Το 2023/24 υπήρξε μια κρίσιμη περίοδος για την αγορά του ελαιολάδου, με τις τιμές παραγωγού να φτάνουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, μετά από δύο συνεχόμενα χρόνια χαμηλής παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Σύμφωνα με τη φθινοπωρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι τιμές κορυφώθηκαν τον Ιανουάριο του 2024, με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο να φτάνει τα 903 ευρώ/100 κιλά, το παρθένο ελαιόλαδο τα 851 ευρώ/100 κιλά και το λαμπάντε τα 845 ευρώ/100 κιλά. Παρόλο που οι τιμές παρουσίασαν μια ελαφρά πτωτική τάση από τότε, εξακολουθούν να είναι σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Εμπορικές ροές και κατανάλωση
Οι υψηλές τιμές και η χαμηλή διαθεσιμότητα επηρέασαν σημαντικά τις εμπορικές ροές στην ΕΕ, τόσο για τις εξαγωγές όσο και για τις εισαγωγές. Κατά την περίοδο 2022/23, οι εξαγωγές παρουσίασαν πτώση, η οποία άρχισε να ανακάμπτει αργά προς το τέλος του 2023. Ο συνολικός όγκος εξαγωγών την περίοδο Οκτωβρίου-Ιουλίου ήταν μειωμένος κατά 1,3% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και 26% χαμηλότερος σε σύγκριση με την περίοδο 2021/22. Παρά την πτώση των όγκων, η αξία των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 54% και 56% αντίστοιχα, γεγονός που οφείλεται στις υψηλές τιμές. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι εξαγωγές μέχρι το τέλος του 2023/24 μπορεί να φτάσουν στους 590.000 τόνους, δηλαδή σε παρόμοια επίπεδα με την προηγούμενη περίοδο.
Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, καταγράφοντας αύξηση 30% κατά την περίοδο Οκτωβρίου-Ιουλίου σε ετήσια βάση. Οι κυριότεροι προμηθευτές ήταν η Τυνησία (+20% με μερίδιο 62%) και η Τουρκία (+17% με μερίδιο 14%), ενώ παρατηρήθηκαν εισαγωγές και από χώρες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Αργεντινή. Παρά τις αυξήσεις στις εισαγωγές, η κατανάλωση στην ΕΕ προβλέπεται μειωμένη κατά 1% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο και 22% χαμηλότερη από το 2021/22, λόγω των υψηλών τιμών.
Προοπτικές για την περίοδο 2024/25
Η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να ανακάμψει το 2024/25, με κύρια κινητήρια δύναμη την Ισπανία, η οποία προβλέπεται να παράξει περίπου 1,3 εκατομμύρια τόνους, σημειώνοντας αύξηση 50% και καταλαμβάνοντας μερίδιο 65%. Αντίστοιχη ανάκαμψη αναμένεται στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, ενώ η Ιταλία ενδέχεται να σημειώσει μείωση στην παραγωγή της, λόγω των πρόσφατων ξηρασιών και καυσώνων.
Συνολικά, η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ προβλέπεται να φτάσει τα 2 εκατομμύρια τόνους, αυξημένη κατά 32% σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Αυτή η αύξηση της διαθεσιμότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των τιμών και σταδιακή ανάκαμψη της κατανάλωσης κατά 7%, με την προϋπόθεση ότι η μετάδοση των τιμών στους καταναλωτές θα είναι γρήγορη. Οι εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά 10%, ενώ οι εισαγωγές πιθανώς να μειωθούν κατά 7%. Ωστόσο, η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί εάν οι συγκομιδές σε χώρες όπως η Τυνησία και η Τουρκία παραμείνουν αυξημένες.
Η κύρια αβεβαιότητα για την περίοδο 2024/25 είναι το πόσο γρήγορα θα προσαρμοστούν οι τιμές στην αυξημένη παραγωγή και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές, οι οποίοι έχουν ήδη προσαρμόσει τις συνήθειες τους λόγω των προηγούμενων υψηλών τιμών. Συνολικά, η περίοδος αυτή μπορεί να καταλήξει με τελικά αποθέματα της τάξης των 601.000 τόνων.