Στα ερωτήματα πώς επηρεάζει η κλιματική αλλαγή την καλλιέργεια της ελιάς και πώς αλλάζει η παραγωγή μας, απαντά μεταξύ άλλων ο καθηγητής ΑΠΘ και διευθυντής εργαστηρίου δενδροκομίας Θανάσης Μολασιώτης, μιλώντας στο CNN Greece.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, η καλλιέργεια της ελιάς, όπως και οι περισσότερες καλλιέργειες, εξαρτάται άμεσα από τις κλιματικές συνθήκες.
«Γιατί η ελιά καλλιεργείται σε ένα συγκεκριμένο εύρος θερμοκρασιών. Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, κυρίως η καλλιέργειά της γίνεται στις μεσογειακές χώρες», όπως λέει.
«Ειδικά στη χώρα μας, σε ό,τι αφορά στις κλιματικές συνθήκες υπάρχει μια μεγάλη διαβάθμιση και παραλλακτικότητα των κλιματικών συνθηκών, δεδομένου ότι αφενός η χώρα έχει ένα μεγάλο μέρος ακτογραμμών, ταυτόχρονα όμως το εσωτερικό της χώρας αποτελείται από κατά βάση ορεινούς όγκους με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται πολλά και διαφορετικά μικροκλίματα», σημειώνει ο κ. Μολασιώτης και συνεχίζει:
«Παρόλα αυτά καλλιέργεια της ελιάς μπορούμε να δούμε από το βορρά μέχρι το νότο, δηλαδή από την Αλεξανδρούπολη έως την Κρήτη. Τα τελευταία όμως χρόνια έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχουν αρκετά προβλήματα τα οποία συνδέονται με την κλιματική αλλαγή στη χώρα μας τα οποία έχουν επηρεάσει αρνητικά την καλλιέργεια της ελιάς».
Παραθέτοντας μερικά παραδείγματα του πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την καλλιέργεια της ελιάς, τονίζει τις υψηλές θερμοκρασίες, είτε το καλοκαίρι, αλλά και τον χειμώνα.
«Σε γενικές γραμμές τα προβλήματα που υπάρχουν έχουν να κάνουν με τις υψηλές θερμοκρασίες. Μπορούν να συμβούν για τους θερινούς μήνες, τα οποία καταπονούν τα δέντρα της ελιάς, διάφορες αντίξοες συνθήκες που υπάρχουν κατά την περίοδο άνοιξη καλοκαίρι που είναι η περίοδος άνθησης και εποικονίασης και καρπόδεσης της ελιάς. Επίσης ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο το έχουμε βιώσει στην κεντρική και κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, είναι οι υψηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα», σημειώνει και εξηγώντας γιατί αυτό είναι σημαντικό, αναφέρει πως «το δέντρο της ελιάς για να έχει πλούσια ανθοφορία και καρποφορία θα πρέπει να δεχτεί αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα. Συνήθως το δέντρο της ελιάς έχει καλή ανθοφορία και καρποφορία μετά από κρύο χειμώνα».
«Συνήθως οι υψηλές θερμοκρασίες συνδυάζονται και με ανομβρία, η ξηρασία δηλαδή και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα όταν έχουμε ελαιώνες οι οποίοι δεν είναι αρδευόμενοι, δεν ποτίζονται», συμπληρώνει.
Ωστόσο, επεξηγεί πως αυτό εξαρτάται και από τις ποικιλίες της ελιάς. «Κάποιες ποικιλίες, όπως για παράδειγμα η χονδρελιά Χαλκιδικής θέλει αρκετό ψύχος τον χειμώνα, με αποτέλεσμα όταν έχουμε ένα ζεστό χειμώνα όπως είχαμε τον περσινό χειμώνα, να έχουμε φαινόμενα ακαρπίας όπως κατά κόρον παρατηρούμε φέτος στη βόρεια Ελλάδα», λέει.
Πώς αλλάζει η παραγωγή μας
Ερωτηθείς για το πώς αυτό επηρεάζει την παραγωγή μας, τονίζει πως αφενός «αυτές οι κλιματικές αλλαγές δεν είναι σταθερές, δηλαδή κάθε χρόνο μπορεί να παρατηρούμε διαφορετικά φαινόμενα».
Αφετέρου, όπως λέει «από την άλλη, όμως θα πρέπει να ξέρουμε ότι δεν θα πρέπει αυτό το πράγμα να μας τρομάζει, με την έννοια ότι γενικά ξέρουμε ότι το δέντρο της ελιάς παρουσιάζει το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, όπου το δέντρο της ελιάς παρουσιάζει μερική καρποφορία ή ακαρπία μετά από μια χρονιά έντονης καρποφορίας. Όταν μια χρονιά έχει μεγάλη καρποφορία, τον επόμενο χρόνο επειδή το δέντρο εξαντλείται έχει πιο μικρή καρποφορία ή ακόμη και ακαρπία. Και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουμε σταθερή απόδοση στο δέντρο της ελιάς».
Κάνει λόγο για ένα πολύπλοκο πρόβλημα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να βλέπουμε και τις υψηλές τιμές στα ελαιόλαδα στα ράφια.
