Αναπόφευκτες είναι οι αντιδράσεις για το σχέδιο νόμου «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» στην Ηλεία. Το σχέδιο νόμου που τέθηκε από την Πέμπτη 4 Απριλίου 2024, σε δημόσια διαβούλευση και η διαδικασία θα ολοκληρωθεί στις 18.04.2024, αλλάζει το χάρτη και στην Ηλεία με ένα Πρωτοδικείο στο νομό με κεντρική έδρα στον Πύργο και παράλληλη έδρα στην Αμαλιάδα, Παράλληλα καταργούνται ιστορικά Ειρηνοδικεία, σε συνέχεια της συρρίκνωσης τους, από τα προηγούμενα χρόνια.
Την Τρίτη 9 Απριλίου 2024 και ώρα 12.30 στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων "Λάμπρος Μαργαρίτης" (Μεσογείων 96, ισόγειο), θα παραχωρήσουν συνέντευξη Τύπου ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Γιώργος Φλωρίδης και ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης, κ. Ιωάννης Μπούγας. Θέμα της συνέντευξης θα είναι η παρουσίαση του Σχεδίου Νόμου «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης».
Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας: “Πλήγμα για τις τοπικές κοινωνίες”
Ως πλήγμα για τις τοπικές κοινωνίες χαρακτηρίζει τις αλλαγές που φέρνει το νέο σχέδιο νόμου στη Δικαιοσύνη, ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας. Στην ανακοίνωσή του, στέκεται στις καταργήσεις των Ειρηνοδικείων, ενώ παρουσιάζει ως “θετικό στοιχείο” τη διατήρηση της παράλληλης έδρας του Πρωτοδικείου στην Αμαλιάδα “… με πλήρη αρμοδιότητα ως προς τις υποθέσεις που εκδικάζονταν μέχρι σήμερα και βεβαίως η δικαστική ενοποίηση πλέον της Ηλείας ώστε να ταυτίζονται τα διοικητικά με τα δικαστικά όρια της και να σταματήσουν διαιρέσεις που δεν ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα” όπως αναφέρει η ανακοίνωση.
Συγκεκριμένα ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας αναφέρει τα εξής στην ανακοίνωσή του: “Μετά από πολύμηνη κυοφορία το Υπουργείο Δικαιοσύνης έθεσε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου για το νέο δικαστικό χάρτη της χώρας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε αντίθεση με ότι συνέβη σε άλλες περιπτώσεις κομβικών νομοθετημάτων, στην περίπτωση αυτή προηγήθηκε μακρύς και συχνά επίπονος διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων προκειμένου το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου να αποτυπώνει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση όλων των συλλειτουργών της δικαιοσύνης χωρίς να προκαλεί διαιρέσεις στις τοπικές κοινωνίες. Αυτό δεν επιτεύχθηκε σε όλες τις περιπτώσεις και ως προς όλα τα σημεία που ρυθμίζει το συγκεκριμένο σχέδιο. Διατηρούμε πολλές επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της κατάργησης των ειρηνοδικείων και κατά πόσον αυτή θα οδηγήσει σε συντόμευση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που στελεχώνουν μέχρι τώρα τα ειρηνοδικεία θα κληθούν πλέον, μεταξύ άλλων, να διαχειριστούν σοβαρές ποινικές υποθέσεις που δεν αποτελούσαν το αντικείμενο της αρμοδιότητάς τους και συνεπώς στερούνται της αντίστοιχης εμπειρίας. Γενικώς η κατάργηση των ειρηνοδικείων και ιδίως των περιφερειακών αποτελεί ένα πλήγμα για τις τοπικές κοινωνίες και επιτείνει το φαινόμενο της ερημοποίησής τους. Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα και για το νομό μας, όπου το σχέδιο νόμου προβλέπει την κατάργηση όλων των ειρηνοδικείων, ακόμα και αυτών που υπήρχαν σοβαροί λόγοι για τη διατήρησή τους, όπως τα ειρηνοδικεία Ολυμπίων και Αρήνης (Ζαχάρως). Ωστόσο για την Ηλεία υπάρχουν και αρκετά θετικά στοιχεία στο νομοσχέδιο, όπως η διατήρηση της παράλληλης έδρας του Πρωτοδικείου στην Αμαλιάδα με πλήρη αρμοδιότητα ως προς τις υποθέσεις που εκδικάζονταν μέχρι σήμερα και βεβαίως η δικαστική ενοποίηση πλέον της Ηλείας ώστε να ταυτίζονται τα διοικητικά με τα δικαστικά όρια της και να σταματήσουν διαιρέσεις που δεν ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα. Στο δημόσιο διάλογο που ξεκινά για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα προσέλθουμε με συγκροτημένες θέσεις και απόψεις, ώστε να πετύχουμε τις μέγιστες δυνατές βελτιώσεις στα σημεία που το νομοσχέδιο θεωρούμε ότι θα προκαλέσει προβλήματα όταν ψηφιστεί και εφαρμοστεί”.
Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας «Το Πρωτοδικείου Αμαλιάδας υποβαθμίζεται - Υπάρχουν κενά σε σχέση με τη λειτουργία του»
Την αντίθεσή του στο, υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναδιάταξη του Δικαστικού Χάρτη της χώρας, εκφράζει το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αμαλιάδας, καθώς όπως σημειώνει το προεδρείο, το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας υποβαθμίζεται, ενώ υπάρχουν πολλά κενά σε σχέση με την λειτουργία του.
Στην τελευταία του συνεδρίαση ο Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας, ομόφωνα, αναφέρει τα εξής: «Το Διοικητικό Συμβούλιου του Δικηγορικού Συλλόγου Αμαλιάδας αποφασίζοντας ομόφωνα, εκφράζει την αντίθεσή του στο κατατεθέν στην διαβούλευση Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά την χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Το Πρωτοδικείου Αμαλιάδας υποβαθμίζεται καθόσον μετατρέπεται σε παράλληλη έδρα Πρωτοδικείου, χάνοντας την αυτοτέλεια του, χωρίς πλέον οργανικές θέσεις δικαστών και υπαλλήλων. Η δε πρόβλεψη του Σχεδίου Νόμου για διατήρηση πλήρους αρμοδιότητας στην παράλληλη έδρα του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, αφήνει πολλά κενά σε σχέση με την πραγματική έννοια της πλήρους λειτουργίας.
Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας: Το Πρωτοδικείο μας χάνει την αυτοτέλεια του
Η ανακοίνωση του σχεδίου νόμου μόνο ικανοποίηση δεν φέρνει στους νομικούς κύκλους της Αμαλιάδας και του κάμπου, που ξεκαθαρίζουν πως το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας υπό αυτή την εξέλιξη χάνει την αυτοτέλεια του. Σε ανακοίνωση του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας, που υπογράφουν ο πρόεδρος και τα μέλη της διοίκησης, αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: “Το Διοικητικό Συμβούλιου του Δικηγορικού Συλλόγου Αμαλιάδας αποφασίζοντας ομόφωνα, εκφράζει την αντίθεσή του στο κατατεθέν στην διαβούλευση Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά την χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Το Πρωτοδικείου Αμαλιάδας υποβαθμίζεται καθόσον μετατρέπεται σε παράλληλη έδρα Πρωτοδικείου, χάνοντας την αυτοτέλεια του, χωρίς πλέον οργανικές θέσεις δικαστών και υπαλλήλων. Η δε πρόβλεψη του Σχεδίου Νόμου για διατήρηση πλήρους αρμοδιότητας στην παράλληλη έδρα του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, αφήνει πολλά κενά σε σχέση με την πραγματική έννοια της πλήρους λειτουργίας.
Αλλαγές και σκοποί στη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης
Σε δημόσια διαβούλευση έχει τεθεί η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο: «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης».
Σκοπός των προτεινόμενων ρυθμίσεων του Μέρους Α’ του νομοσχεδίου είναι να αντιμετωπιστεί το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και της καθυστέρησης στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων στην Ελλάδα. Βασικό ανασχετικό παράγοντα του ρυθμού απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί η άνιση κατανομή εργασίας στους δικαστές του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (ειρηνοδίκες - πρωτοδίκες).
