Η ανατριχιαστική εξιστόρηση του αρχηγού του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ Μάρκ Μίλεϊ για τους τελευταίους μήνες της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ
Οι τελευταίοι μήνες της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σίγουρα τεταμένοι. Από τη στιγμή που έχασε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου και έπειτα, ο πρώην πρόεδρος έκανε ό,τι περνάει από το χέρι του για να παραμείνει γαντζωμένος στην εξουσία. Κατήγγελλε νοθεία στις εκλογές – χωρίς να διαθέτει όπως αποδείχθηκε αξιόπιστα στοιχεία- κινητοποίησε τους οπαδούς του και όπως φαίνεται από ένα αποκαλυπτικό δημοσίευμα του έγκριτου περιοδικού New Yorker έφτασε σε σημείο να φλερτάρει ακόμη και με στρατιωτική δράση κατά του Ιράν για να πετύχει το σκοπό του.
Το περιοδικό επικαλείται τις εξιστορήσεις του αρχηγού του Αμερικανικού ΓΕΕΘΑ Μάρκ Μίλεϊ, οι οποίες σε αρκετά σημεία είναι τουλάχιστον ανατριχιαστικές. Περιγράφει το παρασκήνιο των τεταμένων μηνών που μεσολάβησαν από τις αμερικανικές εκλογές έως και την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο και από εκεί στην παράδοση της εξουσίας στον Τζο Μπάιντεν.
Το δημοσίευμα του New Yorker
Η τελευταία φορά που ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, επιτελάρχης των Ενόπλων Δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών, μίλησε με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ήταν στις 3 Ιανουαρίου 2021. Το θέμα της συνάντησης, στον Λευκό Οίκο, ήταν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Τους τελευταίους μήνες, ο Μίλεϊ είχε επιδοθεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να διασφαλίσει ότι ο Τραμπ δεν θα ξεκινούσε μια στρατιωτική σύγκρουση με το Ιράν, στο πλαίσιο της εκστρατείας του για να ανατρέψει τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020 και να παραμείνει στην εξουσία. Ο στρατηγός, φοβόταν κρυφά ότι ο Τραμπ θα επέμενε να εξαπολύσει ένα χτύπημα κατά ιρανικών στόχων που θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών.
«Εφιαλτικά σενάρια»
Υπήρχαν δύο «εφιαλτικά σενάρια», είπε ο Μίλεϊ σε συνεργάτες του, για την περίοδο μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, που οδήγησαν στην ήττα του Τραμπ αλλά όχι στην παραχώρησή του: Το ένα ήταν ότι ο Τραμπ θα προσπαθούσε «να χρησιμοποιήσει τον στρατό στους δρόμους των ΗΠΑ για να αποτρέψει τη νόμιμη, ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας».
Το άλλο ήταν μια εξωτερική κρίση που αφορούσε το Ιράν. Δεν είχε δημοσιοποιήσει τις απόψεις του την εποχή εκείνη, αλλά ο Μίλεϊ πίστευε οι ΗΠΑ έφτασαν κοντά - «πολύ κοντά»- σε σύγκρουση με την Ισλαμική Δημοκρατία. Αυτή η επικίνδυνη μετεκλογική περίοδος, είπε ο Μίλεϊ, οφειλόταν στο ότι ο Τραμπ αγκάλιασε το «Μεγάλο Ψέμα» που έμοιαζε με τον «Χίτλερ»- ότι δηλαδή οι Δημοκρατικοί του έκλεψαν τη νική στις εκλογές- ο Milley φοβόταν ότι ήταν η «στιγμή του Ράιχσταγκ» του Τραμπ, κατά την οποία, όπως ο Αδόλφος Χίτλερ το 1933, θα κατασκεύαζε μια κρίση, προκειμένου να εμφανιστεί ως σωτήρας και να σώσει το έθνος.
