Ν. Ανδρουλάκης: Εμείς ψηφίζουμε, εμείς αποφασίζουμε για το μέλλον μας
Το Κίνημα Αλλαγής, απάντηση στην παρακμή του κοινοβουλευτικού λόγου
Συνέντευξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην εφ. «Νέα Σελίδα» και στον Δημοσιογράφο Γιώργο Μελιγγώνη
Μία εβδομάδα πριν τις Ευρωεκλογές και η πόλωση έχει χτυπήσει «κόκκινο». Με δεδομένο ότι συνήθως η πόλωση μεταξύ των δύο «μεγάλων», συμπιέζει τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, ανησυχείτε για συρρίκνωση των ποσοστών σας;
Δεν ανησυχώ για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το τρομακτικά χαμηλό επίπεδο της προεκλογικής περιόδου με αποκορύφωμα την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή υπενθύμισε σε όλους τους Έλληνες πόσο χρήσιμη είναι η ύπαρξη μιας ισχυρής προοδευτικής παράταξης της ευθύνης και της μετριοπάθειας, απάντηση στην παρακμή του κοινοβουλευτικού λόγου.
Αλήθεια, εσείς που τοποθετείτε τον πήχη για τις Ευρωεκλογές; Δε θα συνιστά αποτυχία της «γραμμής» του κόμματός σας αν δεν καταφέρετε να αποσπάσετε διψήφιο ποσοστό, έπειτα από 4,5 χρόνια κυβερνητικής φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ;
Το Κίνημα Αλλαγής, ως εγχείρημα ενοποίησης του προοδευτικού χώρου, παίρνει τη σκυτάλη από το 8% της Ελιάς στις προηγούμενες Ευρωεκλογές. Τότε, παρά τη σημαντική κυβερνητική φθορά της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά, αντέξαμε. Σήμερα, οι πολιτικές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές και ο πήχης μπαίνει πολύ πιο ψηλά. Ήρθε η ώρα να ξεφύγουμε από την εσωστρέφεια των μονοψήφιων ποσοστών και να προχωρήσουμε αποφασιστικά προς τα μπροστά. Ζητούμε την ψήφο των προοδευτικών πολιτικών για να βάλουμε τις βάσεις για ένα μεγαλύτερο κόμμα, πιο ανοιχτό και πιο δυναμικό, μέσα από το οποίο θα εκφραστεί στο σύνολο της η δημοκρατική παράταξη της χώρας.
Ακούμε συνεχώς το κόμμα σας να χαρακτηρίζει τη ΝΔ ως «Δεξιά και τον ΣΥΡΙΖΑ ως «νέα Δεξιά». Είναι χαρακτηριστικά «νέας Δεξιάς» η μείωση του ΦΠΑ, η αιτιολόγηση των απολύσεων, η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, η αύξηση του κατώτατου και η μείωση του υποκατώτατου μισθού;
Η αξιολόγηση της οικονομικής πολιτικής μιας κυβέρνησης δεν μπορεί να γίνεται με όρους επικαιρότητας. Για παράδειγμα, η μείωση του ΦΠΑ γίνεται από την ίδια κυβέρνηση που είχε προχωρήσει στην αύξηση του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος της ασκούμενης πολιτικής έχει έντονα συντηρητικά στοιχεία. Εξάλλου, πολλοί από τους βουλευτές και τους υπουργούς της σημερινής κυβέρνησης διαθέτουν ένα υπερσυντηρητικό ή και ακροδεξιό πολιτικό βιογραφικό, χωρίς αυτό να εμποδίζει στο παραμικρό τη συνεργασία τους με ιστορικά στελέχη του παλιού Συνασπισμού. Οι παροχές που ανακοινώθηκαν θα μπορούσαν να είχαν δοθεί πολλά χρόνια γρηγορότερα αν δεν είχαν προηγηθεί οι πειραματισμοί Τσίπρα - Βαρουφάκη - Καμμένου που έριξαν την καρδάρα με τις θυσίες του Ελληνικού λαού.
Τί θα απαντούσατε στον κ. Μητσοτάκη αν ήσαστε στη Βουλή όταν καλούσε την Φώφη Γεννηματά «να καλιμπράρει τις ίσες αποστάσεις» και «να μην ξεχνά με τόση ευκολία» ότι το ΠΑΣΟΚ συγκυβέρνησε με τη ΝΔ;
Καλό θα ήταν ο κ. Μητσοτάκης να ασχοληθεί με το δικό του κόμμα και να επιχειρήσει επιτέλους να ελέγξει την υπερσυντηρητική πτέρυγα του. Σε κάθε περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο ύψος των περιστάσεων και υποστήριξε τις δύσκολες αποφάσεις που είχε ανάγκη η χώρα. Αν η Νέα Δημοκρατία είχε βάλει πλάτη από την αρχή και δεν καβαλούσε το άρμα του αντιΜνημονίου, ίσως να μην είχε καταστεί ποτέ αναγκαία η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και ίσως να μην είχαν γιγαντωθεί ποτέ οι λαϊκίστικες δυνάμεις που συσπειρώθηκαν γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν δεχόμαστε υποδείξεις από αυτούς που έβαλαν τη φωτιά στα δημόσια ταμεία με τον κ. Καραμανλή και μετά παρεμπόδισαν τους πυροσβέστες να τη σβήσουν.
Η τρίτη θέση στις εθνικές εκλογές και η εξ αυτής τρίτη διερευνητική εντολή αποτελεί για εσάς προϋπόθεση για να μπει το Κίνημα Αλλαγής σε διάλογο για κυβερνητική συνεργασία;
Οι μετεκλογικές συνεργασίες καθορίζονται από την ψήφο των πολιτών στις εκλογές. Αν το Κίνημα Αλλαγής δυναμώσει αρκετά, τόσο που να μπορεί να θέσει τους όρους του σε μια προγραμματική συμφωνία, τότε ναι, δεν πρέπει να αφήσουμε τη χώρα ακυβέρνητη. Αν όμως οι πολίτες δεν μας εμπιστευτούν ένα μεγάλο ποσοστό, τότε οφείλουμε να παραμείνουμε χρήσιμοι για τον τόπο από τα έδρανα της αντιπολίτευσης. Ως προς την τρίτη εντολή, είναι δημοκρατική μας ευθύνη να μην την πάρουν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής αλλά να περάσει στα χέρια του Κινήματος Αλλαγής.
Πώς ερμηνεύετε τις τελευταίες δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για την επταήμερη εργασία, τις «ελεύθερες διαπραγματεύσεις» εργοδοτών-εργαζομένων και τους ιδιώτες στα νοσοκομεία; Είναι «φάλτσα», λαθεμένες διατυπώσεις ή κρυφή ατζέντα;
Οι δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη αποτελούν ένα ακόμη μήνυμα ότι η Νέα Δημοκρατία έχει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα τόσο ως προς την οικονομική πολιτική που προτείνει με την γενική μείωση των φορολογικών συντελεστών, συμπεριλαμβανομένων και των πολύ υψηλών, όσο και στα εργασιακά. Σχετικά με τις νέες ανακοινώσεις που έκανε ο κ. Μητσοτάκης την περασμένη Κυριακή δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα. Είτε μιλούσε για 7ήμερη λειτουργία των επιχειρήσεων, κάτι που επιτρέπεται από το υπάρχον νομικό πλαίσιο, άρα δεν γνωρίζει τί πραγματικά συμβαίνει στη χώρα, είτε πράγματι ανακοίνωσε την 7ήμερη εργασία των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση οι τελευταίες εξαγγελίες του αποτελούν μία ακόμη ένδειξη του ακραίου νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα που έχει υιοθετήσει η Νέα Δημοκρατία και με την οποία είμαστε εντελώς αντίθετοι.
Η εικόνα της αθρόας προσέλευσης στις ανοιχτές συγκεντρώσεις που μιλάει ο Αλέξης Τσίπρας σας «λέει» ότι «οι Γέφυρες κατέρρευσαν», όπως επιμένει η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής;
Οι «γέφυρες» στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Τσίπρας ποτέ δεν κτίστηκαν για να καταρρεύσουν. Οι συμμαχίες μεταξύ εκπροσώπων της Καραμανλικής δεξιάς, Υπουργών και Βουλευτών εκλεγμένων με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και μεμονωμένων στελεχών προερχομένων από την κεντροαριστερά που προτίμησαν την εξουσία από την πολιτική συνέπεια είναι μακριά από τις αξίες μας. Είναι μία σύμπραξή χωρίς καμία ιδεολογική συνάφεια, με μόνη συγκολλητική ουσία το κοινό πάθος για την εξουσία. Άλλωστε, πως μπορεί να δημιουργηθεί η οποιαδήποτε προοδευτική συμμαχία με διακοπές αξίας χιλιάδων ευρώ σε κότερα και πρακτικές όπως του κ. Πολάκη. Οι κινήσεις αυτές όχι μόνο δεν γοητεύουν τους Δημοκρατικούς πολίτες αντιθέτως τους απωθούν, ενισχύοντας την απέχθεια που νιώθουν για την πολιτική.
Επιμένετε να αναδεικνύετε τα μεγάλα διακυβεύματα των Ευρωεκλογών που αφορούν στο μέλλον της Ευρώπης. Ωστόσο, εκτός αυτών, η αναμέτρηση της επόμενης Κυριακής τί φέρνει στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό την «επόμενη μέρα»; Θα υπάρχει, κατά τη γνώμη σας θέμα νομιμοποίησης της κυβέρνησης αν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει δεύτερος;
Πρέπει να γίνει σαφές ότι στις 26 Μαΐου δεν ψηφίζουμε για κυβέρνηση αλλά για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κάθε ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ συνεπάγεται ψήφος υπέρ της Ευρωπαϊκής Αριστεράς με συμμάχους τον Μελανσόν και τον Βαρουφάκη, που καταδικάζει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων α λα καρτ και είναι αρνητική σε κάθε προσπάθεια θεσμικής ενίσχυσης της Ευρώπης. Παράλληλα, στηρίζοντας την Νέα Δημοκρατία, ενισχύεται η υποψηφιότητα του συντηρητικού κ. Βέμπερ που οδηγεί στη Γερμανική Ευρώπη εις βάρος ενός δημοκρατικότερου μοντέλου. Δυστυχώς οι αυτοδιοικητικές εκλογές που διεξάγονται μαζί με τις Ευρωεκλογές σε συνδυασμό με την ρητορική τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Νέας Δημοκρατίας που περιορίζεται σε ζητήματα εσωτερικής κατανάλωσης, αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Όσον αφορά τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης, αυτή ήταν η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ πριν από πέντε χρόνια. Σε κάθε περίπτωση είμαι πεπεισμένος ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ο κ. Τσίπρας θα προσπαθήσει να παραμείνει στην εξουσία μέχρι και την τελευταία ημέρα που του επιτρέπεται από το Σύνταγμα.
Ο κ. Τσίπρας, αναφερόμενος στην «επόμενη μέρα» μετά τις Ευρωεκλογές, προανήγγειλε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «θα στηρίξει όποιον σταθεί απέναντι στον κ. Βέμπερ». Πώς θα βλέπατε το ενδεχόμενο ενός κοινού υποψηφίου όλων των ευρωπαϊκών προοδευτικών δυνάμεων απέναντι στον υποψήφιο της ευρω-Δεξιάς;
Από την αρχή έχω υποστηρίξει την ανάγκη διαμόρφωσης μίας προοδευτικής προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ Σοσιαλιστών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων, απέναντι στην θεσμική στασιμότητα που προτάσσει ο κ. Βέμπερ και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα στο σύνολό του. Δύο υποψήφιοι για την προεδρεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα μπορούσαν να εκφράσουν αυτό το όραμα είναι ο κ. Τίμμερμανς από τους Σοσιαλιστές και η κα Βεστάγκερ από τους Φιλελευθέρους. Ο κ. Τσίπρας όσο η Ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έχουν δηλώσει δημοσίως την υποστήριξή τους σε καμία τέτοια υποψηφιότητα. Είναι εκτός Ευρωπαϊκής πραγματικότητας όποιος πιστεύει ότι οι Ευρωβουλευτές της Ευρωπαϊκής Αριστεράς θα ψήφιζαν πλειοψηφικά κάποιον από τους δύο. Ας αφήσει λοιπόν ο κ. Τσίπρας τα επικοινωνιακά παιχνίδια.
Μία από τις πλέον προβληματικές θέσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ σε σχέση με τη χώρα μας είναι η διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Ωστόσο, με όσα πράττει η Άγκυρα τις τελευταίες ημέρες δεν ενισχύει εκ των πραγμάτων την ρητορική του Βέμπερ;
Η θέση του κ. Βέμπερ και αρκετών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Δεξιάς δεν είναι καινούργια. Στην τελευταία έκθεση Προόδου της Τουρκίας που ψηφίσαμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μόλις δύο μήνες πριν, οι Γερμανοί Ευρωβουλευτές του Λαϊκού Κόμματος κατέθεσαν τροπολογία με την οποία πρότειναν την πλήρη διακοπή τους περιορίζοντας τις Ευρωτουρκικές σχέσεις στο εμπορικό κομμάτι. Όλοι οι Έλληνες Ευρωβουλευτές καταψηφίσαμε αυτή την πρόταση καθώς είναι ενάντια στα εθνικά μας συμφέροντα. Πρέπει να κρατήσουμε την Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να επιμείνουμε ότι οι όποιες Ελληνοτουρκικές διαφορές είναι και θα παραμείνουν ευρωτουρκικές. Αυτό είναι και η πάγια εθνική μας στρατηγική. Όμως, θα είμασταν εκτός πραγματικότητας αν δεν αναγνωρίζαμε ότι τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν απομακρύνεται συνεχώς από τις Ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Εργαλειοποίησε το αποτυχημένο δημοψήφισμα για να φυλακίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Συγκέντρωσε στο πρόσωπο του Προέδρου όλες τις εξουσίες, καταργώντας την αρχή του κράτους δικαίου και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Η ακύρωση των πρόσφατων δημοτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα του δρόμου που έχει πάρει η Τουρκία.
Για το λόγο αυτό στην ίδια ψηφοφορία που τέθηκε το ζήτημα του τερματισμού των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, σε αντίθεση με του Ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, ψήφισα υπέρ της επίσημης αναστολής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα όταν βασικές αρχές και αξίες της Ένωσης παραβιάζονται και όταν η Τουρκία απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου. Η ενταξιακή πορεία έχει υποχρεώσεις και όχι μόνο δικαιώματα και πρέπει να είναι σαφές σε όλους ότι όταν δεν τηρούνται υπάρχουν κυρώσεις.