Το αντικείμενο των νέων διατάξεων συνίσταται:
α) στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης μέσω της αναδιάρθρωσης των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και του καθορισμού της έδρας και της περιφέρειάς τους με σκοπό την επιτάχυνση και την ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης,
β) στην ορθολογικότερη αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού που υπηρετεί στη δικαιοσύνη, με αναλογική κατανομή ανθρώπινων πόρων στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των δικαστικών υπηρεσιών,
γ) στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων,
δ) στην απαλλαγή των διευθυνόντων τα δικαστήρια από τα διαχειριστικά τους καθήκοντα (εκτός των δικαστικών - δικαιοδοτικών τους καθηκόντων), όπως προμήθειες, επισκευές/συντήρηση δικαστικών κτιρίων.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 του νομοσχεδίου προβλέπεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, η οποία επιτυγχάνεται με την κατάργηση των ειρηνοδικείων ως θεσμού του δικαστικού μας συστήματος.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, ο συγκεκριμένος τρόπος ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας επιλέχθηκε, καθώς, σύμφωνα με όλα τα συγκεντρωμένα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice, CEPEJ), των σχετικών επιτροπών και ομάδων εργασίας, αλλά και της πρακτικής, δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη αποτελεσματικότητα σε δικαστήρια με λιγότερο από 15 υπηρετούντες δικαστές, τα οποία στην Ελλάδα αποτελούν την πλειοψηφία των δικαστικών σχηματισμών.
Επιπροσθέτως, κρίθηκε αναγκαίο να εναρμονιστεί το σύστημα πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με το ισχύον σύστημα διοικητικής δικαιοσύνης, ήτοι με ένα μόνο δικαστήριο στον πρώτο βαθμό (πρωτοδικείο).
Επιπλέον, κρίθηκε αναγκαίο να τερματιστεί η ανορθολογικότητα της εκδίκασης, από ξεχωριστά δικαστήρια και δικαστές, υποθέσεων με μόνο κριτήριο το χρηματικό όριο των 20.000 ευρώ, μολονότι εφαρμόζεται η ίδια διαδικασία.
Με αυτά τα δεδομένα, προκρίθηκε, ως λύση στο πρόβλημα, η ενοποίηση των ειρηνοδικείων με τα πρωτοδικεία, με στόχο την ύπαρξη δικαστηρίων με σωστή κατανομή δικαστών και υποθέσεων αναλογικά με τον πληθυσμό.
Αναφορικά με τις οργανικές θέσεις των δικαστών και εισαγγελέων, η συγκέντρωση όλων των οργανικών θέσεων στην κεντρική έδρα του εκάστοτε πρωτοδικείου, καθιστά το πρωτοδικείο έναν παραγωγικό δικαστικό σχηματισμό, αφού, σύμφωνα με τις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice, CEPEJ), η καμπύλη παραγωγικότητας στα δικαστήρια βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο στα δικαστήρια με μέχρι 20 υπηρετούντες δικαστές και στο υψηλότερο σημείο στα δικαστήρια με περισσότερους από 25 υπηρετούντες δικαστές, λαμβάνοντας υπόψη και τον αριθμό των εισερχόμενων υποθέσεων.
Στο άρθρο 5 προβλέπεται η καθ’ ύλη αρμοδιότητα των εδρών των πρωτοδικείων. Οι κεντρικές και οι παράλληλες έδρες των πρωτοδικείων διατηρούν πλήρη καθ’ ύλη αρμοδιότητα πρωτοδικείου, ενώ οι περιφερειακές έδρες εκδικάζουν υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς πρωτοδικείου και μονομελούς πλημμελειοδικείου, πλην των αυτόφωρων.
Ακολούθως, στο άρθρο 6 επιδιώκεται ο λελογισμένος περιορισμός του αριθμού των υφιστάμενων δικαστηρίων, με τη διατήρηση του αναγκαίου και χρήσιμου αριθμού δικαστηρίων πρώτου βαθμού.
Ειδικότερα, ορίζονται οι κεντρικές και οι τυχόν παράλληλες και περιφερειακές έδρες των πρωτοδικείων κάθε περιφερειακής ενότητας (πρώην νομού), καθώς και η κατά τόπο αρμοδιότητά τους. Οι βασικοί κανόνες που ακολουθούνται είναι οι εξής: α) κάθε περιφερειακή ενότητα (πρώην νομός) έχει ένα κεντρικό δικαστήριο πρώτου βαθμού (πρωτοδικείο) και σε όποια περιφερειακή ενότητα υπάρχουν σήμερα 2 ή περισσότερες έδρες πρωτοδικείων, προβλέπεται η σύσταση έδρας παράλληλης με την κεντρική, β) τα όρια της κάθε πρωτοδικειακής περιφέρειας, ταυτίζονται κατ’ αρχήν με τα διοικητικά όρια της περιφερειακής ενότητας και γ) ειδική μέριμνα λαμβάνεται στα σύνορα και στα νησιά για εθνικούς λόγους (Έβρος, Δωδεκάνησα, Πέλλα).
