Την ίδρυση νέου Ταμείου παροχής μικροπιστώσεων στον πρωτογενή τομέα θα προχωρήσει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, όπως ανακοίνωσε ο αρμόδιος υπουργός κ. Σπήλιος Λιβανός σε ομιλία του στο 7ο συνέδριο για τα χρηματοδοτικά εργαλεία που διοργανώνει η DG-Agri μαζί με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Η ίδρυση του νέου Ταμείου κρίνεται αναγκαία καθώς οι Τράπεζες δεν έχουν προωθήσει, όπως θα όφειλαν, τη χρηματοδότηση επενδύσεων από το Ταμείο Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης, ύψους 480 εκατ. ευρώ, το οποίο λειτουργεί τους τελευταίους εννέα μήνες.
Στο διάστημα αυτό, παρά την αυξημένη ζήτηση, η προσφορά εκ μέρους των τραπεζών άρχισε να αποτυπώνεται σαφώς με πιο αργούς ρυθμούς από τους επιδιωκόμενους. «Απαιτείται από τις τράπεζες ακόμα περισσότερη προώθηση του εργαλείου, αλλά και γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση των αιτήσεων. Πρέπει και οι τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Να εμπιστευθούν την αγροτική παραγωγή, τους αγρότες και τους παραγωγούς, να έλθουν μαζί μας και να αναλάβουν το ρίσκο που τους αναλογεί. Παγκοσμίως- και για την Ελλάδα- η ανάλυση δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη δυνατότητα ανάπτυξης αυτού του χώρου. Αξίζει, όμως, να τονίσουμε ότι η πραγματοποίηση των επενδύσεων από τη στιγμή που εγκρίνεται η χρηματοδότησή τους είναι εξαιρετικά ταχεία», είπε ο κ. Λιβανός, ο οποίος αναγνώρισε ότι στους εννέα μήνες έχουν γίνει μικρές αλλά σημαντικές επενδύσεις.
Με στόχο την καλύτερη λειτουργία του Ταμείου ο κ. Λιβανός σημείωσε ότι «προσαρμόσαμε την επενδυτική στρατηγική του Ταμείου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες ανάγκες ρευστότητας των γεωργών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία COVID-19».
Όπως εξήγησε, παρέχονται δάνεια για κεφάλαιο κίνησης με τους ίδιους ελκυστικούς όρους χρηματοδότησης και με ιδιαίτερα ευέλικτες διαδικασίες που δεν απαιτούν υποβολή επιχειρηματικού σχεδίου.
Ωστόσο, όπως επισήμανε ο ΥπΑΑΤ, «παρόλο που μέσω του Ταμείου Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης παρέχονται δάνεια με ιδιαίτερα μειωμένες εξασφαλίσεις, ένας μεγάλος αριθμός κυρίως γεωργών αλλά και μεταποιητικών επιχειρήσεων αδυνατεί να παρέχει τέτοιες εξασφαλίσεις ακόμη και για πολύ μικρά δάνεια».
Επιδιώκοντας να δοθεί λύση στο πρόβλημα αυτό ο κ. Λιβανός ανακοίνωσε: «Προκειμένου να καλύψουμε και αυτό το κομμάτι της ζήτησης, εκμεταλλευόμαστε το πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο, με το οποίο θεσπίστηκε η δυνατότητα ίδρυσης παρόχων μικροπιστώσεων. Έτσι, μέσω του ΠΑΑ 2014 -2020 και με πόρους του Ενωσιακού Μέσου Ανάκαμψης (EURI) συστήνουμε ένα νέο Ταμείο παροχής δανείων επιμερισμένου κινδύνου. Στο νέο Ταμείο θα μπορούν να συμμετέχουν, ως Ενδιάμεσοι Χρηματοπιστωτικοί Οργανισμοί, τόσο Τράπεζες όσο και πάροχοι μικροπιστώσεων. Στην επενδυτική στρατηγική του Ταμείου προβλέπεται συνδυασμός των δανείων με επιδότηση επιτοκίου και με τεχνική στήριξη των τελικών αποδεκτών».