Για να αποτρέψει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, ο Μίλεϊ είχε, από τα τέλη του 2020, πρωινές τηλεφωνικές συναντήσεις, στις 8 π.μ. τις περισσότερες ημέρες, με τον προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Μαρκ Μίντοους, και τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, με την ελπίδα να περάσει η χώρα με ασφάλεια στην ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν. Ο Μίλεϊ, ένας εύσωμος στρατηγός, ο οποίος είχε διοριστεί στη θέση αυτή από τον Τραμπ το 2019, αναφερόταν σε αυτές τις συναντήσεις με το επιτελείο του ως τα τηλεφωνήματα «προσγείωσης του αεροπλάνου"»- Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Και οι δύο κινητήρες έχουν σβήσει, το σύστημα προσγείωσης έχει κολλήσει, βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η δουλειά μας είναι να προσγειώσουμε αυτό το αεροπλάνο με ασφάλεια και να κάνουμε μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας στις 20 Ιανουαρίου».
Αυτή η ασυνήθιστη αντιπαράθεση μεταξύ του κορυφαίου στρατιωτικού αξιωματούχου της χώρας και του αρχιστράτηγου είχε αρχίσει να αναπτύσσεται καθ' όλη τη διάρκεια του 2020. Πριν από τις εκλογές, ο Μίλεϊ είχε καταρτίσει ένα σχέδιο για το πώς θα χειριζόταν την επικίνδυνη περίοδο που θα οδηγούσε στην ορκωμοσία του νέου προέδρου.
Περιέγραψε τέσσερις στόχους:
- πρώτον, να διασφαλίσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα πήγαιναν άσκοπα σε πόλεμο στο εξωτερικό
- δεύτερον, να διασφαλίσει ότι τα αμερικανικά στρατεύματα δεν θα χρησιμοποιούνταν στους δρόμους της Αμερικής εναντίον του αμερικανικού λαού, με σκοπό να διατηρηθεί ο Τραμπ στην εξουσία
- τρίτον, να διατηρήσει την ακεραιότητα του στρατού
- και, τέλος, να διατηρήσει τη δική του ακεραιότητα.
Καθώς η κρίση με τον Τραμπ εκτυλισσόταν και οι χειρότεροι φόβοι του αρχηγού του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ σχετικά με το ότι ο πρόεδρος δεν θα αποδεχόταν την ήττα του φαινόταν να επαληθεύονται, ο Μίλεϊ συναντήθηκε επανειλημμένα κατ' ιδίαν με τους αρχηγούς των στρατιωτικών επιτελείων.
Τους είπε να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρχαν παράνομες εντολές από τον Τραμπ και να μην εκτελέσουν οποιεσδήποτε τέτοιες εντολές χωρίς να τον καλέσουν πρώτα -σχεδόν μια ανατριχιαστική επανάληψη των τελευταίων ημερών του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν ο υπουργός Άμυνας, ο Τζέιμς Σλέσινγκερ, φέρεται να προειδοποίησε τους στρατιωτικούς να μην ενεργήσουν σύμφωνα με οποιεσδήποτε εντολές του Λευκού Οίκου για την εξαπόλυση πυρηνικού πλήγματος χωρίς να το ελέγξουν πρώτα με τον ίδιο ή με τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας, τον Χένρι Κίσινγκερ.
Σε μια συνάντηση με τους αρχηγούς των Γενικών Επιτελείων, στο γραφείο του Μίλεϊ στο Πεντάγωνο, ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων επικαλέστηκε τη διάσημη φράση του Βενιαμίν Φραγκλίνου, λέγοντας ότι θα έπρεπε να είναι όλοι μαζί. Στα ανήσυχα μέλη του Κογκρέσου -συμπεριλαμβανομένων της προέδρου Νάνσι Πελόζι και του ηγέτη της πλειοψηφίας της Γερουσίας Μιτς Μακόνελ-, αλλά και στους απεσταλμένους της επερχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν, ο Μίλεϊ έστειλε επίσης το μήνυμα: Ο Τραμπ μπορεί να επιχειρήσει πραξικόπημα, αλλά θα αποτύχει, επειδή δεν θα καταφέρει ποτέ να πάρει με το μέρος του τον αμερικανικό στρατό. «Η αφοσίωσή μας είναι στο Σύνταγμα των ΗΠΑ», τους είπε ο Μίλεϊ, και «δεν πρόκειται να εμπλακούμε στην πολιτική».
