο ερώτημα οι επιστήμονες και τονίζουν ότι δεν είναι ακόμη σαφές πόσο καλά οι ανοσολογικές αποκρίσεις στην Omicron προστατεύουν από μια δεύτερη λοίμωξη από το ίδιο στέλεχος ή από λοιμώξεις που μπορεί να προκαλέσουν νέες παραλλαγές. «Θα περίμενα ότι ο κίνδυνος μιας δεύτερης λοίμωξης από Omicron είναι πολύ χαμηλότερος από τον κίνδυνο να κολλήσει κανείς Omicron μετά από Δέλτα αφού έχει αναπτύξει αντισώματα στην πρωτεΐνη ακίδας S της Omicron», λέει ο Πολ Χαντερ καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας.
Η επαναλοίμωξη ίσως προκαλεί ηπιότερη νόσο
Στην περίπτωση πάντως που όντως κάποιος μπορεί να μολυνθεί δύο διαδοχικές φορές από την Omicron, ο Δρ Χαντερ εκτιμά ότι η επαναλοίμωξη ίσως προκαλεί ηπιότερη Covid-19, δεδομένης της προηγούμενης ανοσολογικής απόκρισης του σώματος και σημειώνει ότι «τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι το ιικό φορτίο στις επαναμολύνσεις είναι χαμηλότερο από ό,τι στις πρωτογενείς λοιμώξεις, γεγονός που σημαίνει ότι η ασθένεια μπορεί, γενικά, να είναι λιγότερο σοβαρή. Ωστόσο, η σοβαρότητα μιας επαναμόλυνσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της παραλλαγής που εμπλέκεται και της κατάστασης εμβολιασμού ενός ατόμου».
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα μέχρι τώρα στοιχεία για την Omicron δείχνουν επίσης ότι το άτομο που κολλά δύο φορές την ίδια παραλλαγή είναι πιθανό τη δεύτερη φορά να έχει έκδηλα συμπτώματα της Covid-19, «μερικές φορές αρκετά έντονα μεν αλλά όχι να απαιτείται νοσηλεία», τονίζει.