«Αυτή τη στιγμή αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε είναι να λήξει αυτή η επιδημιολογική έξαρση, θα έχουμε έναν ήσυχο Σεπτέμβριο, εκτός και εάν, εκτός απροόπτου μας έρθει κάποια έκπληξη, πράγμα που είναι πάρα πολύ δύσκολο, τόσο βραχυπρόθεσμα να έχουμε μία αλλαγή, επομένως θα έχουμε έναν καλό Σεπτέμβριο, κυρίως για τους άνω των 70 ετών. Όλοι όσοι έχουν προβλήματα πρέπει να προσέξουν ιδιαιτέρως καθότι ο ιός παροξύνει τα συνοδά τους νοσήματα με αποτέλεσμα, αυτή η αποδιοργάνωση των συνοδών νοσημάτων να προκαλεί ακόμα πρόβλημα ή την εισαγωγή στο νοσοκομείο», ανέφερε o καθηγητής Πνευμονολογίας, Νίκος Τζανάκης.
«Τα κρούσματα θα είναι κάτω από 10.000 για μέρες, και κατά περιόδους θα έχουμε και κάτω από 5.000 κρούσματα. Οι εισαγωγές θα περιοριστούν στις 100 και λιγότερες, όπως είδαμε, ο κύριος πανδημικός δείκτης που ενοχλεί είναι οι θάνατοι, οι οποίοι είναι περίπου 30-40, δυστυχώς είναι θάνατοι υπερηλίκων, πάνω από 85 ετών», συμπλήρωσε, μιλώντας στο Μega.
Για εκείνους που αποδίδουν όλα τα είδη θανάτων στα εμβόλια, ο κ. Τζανάκης ήταν κατηγορηματικός, λέγοντας πως, «είναι ένα φαινόμενο παραπληροφόρησης. Πρέπει να τα αντιπαρέλθουμε όλα αυτά. Οι θάνατοι αυτοί συμβαίνουν κάθε χρόνο. Οι στατιστικές δίνουν ότι η πλεονάζουσα θνησιμότητα στην Ελλάδα από κορωνοϊό, παραμένει να είναι χαμηλή σε σχέση με όλη την Ευρώπη».
«Η επιστροφή των εκδρομέων και γενικά όλων μας στην καθημερινότητά μας σηματοδοτεί και μία μεγάλη μείωση των κοινωνικών επαφών μας. Αυτό θα έχει θετική επίδραση στην μείωση των πανδημικών δεικτών. Επομένως και η επιστροφή των μαθητών στα σχολεία θα είναι σε μία σχετικά φορμαρισμένη διαδικασία καθημερινότητας, στην οποία μπορούμε να παρέμβουμε με ήπιο τρόπο, για παράδειγμα, με συμβουλευτικά πρωτόκολλα, κυρίως απευθυνόμενα προς τους γονείς, προς τα σχολεία, για τον αερισμό των σχολείων, με συσκευές αντισηψίας και τα διαλύματα που πρέπει να πλένουν τα παιδιά τα χέρια τους, να τους κάνουν self test», είπε σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων.
Τα παιδιά πρέπει να τα αφήσουμε χωρίς μάσκες στα σχολεία. ‘Έχουμε πλέον σχέση με τον ιό μη θανατηφόρα. Εάν μία περιοχή ξεπεράσει έναν συγκεκριμένο αριθμό επιδημιολογικού φορτίου, τότε ίσως να πρέπει να ληφθούν κάποια μέτρα», κατέληξε.
Πηγή: Protothema.gr