Φαίνεται πως, για την κυβέρνηση, όλα βαίνουν καλώς στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας. Αυτό άλλωστε δηλώνει κατ’ εξακολούθηση ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Βορίδης, όπως έκανε και κατά την παρουσία του στο νομό Ηλείας.
Βέβαια, όπως συνηθίζει, αοριστολόγησε για μια ακόμα φορά, έχοντας ως επιμύθιό του την ελεύθερη αγορά, όπου η προσφορά και η ζήτηση καθορίζουν τις τιμές των προϊόντων, δίχως να μπορεί να υπάρξει καμία μορφή αντίδρασης από τα θεσμοθετημένα όργανα της Πολιτείας. Σύμφωνα με την αντίληψή και την πολιτική τοποθέτησή του, καμία κρατική παρέμβαση δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς.
Ας θυμηθούμε, όμως, μερικά από τα «επιτεύγματα» της έως τώρα αγροτικής πολιτικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Η αύξηση που επέβαλλε από τον Ιούλιο του 2019 στο αγροτικό ρεύμα εκτόξευσε το κόστος παραγωγής. Την ίδια στιγμή κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι πρέπει να χαραχθεί πολιτική, που θα έχει ως στόχο τη μείωσή του! Στην κτηνοτροφία, καταγράφεται ανυπαρξία ελέγχων στην αγορά και έξαρση παράνομων Ελληνοποιήσεων σε γάλα, τυριά και άλλα προϊόντα. Η κατάσταση αυτή ευνοεί τις αθέμιτες πρακτικές, προκαλώντας ασφυκτική πίεση στις τιμές του παραγωγού. Στην αλιεία μας, με το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης εφαρμόστηκε χαράτσι για όλα τα αλιευτικά σκάφη, το οποίο θα υπολογίζεται με βάση το μήκος του σκάφους και όχι με τον τζίρο του κάθε αλιέα.
Παράλληλα, είναι προ των πυλών η ισοπέδωση του δημόσιου χαρακτήρα του ΕΛΓΑ. Κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφικό για τους παραγωγούς μας, καθώς θα αυξηθούν τα ασφάλιστρα και θα εμφανιστεί ο κίνδυνος απώλειάς τους, λόγω του επενδυτικού ρίσκου της ιδιωτικής ασφάλισης. Ο αγρότης μας έχει ανάγκη από έναν δημόσιο, αποτελεσματικό και σύγχρονο ΕΛΓΑ, που θα αποζημιώνει με ταχύτητα και δίκαιο τρόπο την πραγματική ζημία. Η εγκατάλειψή του στους ανέμους της ιδιωτικής αγοράς δεν είναι η απάντηση στα προβλήματά του.
Στην ερώτηση τι έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η ενδεικτική απάντηση είναι ότι μείωσε τη φορολογία των συνεταιρισμών από το 13% στο 10%, εφάρμοσε την προνομιακή μεταχείριση συνεργατικών οργανώσεων στα προγράμματα του ΠΑΑ και έδωσε κίνητρα οργάνωσης της παραγωγής και μεταποίησης σε συνεταιρισμούς, οργανώσεις και ομάδες παραγωγών. Επίσης, κατάργησε το τέλος επιτηδεύματος για τους συνεταιρισμένους αγρότες και τους συνεταιρισμούς. Επέβαλε μέτρα ελέγχου της αγοράς γάλακτος και κρέατος, αυστηρότερες κυρώσεις σε αυτούς που χρησιμοποιούν αθέμιτες πρακτικές, την υποχρεωτική αναγραφή προέλευσης στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα και θεσμοθέτησε την υποχρεωτική αναγραφή της καταγωγής του κρέατος σε όλη την αλυσίδα εμπορίας του.
Όμως, το κορυφαίο, ίσως, ζήτημα που ταλανίζει τους αγρότες μας στην Ηλεία είναι η εξευτελιστική τιμή που έχει κατρακυλήσει το εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο της Ηλείας, το οποίο μετά βίας αγγίζει τα 2 ευρώ το κιλό, ενώ πέρυσι ανερχόταν σε 3,20 ευρώ. Ο Υπουργός, όπου βρεθεί και όπου σταθεί, δηλώνει ότι δεν μπορεί να επέμβει γιατί το απαγορεύουν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς! Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προβλέποντας ότι οι επόμενες χρονιές για το ελαιόλαδο μας δεν θα ήταν εύκολες, κινητοποιήθηκε και διαβουλεύθηκε από τις αρχές του 2019 με τον αρμόδιο Επίτροπο Γεωργίας Phil Hogan. Η απάντηση του επιτρόπου ήρθε στις 24 Ιουλίου 2019, όταν είχε αναλάβει την κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία και Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ήταν πλέον ο κ. Βορίδης. Στην επιστολή απάντησης αναφέρονται όλα τα εργαλεία και οι προοπτικές, που μπορούν να υπάρξουν έτσι ώστε να στηριχθεί ο κλάδος του ελαιολάδου. Και τι έκανε το υπουργείο για αυτό; Απολύτως τίποτα! Την ίδια στιγμή, ανταγωνίστριες χώρες διεκδικούν δυναμικά και προσπαθούν να επιτύχουν το καλύτερο προς όφελος των παραγωγών τους.
Δυστυχώς, αυτή είναι η αντιμετώπιση του παραγωγού από την κυβέρνηση. Αδιαφορία και αποποίηση ευθυνών. Τον αφήνουν χωρίς καμία υποστήριξη και βλέπει τους κόπους ολόκληρης της χρονιάς να μην αποδίδουν καρπούς. Οφείλει η κυβέρνηση να προστατέψει την παραγωγή και τα εισοδήματα των αγροτών, των κτηνοτρόφων και των αλιέων μας, καθώς αποτελούν σημαντικό και κρίσιμο μέρος της Ελληνικής οικονομίας. Η δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη έχει ως προϋπόθεση την ενίσχυση του πρωτογενή τομέα του τόπου μας και συνδέεται άμεσα με την αξιοπρεπή διαβίωση των παραγωγών μας. Οι ιδεοληψίες περί ανεξέλεγκτης ελεύθερης αγοράς τους οδηγούν στην ανέχεια και την απόγνωση.