«Αυτό εν μέρει κάνει ακόμη πιο πολύπλοκο το πρόβλημα γιατί δεν έχουμε σταθερές αποδόσεις του δέντρου. Και αυτό έχει επίσης σαν αποτέλεσμα, τις υψηλές τιμές που έχουμε δει στο ελαιόλαδο τον τελευταίο καιρό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες. Αφενός έχουμε τους κλιματικούς παράγοντες που επηρεάζουν την καρποφορία, και από την άλλη έχουμε ένα δέντρο το οποίο από τη φύση του δεν κάνει σταθερή καρποφορία. Άρα αυτό μπορεί να μας φέρει και χρονιές με μεγάλη καρποφορία ανάλογα τη χρονιά του δέντρου και ανάλογα τις συνθήκες και άλλες χρονιές να έχουμε χαμηλή».
Πλήττεται η ποιότητα του λαδιού;
Ερωτηθείς για το αν πλήττεται η ποιότητα του λαδιού, επισημαίνει πως «δεν έχουμε ξεκάθαρες έρευνες που να λένε κάτι τέτοιο».
«Σίγουρα επηρεάζεται η παραγωγικότητα των δέντρων και άρα η απόδοσή τους σε ελαιόλαδο. Από εκεί και πέρα δεν είναι εύκολο να βγάλουμε ένα συμπέρασμα δεδομένου ότι μια ποιότητα ελαιόλαδου, καλή ποιότητα εξαρτάται από πολλούς παραμέτρους. Και από την ποιότητα του ελαιόκαρπου, αλλά και την μετέπειτα κατεργασία. Δηλαδή μπορεί να έχουμε ένα πολύ καλό ελαιόκαρπο αλλά να μην το μεταχειριστεί σωστά και να μην πάρουμε ένα καλό ελαιόλαδο», εξηγεί.
Κίνδυνος νοθείας
Αναφορικά με τις υψηλές τιμές που βλέπουμε στα ράφια για το ελαιόλαδα, ο κ. Μολασιώτης επισημαίνει δύο κινδύνους που μπορεί να προκύψουν: τη νοθεία και την την αντικατάσταση του ελαιόλαδου στην καθημερινότητα με υποδεέστερα έλαια.
«Επειδή βιώνουμε και το θέμα των υψηλών τιμών του ελαιολάδου και υπάρχει αρκετή κουβέντα γι’αυτό, προφανώς είναι αρκετά πολύπλοκο, γιατί η τιμή ενός προϊόντος έχει να κάνει και με πολλές παραμέτρους. Αλλά θα ήθελα να επισημάνω ότι πέρα από τον κίνδυνο των υψηλών τιμών και την απώλεια που έχουν τα εισοδήματα, δύο σημαντικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν είναι τα θέματα της νοθείας, γιατί η υψηλή τιμή κάνει πιο ελκυστική τη νοθεία, και το δεύτερο είναι να αποθαρρύνει τους καταναλωτές και ιδιαίτερα τους πιο νέους να χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους διατροφή το ελαιόλαδο και να το αντικαταστήσουμε υποδεέστερα έλαια», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, μιλάει για δύο ακόμα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τον τομέα της ελαιοκομίας, σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.
«Σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή, δεν θα πρέπει να κρύψουμε στο χαλί της κλιματικής αλλαγής διάφορα τοπικά προβλήματα που έχει η ελληνική ελαιοκομία, όπως για παράδειγμα η χύδην διακίνηση του λαδιού (το χύμα λάδι, που δεν έχει τυποποιηθεί και η εξαγωγή του με αυτό τον τρόπο και επίσης το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει με τα εργατικά για τη συγκομιδή των καρπών. Κοινώς δεν βρίσκουμε εργάτες για να μαζέψουμε τις ελιές. Και πλέον όλα τα προβλήματα της ελαιοκομίας να τα αιτιολογούμε με την κλιματική αλλαγή και να μην τα αντιμετωπίσουμε ξεχωριστά».
Πώς μπορούν να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις
Ερωτηθείς για το πώς μπορούν να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις, ο καθηγητής του ΑΠΘ σημειώνει: «Προφανώς δεν είναι εύκολο, γιατί αφενός είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν ξέρουμε την έκταση και τις διαστάσεις που θα έχει τα επόμενα χρόνια. Και δεν έχει μία έκταση, μπορεί να είναι ξηρασία, μπορεί να είναι υψηλές θερμοκρασίες, μπορεί ακόμη και οι χαμηλές θερμοκρασίες, ο παγετός».
Ωστόσο, όπως λέει:
«Μια αντιμετώπιση γενικά είναι να έχουμε πιο εύρωστα δέντρα, καλύτερη διαχείριση δηλαδή των ελαιοδέντρων και αυτό μπορεί να γίνει με πιο ειδικές τεχνικές που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση των ελαιοδέντρων, δηλαδή πώς τα κλαδεύουμε με το πώς τα λιπαίνουμε. Αυτή είναι η παρέμβαση η ουσιαστική που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Το να βρούμε κάποιες ποικιλίες οι οποίες να είναι ανθεκτικές σε όλα αυτά είναι αρκετά δύσκολο».
Πηγή: cnn.gr