Του Γιώργου Παναγιωτόπουλου
Επικ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Πατρών - Δημοτικού συμβούλου Ανδραβίδας - Κυλλήνης
Είναι στον καθένα μας γνωστό, λιγότερο η περισσότερο, ότι έχουμε εισέλθει σε ένα σπιράλ ύφεσης που ακόμα το μέγεθος και τις συνέπειές της απλά τις επικαλούμαστε χωρίς με βεβαιότητα να τις γνωρίζουμε.
Η πανδημία αλλάζει το οικονομικό τοπίο τόσο παγκόσμια όσο και εθνικά. Μια νέα εποχή, με το σοκ του κορωνοϊού, φαίνεται ότι ανατέλλει. Παραδοσιακές νόρμες λειτουργίας της κοινωνίας, με βίαιο τρόπο ανατρέπονται και την θέση τους προσπαθούν να καλύψουν κάθε είδους οδηγίες, περιορισμοί, νέες συμπεριφορές και ίσως μια νέα κουλτούρα ζωής σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των ειδικών.
Αντίστοιχα στην οικονομία, ως πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, συντελείται μια άνευ προηγουμένου «αναδιάρθρωση» με πρόβλεψη για συνθήκες που θα ωχριούν μπροστά τους αντίστοιχες των οικονομικών κρίσεων στην σύγχρονη ιστορία.
Δεν θα μπω στον πειρασμό να αναφέρω τις σκέψεις μου, όπως εγώ ερμηνεύω την νέα πραγματικότητα γενικά, αλλά θα εστιάσω άμεσα στον εναπομείναντα και πληττόμενο παραγωγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. Τον πρωτογενή τομέα.
Σύμφωνα με επίκαιρα στοιχεία, ο πρωτογενής τομέας, οι επιδοτήσεις στήριξης των παραγωγών και η μεταποίηση ανέρχονται συνολικά σε 25 δις ή 11,3% του ΑΕΠ. (Φυτική και ζωική παραγωγή στα 11 δις ή 5,1% του ΑΕΠ, επιδοτήσεις των αγροτών σε 2 δις ή 1% του ΑΕΠ, μεταποίηση σε 12 δις ή 5,2% του ΑΕΠ).
Στο νέο παγκόσμιο τοπίο με την ρήξη της συνέχειας των εφοδιαστικών αλυσίδων που είχε δημιουργήσει η παγκοσμιοποίηση αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για επάρκεια αγαθών, ο πρωτογενής τομέας μπορεί να αυξήσει την συμμετοχή του στο ΑΕΠ της χώρας εάν στηριχθεί έμπρακτα σήμερα, με στρατηγικό σχέδιο και δράσεις που θα αγγίξουν και τον πιο απομακρυσμένο μικρό παραγωγό.
Αρκεί να γίνει κατανοητό στην κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να πορευτεί η χώρα μόνο με εστίαση στον τουριστικό τομέα που από την φύση του αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό περιβάλλον και πολλές φορές μη εξαρτώμενο από την βούλησή της όπως αυτή την περίοδο. Αρκεί να κατανοήσει η κυβέρνηση ότι ο πρωτογενής τομέας είναι δομικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας όπου μπορούν πάνω του να κρεμαστούν και να αναπτυχθούν κάθε είδους μορφές του τριτογενούς τομέα.
Βέβαια, αρκεί να καταλάβει η κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να αναλώνεται μόνο στην απόσταση των τραπεζοκαθισμάτων και άλλων τινών, αγνοώντας στην ουσία την παραγωγική βάση και την προοπτική του Έλληνα αγρότη.
Τέλος, αρκεί να δει συνολικά και όχι αποσπασματικά την στήριξη των παραγωγών.
Για την επιβεβαίωση αυτού, θα αναφέρω την κοινή υπουργική απόφαση στις 20-5-2020 με αριθμ. 626/123515 «Χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της παραγωγής Ανθέων και λεπτομέρειες εφαρμογής Προσωρινού Πλαισίου με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής της 19/03/2020 C(2020)1863 final (Προσωρινό Πλαίσιο), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει», σύμφωνα με την οποία στο άρθρο 3 αναφέρει:
«Όροι και Ύψος ενίσχυσης στον τομέα παραγωγής ανθέων
Το ύψος του κατ΄ αποκοπή ποσού ενίσχυσης ορίζεται ως ακολούθως:
- σε 1.250 ευρώ ανά στρέμμα καλλιέργειας υπαίθρου, ανθέων και καλλωπιστικών, δρεπτών ανθέων, φυτών κηποτεχνίας και άλλων ανθοκομικών φυτών εξωτερικού χώρου και
- σε 2.500 ευρώ ανά στρέμμα καλλιέργειας ανθέων υπό κάλυψη (θερμοκηπίων), ανθέων και καλλωπιστικών, δρεπτών ανθέων και γλαστρικών ανθέων εσωτερικού χώρου».
Ουσιαστικά μιλούμε για οικονομική στήριξη 10,1 εκατ. € και μάλιστα από τον κρατικό προϋπολογισμό διαμέσου του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.).
Εκτιμώ ότι και η ανθοπαραγωγή, όπου το 50% βρίσκεται στην Αττική, είναι σημαντική αλλά εξίσου μείζονος σημασίας είναι τόσα άλλα προϊόντα και παραγωγοί που δεν έχει γίνει ουσιαστικός λόγος στήριξης μέχρι σήμερα.
Υπάρχει τεράστιο κενό και άμεσες ανάγκες ρευστότητας σε όλους τους τομείς του αγροτικού κόσμου που εξαρτάται από την κάλυψή του η βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και του αγροτοδιατροφικού τομέα.
Η συζήτηση για παραγωγικό μοντέλο που θα μας κάνει λιγότερο ευάλωτους σε κρίσεις, δεν μπορεί παρά να θέτει στο επίκεντρο τον Έλληνα αγρότη – παραγωγό.
Τέλος,
Δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε επανεκκίνηση της οικονομίας και της ζωής με επικοινωνιακούς χειρισμούς και αποσπασματικές κρατικές ενισχύσεις χωρίς τεκμηρίωση της ανάγκης σε συνολικό σχεδιασμό. Ο χρόνος τελειώνει και μαζί του τελειώνει και η αντοχή του Έλληνα αγρότη.