Σε μια επταετία διατέθηκε χρηματοδότηση ύψους 1 δισ. ευρώ
Στασιμότητα παρουσιάζει η παραγωγή στην υδατοκαλλιέργεια της ΕΕ, που παρά τη βελτίωση του ενωσιακού πλαισίου για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης της στα κράτη μέλη, η σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης δεν απέφερε απτά αποτελέσματα.
Το 2020, η συνολική παραγωγή υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ ανήλθε σε 1,1 εκατομμύρια τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας παραγωγής. Οι χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη παραγωγή είναι η Ισπανία, η Γαλλία, η Ελλάδα και η Ιταλία. Οι τέσσερις αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα περίπου της συνολικής ενωσιακής παραγωγής.
Το 2020, η συνολική παραγωγή υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ ανήλθε σε 1,1 εκατομμύρια τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας παραγωγής
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), η υδατοκαλλιέργεια αποτελεί σημαντική συνιστώσα της ενωσιακής στρατηγικής για τη γαλάζια οικονομία. Συμβάλλει στην επισιτιστική ασφάλεια και τα προϊόντα της προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ως πηγή πρωτεϊνών με χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα. Επιδίωξη της ΕΕ είναι να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη περιβαλλοντική βιωσιμότητα των υδατοκαλλιεργητικών δραστηριοτήτων και να επιτύχει οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, καθώς και οφέλη για την απασχόληση.
Το ΕΕΣ εξέτασε την περίοδο 2014-2020, καθώς και τις διατάξεις και τα προγράμματα που είχαν ήδη θεσπιστεί κατά τον χρόνο του ελέγχου για την περίοδο 2021-2027.
Η σχετική πολιτική χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (μέσω του οποίου διατέθηκαν 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2014-2020) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας που το διαδέχθηκε (με κονδύλια ύψους 1,0 δισεκατομμυρίου ευρώ την περίοδο 2021-2027). Ωστόσο, τα αποτελέσματα αργούν να γίνουν ορατά και δεν είναι δυνατή η αξιόπιστη μέτρησή τους.
«Η ΕΕ έριξε τα δίχτυα της στα βαθιά»
«Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ έριξε τα δίχτυα της στα βαθιά για τον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας, σημαντική συνιστώσα της στρατηγικής της για τη γαλάζια οικονομία, αλλά η ψαριά δεν ήταν καλή», δήλωσε ο Νικόλαος Μηλιώνης, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο.
Το ποσό της χρηματοδότησης που διατέθηκε αποκλειστικά για την υδατοκαλλιέργεια την περίοδο 2014-2020 ήταν υπερτριπλάσιο του συνολικού ποσού που δαπανήθηκε κατά την περίοδο 2007-2013.
Ωστόσο, ούτε η Επιτροπή ούτε τα κράτη μέλη απέδειξαν επαρκώς την ανάγκη για τόσο θεαματική αύξηση και οι ελεγκτές πιστεύουν βάσιμα ότι η χρηματοδότηση που προσφέρθηκε υπερβαίνει κατά πολύ τις ανάγκες.
Το βέβαιο είναι ότι μεγάλο μέρος αυτής της χρηματοδότησης δεν έχει χρησιμοποιηθεί και ότι τα κράτη μέλη ενδεχομένως να μην μπορέσουν να απορροφήσουν τα διαθέσιμα κονδύλια έως το 2023, προθεσμία μετά την παρέλευση της οποίας οι δαπάνες δεν θεωρούνται επιλέξιμες.
Παράπλευρη συνέπεια
Μια παράπλευρη συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι, στην πράξη, οι χώρες της ΕΕ χρηματοδότησαν όλα σχεδόν τα έργα που προτάθηκαν, ανεξάρτητα από την προσδοκώμενη συμβολή τους στην επίτευξη των ενωσιακών στόχων για την υδατοκαλλιέργεια. Εντούτοις, μια περισσότερο στοχευμένη προσέγγιση, και ας ήταν με πετονιά και αγκίστρι, ίσως να είχε δώσει περισσότερα ψάρια.
Το ΕΕΣ σημειώνει ότι, παρά τη διάθεση 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2014-2020, η συνολική παραγωγή της ενωσιακής υδατοκαλλιέργειας παρέμεινε στάσιμη. Μάλιστα, στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας, δύο από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή στην ΕΕ, σημείωσε μείωση. Ούτε τα νέα από το μέτωπο των κοινωνικο-οικονομικών δεικτών είναι ενθαρρυντικά. Ο αριθμός των επιχειρήσεων του κλάδου φθίνει, ενώ και ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε από περίπου 40.000 σε περίπου 35.000 μεταξύ 2014 και 2020.
Το ΕΕΣ επισημαίνει επίσης αδυναμίες στο σύστημα παρακολούθησης. Το κλιμάκιο ελέγχου δεν εντόπισε ούτε ένα έστω σύνολο δεικτών που θα καθιστούσε δυνατή την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας του κλάδου, παρά το γεγονός ότι αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής της ΕΕ για την υδατοκαλλιέργεια.
Ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν τα στοιχεία που υποβάλλονται σχετικά με τα όσα επιτυγχάνονται με τους ενωσιακούς πόρους: δεν είναι συνεπή ούτε αξιόπιστα, παρουσιάζουν αποτελέσματα σαφώς υπερεκτιμημένα, κάποια αριθμητικά στοιχεία προσμετρώνται έως και τρεις φορές και άλλα εμφανίζουν διακυμάνσεις, ανάλογα με το σύστημα αναφοράς στοιχείων που επιλέγεται. Ως εκ τούτου, το ΕΕΣ δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τη συμβολή της ενωσιακής χρηματοδότησης στην περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα ή στην ανταγωνιστικότητα του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας.