Λόγω της μικρής συγκομιδής της περασμένης χρονιάς αλλά και εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων, η τιμή του ελαιολάδου για τον παραγωγό, είχε φτάσει σε ιστορικά υψηλά μέχρι και 9,5 ευρώ το κιλό. Αυτό όπως είναι αναμενόμενο, είχε ως αποτέλεσμα η τιμή στο ράφι των σούπερ μάρκετ να έχει «εκτοξευθεί» πάνω από 15 ευρώ το κιλό πέρυσι, οδηγώντας πολλούς καταναλωτές να στραφούν σε άλλα λάδια για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς η υψηλή τιμή ανάγκασε σχεδόν 4 στους δέκα καταναλωτές να επιλέξουν άλλα έλαια.
«Αυτό το διάστημα έχουμε μια σημαντική διόρθωση προς τα κάτω στη τιμή παραγωγού, από τα 9,5 ευρώ που είχε φτάσει το περασμένο διάστημα. Στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο βρισκόμαστε στην περιοχή των 5 ευρώ» είπε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανώλης Γιαννούλης.
Και πρόσθεσε «στο ράφι βλέπουμε μια μικρή μείωση από το καλοκαίρι» κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου. «Γενικότερα η μεγάλη εικόνα είναι ότι έχουμε μια παραγωγή αυξημένη έως και 50% σε σχέση με πέρυσι σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή τη στιγμή έχουμε υπερεπάρκεια ελαιολάδου και αυτό, σε συνδυασμό με τη μειωμένη κατανάλωση, η οποία ανέρχεται έως και 40% λόγω των υψηλών τιμών του προηγούμενου διαστήματος, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές, τόσο στον παραγωγό, όσο και αυτή που αγοράζει ο καταναλωτής».
Η Ελλάδα δεύτερη σε παραγωγή στην Ε.Ε.
Κατά την περασμένη χρονιά η Ελλάδα είδε την παραγωγή της να μειώνεται στους 120-130 χιλιάδες τόνους. Αυτό βέβαια δεν ήταν «ελληνικό φαινόμενο» μιας και παρατηρήθηκε και σε άλλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Ισπανία, η οποία είχε συγκομιδή 850 χιλιάδων τόνων.
Εφέτος η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική όμως. «Από πλευράς ποσότητας είμαστε διπλάσια από πέρυσι. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η φετινή ελληνική παραγωγή ελαιολάδου θα ανέλθει στους 250 χιλιάδες τόνους» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γιαννούλης συμπληρώνοντας ότι «τη χώρα μας την ταλαιπώρησαν η ξηρασία και η ανομβρία. Υπάρχουν κάποια ποιοτικά προβλήματα, κυρίως σε επίπεδο γεύσης».