Με την κίνηση αυτή το ΥπΑΑΤ αποσκοπεί «το εργαλείο αυτό να είναι ελκυστικό τόσο για τους ωφελούμενους όσο και για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Συγκεκριμένα, φιλοδοξούμε να συμβάλουμε στην ανάπτυξη δανειακών προϊόντων ύψους μέχρι 25.000 ευρώ, που θα παρέχονται με ελάχιστες ή καθόλου εξασφαλίσεις, με επιδότηση του επιτοκίου για τα πρώτα έτη αποπληρωμής και με τη δυνατότητα στήριξης στους ωφελούμενους, που δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοιου είδους χρηματοδότηση. Έτσι, οι ωφελούμενοι θα μπορούν να αναπτύξουν και να εκτελέσουν σωστά το επιχειρηματικό τους σχέδιο. Παράλληλα, με την προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων φορέων, ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος παρόχων μικροπιστώσεων στον αγροδιατροφικό τομέα και περιορίζουμε σημαντικά το ρίσκο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών».
Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται από τον κ. Λιβανό καθώς αναγνωρίζει ότι η πρόσβαση σε επαρκή χρηματοδότηση αποτελεί ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε στην παρέμβασή του ο κ. Λιβανός κατά την προηγούμενη δεκαετία η σύνθεση των δανείων μετατοπίστηκε από την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό προς την κάλυψη των άμεσων αναγκών της παραγωγικής διαδικασίας. Μετατοπίστηκε από τα μέσο-μακροπρόθεσμα προς τα βραχυπρόθεσμα δάνεια.
Συγκεκριμένα, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις κατάφεραν να αντλήσουν χρηματοδότηση μέσω μικρο-δανείων και βραχυπρόθεσμων δανείων σε ποσοστό γύρω στο 24%.
Ενώ η επιτυχία στην άντληση μεσο-μακροπρόθεσμων δανείων δεν ξεπέρασε το 8%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και για τις μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αντίθετα, μια πιο ισορροπημένη πρόσβαση σε βραχυπρόθεσμη και μεσο-μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση διατήρησαν οι μεσαίες και μεγάλες (μεταποιητικές επιχειρήσεις). Η ικανοποιηθείσα ζήτηση αφορούσε ποσά έως 25.000 ευρώ για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και έως 100.000 ευρώ για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις και κατευθύνθηκε κυρίως σε κεφάλαια κίνησης. Η ικανοποίηση της ζήτησης για μεγαλύτερα ποσά, που θα κατευθυνόταν σε εξοπλισμό και περαιτέρω ανάπτυξη των δραστηριοτήτων, δεν ξεπέρασε σε καμία περίπτωση το 18%.
Κυριότερη πηγή χρηματοδότησης ήταν οι εισροές από την ΚΑΠ, το μετοχικό κεφάλαιο και τα δάνεια από οικογένεια και φίλους. Τόσο οι γεωργοί όσο και οι μεταποιητικές επιχειρήσεις απέφυγαν την αναζήτηση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα. Γεγονός που οφείλεται στους απογοητευτικούς όρους χρηματοδότησης, όπως αποτυπώνονταν στις απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και εξασφαλίσεις καθώς και στο ύψος των επιτοκίων.
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα όλων των παραπάνω τάσεων ήταν η αποεπένδυση. Επιπλέον, η διάρρηξη της εμπιστοσύνης μεταξύ τραπεζών και επιχειρήσεων, οδήγησε σε περιορισμό του κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο αποτελεί ένα εξίσου σημαντικό μέγεθος για την οικονομική μεγέθυνση.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Λιβανός το χρηματοδοτικό κενό (η διαφορά, δηλαδή, μεταξύ της ζήτησης για χρηματοδότηση και της αντίστοιχης προσφοράς), για τη γεωργία μπορεί να φτάνει ακόμη και τα 14 δις ευρώ στη χώρα μας.
(Δελτίο Τύπου)