Όλοι μιλάνε για βία ανηλίκων, όμως ξεχνάμε ότι η Ελλάδα διαπρέπει στην παιδική φτώχεια, με το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Πώς συνδέονται αυτά τα δύο;
Η επικαιρότητα κατακλύζεται με ειδήσεις και στατιστικές για την βία ανηλίκων. Δεν περνάει μέρα που να μη μάθουμε για άλλο ένα κρούσμα ενδοσχολικού εκφοβισμού, για άγριες επιθέσεις και ξυλοδαρμούς μεταξύ εφήβων, ακόμα και για ακραία περιστατικά κακοποίησης με δράστες και θύματα παιδιά.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση έχει το φάρμακο για την «αρρώστια» που βάφτισε «βία ανηλίκων». Λέγεται σκλήρυνση της καταστολής και αυστηροποίηση της νομοθεσίας. Το νομοσχέδιο που θα εισηγηθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, προβλέπει, σύμφωνα με όσα έχουν προαναγγελθεί τσουχτερά πρόστιμα και φυλάκιση σε γονείς για παραμέληση και βαρύτερες ποινές για τους ίδιους τους ανήλικους, με πιθανή μείωση του ορίου καταλογισμού στα 14 έτη από τα 15. Εντός ημερών πρόκεται να εφαρμοστεί το «κουμπί πανικού» για ανήλικους, με την εφαρμογή safe youth στα κινητά, όπως έχει αναγγείλει ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοϊδης.
Στατιστικές ΕΛΑΣ
Την ίδια στιγμή η ΕΛΑΣ δίνει στη δημοσιότητα στοιχεία για τη βία ανηλίκων, με βάση τις συλλήψεις. Το πρώτο 9μηνο του 2024 οι συλλήψεις ανήλικων δραστών για διάφορα αδικήματα είναι αυξημένες κατά 42% σε σύγκριση με το ανίστοιχο διάστημα του 2023, στις 6.565 έναντι 4.604 το αντίστοιχο διάστημα του 2023. Οι συλλήψεις για σωματικές βλάβες υπερδιπλασιάστηκαν – στις 446 έναντι 213. Σοβαρά εγκλήματα, όπως οι υποθέσεις απόπειρας ανθρωποκτονίας με δόλο ανέρχονται σε 7 με 12 συλλήψεις δραστών, έναντι μόνο μιας υπόθεσης πέρυσι.
Αυξημένα εμφανίζονται και τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας με 1.512 συλλήψεις έναντι 1.388 το αντίστοιχο διάστημα του 2023. Όμως αυτό που αποδεικνύουν τα στοιχεία καθεαυτά δεν είναι τόσο η αύηξηση της βίας των ανηλίκων, όσο η αύξηση των επιχειρήσεων της αστυνομίας.
Βία ανηλίκων και κοινωνική φτώχεια
Η συσχέτιση της βίας των ανηλίκων, ιδίως του ενδοσχολικού εκφοβισμού – bullying με την παιδική φτώχεια δεν είναι άγνωστο θέμα στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Στην ιατρική επιθεώρηση ΒΜC Public Health, δημοσιεύθηκε φέτος επιστημονική μελέτη που ερευνά το κατά πόσο συνδέονται οι δείκτες κοινωνικής φτώχειας με τη θυματοποίηση μέσω εκφοβισμού παιδιών και εφήβων σε 16 χώρες – κυρίως της Νότιας Αμερικής.
Χρησιμοποιώντας στοιχεία από τη βάση δεδομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Παγκόσμια Έρευνα Υγείας Σχολικού Πληθυσμού (Global Student Health Study), διαπιστώνεται θετική συσχέτιση μεταξύ των δεικτών φτώχειας και των περιστατικών ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού. Υπογραμμίζεται βέβαια, ότι η σχέση αυτή δεν είναι ευθύγραμμη και μονοδιάστατη, ούτε αφορά όλους τους δείκτες φτώχειας.
Συγκεκριμένα από τους έξι δείκτες μέτρησης της φτώχειας που χρησιμοποιήθηκαν, μόνο οι τρεις συσχετίζονται με την αύξηση περιστατικών bullying – ιδίως εκείνοι που μετράνε την απόλυτη φτώχεια. Η έρευνα καταλήγει ότι «τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη ενσωμάτωσης της κατάτασης της κοινωνικής φτώχειας κατά την εκπόνηση και εφαρμογή στρατηγικών και μέτρων παρέμβασης για τη θυματοποίηση μέσω εκφοβισμού των παιδιών και εφήβων». Διευκρινίζει ότι τα αποτελέσματα δεν είναι καταλητικά, αλλά απαιτούνται περεταίρω έρευνες, με πληροφορίες που να μετρώνται σε ατομικό επίπεδο.
Μη οικονομική φτώχεια
Θα ήταν αφελές ως γραφικό να λέγαμε ότι «η φτώχεια κάνει τα παιδιά μας βίαια». Εξάλλου στα πρόσφατα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων, είδαμε να πρωταγωνιστούν παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, όπως στην περίπτωση του ξυλοδαρμού της 14χρονης μαθήτριας στη Γλυφάδα από συνομήλικές της. Έχει όμως διαπιστωθεί ότι τα φτωχά παιδιά είναι πιο πιθανόν να πέσουν τα ίδια θύματα βίας και εκφοβισμού. Αντίστοιχα, τα παιδιά «θύτες» μπορεί να έχουν υπάρξει με τη σειρά τους θύματα κακοποιητικού περιβάλλοντος.
