Στην ανάγκη για περισσότερη, ποιοτικότερη και εξυπνότερη παραγωγή, ώστε να απελευθερωθούν οι δυνατότητες του Έλληνα αγρότη αναφέρθηκε ο Ευρωβουλευτής και υποψήφιος για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, στο πλαίσιο της περιοδείας που πραγματοποιεί ανά την Ελλάδα. «Χρειαζόμαστε μια σύγχρονη παράταξη της πράσινης σοσιαλδημοκρατίας να προχωρήσει σε μεγάλες τομές και να σταθεί ξανά στο πλευρό του αγρότη προσφέροντας πραγματικές, διαρθρωτικές λύσεις στα προβλήματά του. Λύσεις που θα ενισχύσουν την παραγωγή, μειώνοντας το κόστος και αυξάνοντας το κέρδος, πάντα σε μια πράσινη κατεύθυνση για το περιβάλλον», σημείωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Ανδρουλάκη, «ένας σύγχρονος πρωτογενής τομέας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάταξη της εθνικής οικονομίας». Όπως είπε, με όχημα την τεχνολογία και τη γνώση, «μπορούμε να διασφαλίσουμε την επέκταση της γεωργίας ακριβείας που θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής και την μείωση του κόστους, λόγω καλύτερης διαχείρισης φυσικών πηγών και περιορισμού των λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων».
Παράλληλα, ο κ. Ανδρουλάκης κατέθεσε σειρά προτάσεων για τα διαχρονικά προβλήματα του αγροδιατροφικού τομέα. «Βασικό ζήτημα είναι η χαμηλή παραγωγικότητα. Η Ελλάδα με μόλις 170 ευρώ ανά στρέμμα, υπολείπεται σημαντικά της Ιταλίας, που έχει σχεδόν τριπλάσια παραγωγικότητα. Αυτό έχει αποτέλεσμα, οι αγρότες μας να έχουν συγκριτικά πολύ χαμηλό εισόδημα από παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά και μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επισημαίνοντας τη σημασία που έχει ο αγροδιατροφικός τομέας για τη χώρα μας, καθώς καταλαμβάνει μερίδιο 6,6% του ελληνικού ΑΕΠ, έναντι του 3,5% στην ΕΕ, εκτίμησε ότι «τα περιθώρια βελτίωσης είναι τεράστια», καθώς «η ιδιαίτερα χαμηλή εκπαιδευτική κατάρτιση των Ελλήνων αγροτών, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη στον αγροδιατροφικό τομέα αλλά και την χαμηλή ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, είναι αυτές που δυσκολεύουν τη σύγκλιση».
Επιπλέον, ο κ. Ανδρουλάκης επισήμανε ότι «η ελλιπής καθετοποίηση και η αδυναμία προώθησης τυποποιημένων επώνυμων ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, με την αξία των εισαγωγών στα 6 δισ. να είναι μεγαλύτερη από τις εξαγωγές των 5,3 δισ. ευρώ, επιδεινώνουν τα προβλήματα του πρωτογενούς τομέα». Σύμφωνα με τον κ. Ανδρουλάκη, «μόλις 20% των αγροτικών προϊόντων διακινούνται από συνεταιρισμούς και ομάδες παράγωγων, ενώ στην ΕΕ αυτό το ποσοστό αυτό είναι 60%. Έτσι το κέρδος για τους αγρότες παραμένει τόσο χαμηλό, ώστε η επαγγελματική ενασχόληση των νέων με τον κλάδο να μοιάζει καταδικασμένη επιλογή».
Παράλληλα, αναφέρθηκε στην ανάγκη «αξιοποίησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης για την ψηφιοποίηση της αγροτικής μας παραγωγής», όπως και στη διάρθρωση των καλλιεργειών, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα διατροφικά πρότυπα. «Αντίστοιχα, θα πρέπει να γίνει να προχωρήσουμε σε μείωση της φορολογίας με επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία βιώσιμων συλλογικών σχημάτων, για την αναγέννηση των συνεταιρισμών, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος», επισήμανε ο κ. Ανδρουλάκης.
«Ο διατροφικός μας πλούτος θα πρέπει να μπορεί να βρίσκεται στο τραπέζι του Γερμανού, του Βρετανού, του Γάλλου όλο τον χρόνο με ένα οραματικό σχέδιο, που θα ενώνει τον τουρισμό με την αγροτική παραγωγή. Ουσιαστική θα πρέπει να είναι και η προστασία και προώθηση των Προϊόντων Ονομασίας Προέλευσης», πρόσθεσε ο κ. Ανδρουλάκης, αναρωτώμενος: «Γιατί να έχουμε μόνο 10% εξαγώγιμο κρασί, γιατί δεν κάνουμε μια ειδική φορολογική πολιτική, να δώσουμε νέα δυναμική στα ελληνικά τυποποιημένα προϊόντα, που όταν τα γεύεται εδώ ένας τουρίστας να είναι πρεσβευτής όλο το χειμώνα στη χώρα του;»
«Τα επόμενα 7 χρόνια θα εισρεύσουν πάνω από 70 δισ. ευρώ σε ευρωπαϊκούς πόρους. Είναι μια μοναδική ευκαιρία να αναβαθμίσουμε στρατηγικές και υποδομές, ώστε να οικοδομήσουμε μια πράσινη, ανθεκτική στις κρίσεις και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία που θα προσφέρει ένα βιώσιμο μέλλον, κυρίως στη νέα γενιά», τόνισε ο κ. Ανδρουλάκης.
(Δελτίο Τύπου)