H εμπειρία των lockdowns και της πανδημίας φαίνεται ότι έπληξε την εκπαιδευτική ετοιμότητα των παιδιών προσχολικής ηλικίας σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα
Πολυάριθμες είναι οι μελέτες που έχουν πλέον υπογραμμίσει το πώς η πανδημία COVID-19 διατάραξε τη μάθηση, την ανάπτυξη και την ψυχική υγεία των παιδιών σχολικής ηλικίας. Πόσο, όμως, επηρεάστηκαν αντίστοιχα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας;
Αν και οι μελέτες που επικεντρώνονται στα παιδιά κάτω των έξι ετών, που ανέρχονται παγκοσμίως σε 22 εκατομμύρια, είναι συγκριτικά λιγότερες, μια νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Pediatrics, φωτίζει τις επιπτώσεις αυτές. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα των επικεφαλής ερευνητών του Cincinnati Children’s σε συνεργασία με τα δημόσια σχολεία του Σινσινάτι, αποδεικνύεται ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν ήταν έτοιμα για τις πρώτες τάξεις του νηπιαγωγείου.
Τα συγκεκριμένα ευρήματα βασίστηκαν σε δεδομένα από περίπου 8.000 παιδιά νηπιαγωγείου που έλαβαν μέρος σε μια αξιολόγηση ετοιμότητας για το νηπιαγωγείο (Kindergarten Readiness Assessment – KRA-) το 2018, το 2019 και το 2021 -συμπεριλαμβανομένων 3.200 παιδιών που λαμβάνουν φροντίδα μέσω των κλινικών πρωτοβάθμιας περίθαλψης του Cincinnati Children’s.
Αυτό που διαπίστωσαν οι ερευνητές ήταν ανησυχητικό. Μόνο το 30% (ή 3 στους 10) των μαθητών των δημόσιων σχολείων του Σινσινάτι αξιολογήθηκαν ως ικανοί για το νηπιαγωγείο το 2021, μια σημαντική μείωση από το 40% (ή 4 στους 10) που αξιολογήθηκαν ως έτοιμοι το 2018. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ένα παρόμοιο μοτίβο στα 3.200 παιδιά που λαμβάνουν φροντίδα μέσω των χώρων πρωτοβάθμιας περίθαλψης του Cincinnati Children’s: το 21,5% κρίθηκε έτοιμο να μάθει το 2021 σε σύγκριση με το 32% το 2018.
«Αυτό σημαίνει ότι 7 στα 10 παιδιά του δημόσιου σχολείου του Σινσινάτι θεωρούνταν ανέτοιμα να μάθουν, όταν μπήκαν στο νηπιαγωγείο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Θα χρειαστεί εντατική προσπάθεια σε πολλαπλά επίπεδα για να βοηθήσουμε αυτά τα παιδιά να ξεπεράσουν αυτές τις ελλείψεις» εξηγεί η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ Kristen Copeland από το Τμήμα Γενικής και Κοινοτικής Παιδιατρικής.
Αυξάνοντας το χάσμα
Η ερευνητική ομάδα διερεύνησε τις βαθμολογίες της αξιολόγησης KRA που αφορούσαν ασθενείς των παιδιατρικών κέντρων πρωτοβάθμιας περίθαλψης του Cincinnati Children’s, σε συνδυασμό με άλλες διαγνωστικές αξιολογήσεις της ανάπτυξης του παιδιού και της έκθεσης στην πρώιμη ανάγνωση, καθώς και με κοινωνικά, κοινωνικοοικονομικά περιβαλλοντικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά. Η αξιολόγηση περιλάμβανε 27 ερωτήσεις που εκτιμούν τις δεξιότητες του παιδιού στην πρώιμη ανάγνωση, τα πρώιμα μαθηματικά, τις λεπτές κινητικές εργασίες, την αυτορρύθμιση και την προσοχή.
Όπως συμπέραναν, τα χαμηλότερα επίπεδα ετοιμότητας σχετίζονταν με παράγοντες, όπως:
- η αποτυχία του παιδιού σε προηγούμενη αξιολόγηση αναπτυξιακού ελέγχου μεταξύ 18 μηνών και 5 ετών
- η ασφάλιση του παιδιού σε πρόγραμμα ασφάλισης υγείας με περιορισμένο εισόδημα και πόρους (Medicaid)
- η ισπανόφωνη εθνικότητα
- η ανάγκη για χρήση ιατρικού διερμηνέα κατά τη διάρκεια των επισκέψεων στην κλινική
- το ανδρικό φύλο
- η περιορισμένη ανάγνωση των γονιών στα παιδιά
- προηγούμενες αναφορές επισιτιστικής ανασφάλειας.
«Απ’ όσα γνωρίζουμε, πρόκειται για μια από τις πρώτες και μεγαλύτερες μελέτες που χρησιμοποιούν δεδομένα από τον πραγματικό κόσμο για την ανάλυση προστατευτικών παραγόντων και παραγόντων κινδύνου για τη σχολική ετοιμότητα σε έναν πληθυσμό που παραδοσιακά είναι απρόθυμος να συμμετάσχει σε ερευνητικές μελέτες» διευκρινίζει η Δρ Kristen Copeland.
Υπάρχουν και καλά νέα;
Αν και οι χαμηλότερες βαθμολογίες ετοιμότητας μπορούν να θεωρηθούν ανησυχητικές, η ερευνητική ομάδα λέει ότι πολλοί από τους παράγοντες που περιορίζουν τη σωστή προετοιμασία για το νηπιαγωγείο μπορούν να αντιμετωπιστούν: «Τα καλά νέα είναι ότι εντοπίσαμε αρκετούς παράγοντες που προέβλεπαν τη μετέπειτα ετοιμότητα για το νηπιαγωγείο, τους οποίους ήδη υπολογίζουμε στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Επιπλέον, διαθέτουμε στις δομές τρόπους για να εξασφαλίσουμε γρήγορα στα παιδιά την πρόσθετη βοήθεια που χρειάζονται, είτε πρόκειται για λογοθεραπεία, νομική βοήθεια και άλλες απαραίτητες παροχές» καταλήγει η Δρ Kristen Copeland.