Στην περιοχή των 4,85 ευρώ κινείται η μέση τιμή έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην Ισπανία, κάτι που σημαίνει ότι το κατώφλι των 5 ευρώ το έχουν πλέον πατήσει και στην χώρα της Ιβηρικής, ενώ περαιτέρω άνοδο προεξοφλούν οι αναλυτές από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας της Μαδρίτης.
Επικαλούμενοι εμπειρογνώμονες, στην τελευταία έρευνα αγοράς για τον κλάδο του ελαιολάδου που δημοσίευσε η ελληνική πρεσβεία στη Μαδρίτη, οι συντάκτες αναφέρουν ότι μέσα στο Νοέμβριο η ανοδική τάση στην αγορά της Ισπανίας θα ενισχυθεί περαιτέρων, αφού παρά την αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων λόγω περιόδου συγκομιδής, η μικρή παραγωγή σε συνδυασμό με τα εξαντλημένα περιθώρια θα καταστήσουν δύσκολο τον εφοδιασμό των αγοραστών με το ελαιόλαδο της χρονιάς. «Η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου που βγαίνει από το ελαιοτριβείο πλησίασε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ισπανίας, τα 5 ευρώ το κιλό τον Οκτώβριο» αναφέρεται στην μελέτη, στην οποία σχολιάζεται το γεγονός ότι οι τιμές προ πανδημίας είχαν φθάσει να είναι χαμηλότερες των 2 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Για το Νοέμβριο, η εκτίμηση της έκθεσης αναφέρει χαρακτηριστικά: «…αναμένεται η τιμή παραγωγής του έξτρα παρθένου να ξεπεράσει ακόμα και το όριο των 5 ευρώ/κιλό και δεν αποκλείεται να παραμείνει στα επίπεδα αυτά έως και το επόμενο έτος».
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι υψηλές τιμές του ελαιόλαδου αναμένεται να μεταβάλλουν έως έναν βαθμό τη ζήτηση εντός της χώρας. «Ήδη, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η αύξηση των τιμών έκανε τα νοικοκυριά να μειώσουν την κατανάλωση, όχι όμως σε ανησυχητικό επίπεδο».
Καταλήγοντας, αναφορικά πάντα με τα περιθώρια μείωσης της κατανάλωσης, η εκτίμηση των συντακτών της έκθεσης αναφέρει πως: «Δεδομένης της σημασίας του προϊόντος στην ισπανική κουζίνα, δεν αναμένεται ιδιαίτερα μεγάλη μείωση στην κατανάλωση, παρόλο που εξαιτίας του πληθωρισμού, της μείωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και της μείωσης της προσφοράς θεωρείται βέβαιο ότι οι αγορές ελαιολάδου θα μειωθούν σε σύγκριση με το 2021. Ιδιαίτερα πιθανό είναι επίσης να υπάρξει μία μικρή μεταβολή στον τύπο του ελαιόλαδου που καταναλώνεται, αφού, προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα, τα νοικοκυριά μπορεί να μειώσουν την κατανάλωση παρθένου και έξτρα παρθένου ελαιόλαδου και να αυξήσουν την κατανάλωση μη παρθένου ελαιολάδου, όπως και πυρηνέλαιου».
Τα δεδομένα της χρονιάς
«Για το 2022/2023 η σοδειά αναμένεται να είναι η χειρότερη των 10 τελευταίων ετών και η δεύτερη χειρότερη του 21ου αιώνα, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για παραγωγή μικρότερη του ενός εκατ. τόνων. Παρ’ ότι ακόμη είναι νωρίς για να υπάρξει ακριβής εικόνα της κατάστασης, πολλοί ειδικοί του κλάδου αναμένουν η συνολική ισπανική παραγωγή ελαιολάδου να μην ξεπεράσει τους 800.000 τόνους» αναφέρεται στην έκθεση, σε μια εκτίμηση που είναι σύμφωνη με όσες σχετικές προσεγγίσεις έχουν δημοσιευθεί τις τελευταίες εβδομάδες αναφορικά με τα παραγωγικά δεδομένα της φετινής εμπορικής περιόδου.
Υπολογίζεται ότι από τους ελαιώνες της Κοινότητας της Ανδαλουσίας θα παραχθούν περί τους 587.000 τόνους ελαιόλαδου, κατά 49,1% χαμηλότερα από την παραγωγή της προηγούμενης εσοδείας (2021/2022) και κατά 47,5% χαμηλότερη των τελευταίων πέντε εσοδειών. Ακόμη εντονότερη αναμένεται η πτώση της παραγωγής από τη σημαντικότερη ελαιοπαραγωγό περιοχή της χώρας, την Jaén, αφού η παραγωγή θα μειωθεί στους 200 χιλ. τόνους περίπου ή κατά 60% (και κατά 59,6% σε σύγκριση με τις τελευταίες πέντε εσοδείες). Αντίστοιχα, η Cordoba αναμένεται να παράξει 158 χιλ. τόνους, η Σεβίλλη 90 χιλ. τόνους και οι Γρανάδα και Malaga 70 χιλ. και 40 χιλ. τόνους αντίστοιχα.
«Αποτέλεσμα των ανωτέρω θα είναι η αύξηση της τιμής σε ιστορικά υψηλά επίπεδα» συμπεραίνουν οι συντάκτες. Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας, η αύξηση των τιμών θα εξαρτηθεί από ένα σύνολο παραγόντων που ακόμα είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, Αρχικά, η εξωτερική ζήτηση θα επηρεάσει σημαντικά την τιμή σε διεθνές επίπεδο. Μένει να φανεί έως ποιο σημείο, αγορές όπως οι βορειοευρωπαϊκές, που τα τελευταία χρόνια έχουν αυξήσει την κατανάλωση ελαιόλαδου, θα το αντικαταστήσουν με παραδοσιακά εγχώρια δικά τους προϊόντα όπως το βούτυρο. Πέραν όμως της παγκόσμιας ζήτησης, σημαντικός παράγοντας είναι και τα λειτουργικά κόστη παραγωγής, αφού η αύξηση της τιμής της ενέργειας και των λιπασμάτων οδηγεί από μόνη της σε αύξηση της τιμής του τελικού προϊόντος.
Πηγή: Agronews.gr