Η στήριξη του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα δεν είναι απλώς κρίσιμη για την ευημερία της ελληνικής περιφέρειας, την κοινωνική συνοχή και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Οφείλει να είναι μια εθνική, στρατηγική επιλογή για την ανάπτυξη της χώρας και την εξασφάλιση της διατροφικής της επάρκειας, σε μια περίοδο που οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι ξηρασίες, οι πλημμύρες, οι καύσωνες, οι πυρκαγιές πλήττουν την αγροτική παραγωγή και θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή της.
Μια επιλογή, όμως, που δεν την έχει κάνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από το 2019 μέχρι σήμερα. Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι δεν είναι μόνο χαμηλά στις προτεραιότητές της, τη στιγμή που ο αγροτικός τομέας είναι απελπιστικά χαμηλά στις διαχειριστικές επιδόσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Επιδόσεις που είναι ίσως οι χειρότερες για ελληνική κυβέρνηση από τότε που η Ελλάδα έγινε μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Αυτό έχει φανεί στην αδυναμία να διαπραγματευτεί και να επιτύχει δίκαιες ενισχύσεις για τους Έλληνες γεωργούς και κτηνοτρόφους. Έχει φανεί στην τραγική αποτυχία να διαχειριστεί ακόμα και τις μειωμένες ενισχύσεις, με τον ΟΠΕΚΕΠΕ να έχει γίνει συνώνυμος της κακοδιαχείρισης και της αναποτελεσματικότητας που οδήγησαν τον οργανισμό σε καθεστώς ευρωπαϊκής εποπτείας και υποχρέωσαν τη χώρα να πληρώνει υπέρογκα πρόστιμα. Μετά από όλες αυτές τις παλινωδίες, οι ενισχύσεις φτάνουν στους αγρότες πετσοκομμένες και δεν χρηματοδοτούνται επαρκώς τα σχέδια βελτίωσης, τα οικολογικά σχήματα και οι νέοι αγρότες, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις των υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης την τελευταία πενταετία.
Την ίδια στιγμή, άλλες ευρωπαϊκές χώρες κάνουν αυτό που θα έπρεπε να κάνει-αλλά δεν το κάνει-η Ελλάδα. Στηρίζουν τον πρωτογενή τομέα, ώστε να γίνει ανθεκτικός απέναντι στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και επενδύουν σε νέες τεχνολογίες και καινοτομίες, όπως οι γεωργικές εφαρμογές ακριβείας και οι βιώσιμες πρακτικές, διατηρώντας υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά.
Η λέξη που θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στον αγροτικό κόσμο θα ήταν η εγκατάλειψη, αν δεν υπήρχε και κάτι ακόμη χειρότερο: η στρατηγική επιλογή της να μην είναι με την πλευρά των αγροτών, αλλά να στηρίζει συμφέροντα που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με αυτά του αγροτικού κόσμου. Τις τράπεζες, που τους οδηγούν σε ασφυξία, με αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση, με αρρύθμιστες οφειλές, με πλειστηριασμούς που αφελληνίζουν την αγροτική ιδιοκτησία. Τους επιτήδειους, που αισχροκερδούν στο εμπόριο των αγροτικών εφοδίων, που κρατούν χαμηλά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και τις ανεβάζουν υπερβολικά για τους καταναλωτές, καθιστώντας απαγορευτικό το κόστος της καλλιέργειας. Τα κυκλώματα των παράνομων εισαγωγών και ελληνοποιήσεων που όχι μόνο δρουν ανεξέλεγκτα-στρεβλώνοντας τον υγιή ανταγωνισμό και υπονομεύουν την ποιοτική παραγωγή και τη φήμη των ελληνικών προϊόντων-αλλά ευθύνονται και για την πρόσφατη εισαγωγή μιας «υγειονομικής βόμβας», με τη διασπορά της πανώλης των αιγοπροβάτων, που έχει ήδη οδηγήσει σε υποχρεωτική θανάτωση χιλιάδων ζώων και τους κτηνοτρόφους σε απόγνωση, πλήττοντας και ένα εμβληματικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας μας, όπως η φέτα.
Με την κυβέρνηση να εξαγγέλλει ‘’γενναίες αποζημιώσεις’’ για την αγορά ζώων (στο ¼ της τιμής αγοράς;) και να μην έχει διασφαλίσει τη στήριξη των κτηνοτρόφων για την απώλεια εισοδήματος που θα υποστούν, αποδεικνύοντας ότι δεν στηρίζει την εγχώρια παραγωγή, τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας και την Ελληνική περιφέρεια.
Σε όλα αυτά προστίθενται η απουσία κινήτρων στους νέους να εργαστούν στον πρωτογενή τομέα, η έλλειψη εργατικών χεριών και η ανυπαρξία οργανωμένης πολιτικής για τη νόμιμη μετανάστευση, που ανεβάζει το κόστος της καλλιέργειας στα όρια του ασύμφορου.
Μια εθνική στρατηγική για τον αγροτικό τομέα πρέπει να έχει ως αφετηρία της την αλλαγή του αναπτυξιακού και παραγωγικού μοντέλου της χώρας και τη σύνδεση του πρωτογενούς τομέα με την μεταποίηση. Η εξυγίανση του ΟΠΕΚΕΠΕ, η αλλαγή του Κανονισμού του ΕΛΓΑ ώστε να καλύπτει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (με φαινόμενα που δεν είναι τόσο σπάνια και τόσο ακραία όπως παλιά, αφού συμβαίνουν συχνά), η πρόσβαση των αγροτών σε πηγές χρηματοδότησης και τα φορολογικά κίνητρα για ημιορεινές και ορεινές περιοχές, αφού ένας μέσος κτηνοτρόφος καλείται να πληρώσει την ψηλότερη φορολογική κλίμακα, συσσωρεύοντας χρέη.
Όλα αυτά αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα. Ωστόσο, αυτές δεν είναι προτεραιότητες της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Αποτελούν, όμως, κεντρικές προτεραιότητες ενός εναλλακτικού κυβερνητικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ. Της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης που πάντα πίστευε στην αγροτιά και συνδέθηκε με την αναζωογόνηση της υπαίθρου.