Επίσης, πλην των κεντρικών και παράλληλων εδρών των πρωτοδικείων, όπου υπάρχουν ανάγκες και το επιτρέπουν οι συνθήκες (κυρίως φόρτος εργασίας, κτιριακές υποδομές, απόσταση από την κεντρική έδρα), ορίζονται περιφερειακές έδρες των πρωτοδικείων, με σκοπό την αποφόρτιση των κεντρικών (και παράλληλων) εδρών και την καλύτερη πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη.
Όσον αφορά στην περιφέρεια Αττικής, προτείνεται να διατηρηθούν 3 περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου Αθηνών και 2 περιφερειακές έδρες του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ορθολογική κατανομή της τοπικής αρμοδιότητας των εν λόγω πρωτοδικείων.
Με το άρθρο 7 καταργείται ο ειρηνοδίκης ως βαθμός ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Ταυτόχρονα, δημιουργείται ειδική επετηρίδα, η οποία ορίζεται ως ο πίνακας αρχαιότητας των ειρηνοδικών.
Επιπλέον, αφενός αυξάνεται το οικονομικό αντικείμενο των πολιτικών υποθέσεων που δύνανται να δικάζουν οι ειρηνοδίκες [δεν θα περιορίζονται σε υποθέσεις έως 20.000 ευρώ όπως σήμερα], αφετέρου δίνεται στους ειρηνοδίκες η δυνατότητα, μετά από κατάλληλη και υποχρεωτική επιμόρφωση, να έχουν σταδιακά ισότιμη συμμετοχή στην ποινική διαδικασία (προδικασία και κύρια διαδικασία), γεγονός που προδήλως θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Στο Μέρος Β’, επιχειρείται η άμεση αντιμετώπιση ζητημάτων που έχουν προκύψει κατά την εφαρμογή διατάξεων αναφορικά με την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, τη δικαστική αστυνομία, τη διαμεσολαβητική διευθέτηση, τη σύνταξη διαπιστωτικών εκθέσεων από τους δικαστικούς επιμελητές και τα αδικήματα που στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αμεσότερα ή πιο έμμεσα συμβάλλουν στην ποιοτικότερη παροχή δικαιοσύνης.
Συγκεκριμένα, το αντικείμενο των νέων διατάξεων συνίσταται, μεταξύ άλλων:
α) στην αντιμετώπιση πρακτικών δυσχερειών στον τρόπο διενέργειας των εξετάσεων, μέσω σημειακών παρεμβάσεων στον ν. 4871/2021 (Α’ 246), ενόψει και του επερχόμενου διαγωνισμού,
β) σε παρεμβάσεις στον ν. 3251/2004 (Α’ 127), που ενσωματώνει την υπό στοιχεία 2002/584/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να επέλθει πλήρης εναρμόνιση,
γ) σε σημειακές παρεμβάσεις στον ν. 4963/2022 (Α΄ 149), ώστε να καταστεί περισσότερο αποτελεσματική η λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας,
δ) στην τροποποίηση του άρθρου 3 του ν. 4640/2019 (Α΄ 190), ώστε να επιλυθεί ένα ζήτημα ερμηνείας που διαπιστώθηκε στην πράξη και προκάλεσε συμφόρηση στα δικαστήρια, αναφορικά με τις διαφορές που υπάγονται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και την υποχρέωση ενημέρωσης του εντολέα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο,
ε) στην τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 2318/1995 (Α΄ 126), ώστε μέσω της σύνταξης διαπιστωτικών εκθέσεων από δικαστικούς επιμελητές έπειτα από παραγγελία, να παρασχεθεί στον πολίτη η δυνατότητα προσκόμισης ενός ακόμη αποδεικτικού μέσου στην πολιτική δίκη.
Πηγή: Lawpost.gr