Η βία και η κακοποίηση φυτρώνουν στο έδαφος της φτώχειας και της εγκατάλειψης – η οποία δεν είναι μόνο υλική. Μία από τις πιο εντυπωσιακές μελέτες για τα πολλαπλά πρόσωπα της παιδικής φτώχειας είναι αυτή που δημοσίευσε φέτος το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στο πλαίσιο του Εθνικού Παρατηρητηρίου Παιδικής Ευημερίας, σε συνεργασία με το Χαμόγελο του Παιδιού.
Η μελέτη, που υπογράφει η συντονίστρια του Παρατηρητηρίου Ειρήνη Λεριού, παραθέτει τα επιστημονικά ευρήματα που προέκυψαν από τη διαχρονική εφαρμογή ενός νέου σύνθετου δείκτη για την καταγραφή της πολυδιάστατης παιδικής φτώχειας στην Αττική, για τη χρονική περίοδο 2010-2023. Ο σύνθετος δείκτης παιδικής φτώχειας αποτελείται από έξι διαστάσεις, εκ των οποίων μόνο οι τρεις πρώτες είναι οικονομικές: Συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι – Διατροφή – Ανεργία κηδεμόνων. Οι υπόλοιπες τρεις αφορούν τη λεγόμενη «μη οικονομική φτώχεια» των παιδιών: Δωρεάν υγεία – Ηθική εκπαίδευση και Σχόλη (εξωσχολικές δραστηριότητες -ελεύθερος χρόνος). Το δείγμα της έρευνας περιλαμβάνει 6.502 παιδιά από τρεις σχολικές κατηγορίες: την ΣΤ΄ Δημοτικού, την Γ΄ Γυμνασίου και την Γ΄ Λυκείου. Η έρευνα έγινε σε δήμους της Αττικής που ομαδοποιήθηκαν σε επτά κοινωνικοοικονομικά ομοιογενείς ομάδες.
Ηθική εκπαίδευση
Τα πιο αποκαρδιωτικά ευρήματα αφορούν την φτώχεια που προκύπτει από την έλλειψη «ηθικής εκπαίδευσης» όπως την αποκαλεί η ερευνήτρια. Αν και η έρευνα δεν εξετάζει το φαινόμενο του ενδοσχολικού εκφοβισμού και της παραβατικότητας ανηλίκων, οι απαντήσεις των παιδιών μιλάνε από μόνες τους.
Σύμφωνα με την πολύχρονη έρευνα του Παρατηρητηρίου, σε σχολεία της Αττικής, ο απλός δείκτης «Ενσυναίσθηση» της διάστασης της Ηθικής εκπαίδευσης, της μη οικονομικής παιδικής φτώχειας, αλλάζει ανάλογα με το σχολικό έτος.
Είναι ενδεικτικό ότι κατά το πιο πρόσφατο σχολικό έτος που διεξήχθη η έρευνα (2022-23) πάνω από τα μισά παιδιά (50,6%) αισθάνονταν ότι το σχολείο δεν τους καλλιεργεί την ενσυναίσθηση. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο κατά 7,6% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά (43,0%). Το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που δήλωσαν ότι το σχολείο δεν καλλιεργεί την ενσυναίσθηση (50,6%) παρατηρήρθηκε τη σχολική χρονιά 2019-2020. Πρόκειται για τη χρονιά που ξέσπασε η πανδημία του Covid-19 και ξεκίνησαν η καραντίνα και η τηλεκπαίδευση.
Αντίστοιχα, το 34,3% των μαθητών και μαθητριών αισθάνονται ότι το σχολείο δεν τους καλλιεργεί το να αγαπούν και να προστατεύουν όλους τους άλλους ανθρώπους ανεξάρτητα
από την καταγωγή, την κουλτούρα, το φύλο τους και οποιαδήποτε άλλη διαφορετικότητά τους. Το ποσοστό αυτό εμφανίζεται αυξημένο κατά 7,9% σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη σχολική χρονιά (26,3%).
Το 41% των παιδιών αισθάνεται ότι το σχολείο δεν τους καλλιεργεί το να αγαπούν και να προστατεύουν τη φύση, ποσοστό αυξημένο κατά 3,6% σε σύγκριση με το 2022 (37,4%). Ακόμα υψηλόερο είναι το ποσοστό των παιδιών που αισθάνονται ότι το σχολείο δεν τους καλλιεργεί την κοινωνική αλληλεγγύη (43,6%).
Τέλος, το 35,1% των παιδιών αισθάνονται ότι το σχολείο δεν τους διδάσκει πώς να είναι ωραίοι εσωτερικά ως άνθρωποι, ποσοστό που έχει αυξηθεί κατά 5,6%, συγκριτικά με το αντίστοιχο ποσοστό (29,5%) του αμέσως προηγούμενου σχολικού έτους.