Αρνείται τα περί πραξικοπήματος ο Τραμπ
Πάντως, ο Τραμπ, αρνήθηκε ότι σχεδίασε να παραμείνει στην εξουσία με πραξικόπημα: «Ποτέ δεν απείλησα ή μίλησα σε κανέναν για πραξικόπημα». Και πρόσθεσε: «Αν επρόκειτο να κάνω πραξικόπημα, ένας από τους τελευταίους ανθρώπους με τους οποίους θα ήθελα να το κάνω είναι ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ». Ο Τραμπ είπε ότι επέλεξε τον Μίλεϊ για τη θέση μόνο και μόνο επειδή ήθελε να εκνευρίσει τον τότε υπουργό Άμυνας του, Τζιμ Ματίς, ο οποίος, όπως είπε, «δεν τον άντεχε». «Συχνά ενεργώ αντίθετα στις συμβουλές ανθρώπων που δεν σέβομαι», σημείωσε ο Τραμπ. Ο πρώην πρόεδρος διατύπωσε την άποψη ότι ο Μίλεϊ, ένας στρατιωτικός καριέρας, επέτρεπε την κυκλοφορία αυτών των φημών «για να κερδίσει την εύνοια της ριζοσπαστικής Αριστεράς».
Σε κατάσταση συναγερμού
Ο Μίλεϊ βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους συναγερμού από το καλοκαίρι του 2020. Την 1η Ιουνίου, ο Τραμπ είχε χρησιμοποιήσει τον στρατηγό ως «στήριγμα» στην περιβόητη φωτογράφιση στην πλατεία Λαφαγιέτ: Ο Τραμπ είχε περάσει από την πλατεία λίγα λεπτά αφότου είχε εκκαθαριστεί βίαια από τους ειρηνικούς διαδηλωτές του Black Lives Matter, και τον ακολουθούσαν ο υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ, μια ομάδα συμβούλων του Λευκού Οίκου και ο Μίλεϊ, ο οποίος ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή, σαν να βρισκόταν σε πόλεμο εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, παρατηρεί το New Yorker. Ο Μίλεϊ, ένας Ιρλανδοκαθολικός από τη Βοστόνη που πιστεύει ακράδαντα στο Σύνταγμα και την παράδοση των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική ουδετερότητα, θεώρησε εκείνη τη φωτογράφιση ως τη «στιγμή της Δαμασκού», όπως θα την αποκαλούσε αργότερα: Μια λανθασμένη απόφαση που θα τον στοίχειωνε για πάντα.
Σκέφτηκε να παραιτηθεί, αλλά αντ' αυτού αποφάσισε να κάνει τη μετάνοιά του. «Θα πολεμήσω από μέσα», είπε στο επιτελείο του. Την επόμενη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια μιας προγραμματισμένης ομιλίας, ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τη συμμετοχή του σε μια πολιτική επίδειξη που ήταν εντελώς ακατάλληλη για τον ηγέτη των απολιτικών Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ.
Η οργή του Τραμπ για το Πεντάγωνο
Στις 3 Ιουνίου, στην αίθουσα ενημέρωσης του Πενταγώνου, ο Έσπερ ανακοίνωσε ότι ήταν αντίθετος με την επίκληση του νόμου περί εξέγερσης κατά των διαδηλωτών και δήλωσε ότι προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του χωρίς πολιτικές τοποθετήσεις. Λίγο μετά τη δήλωση του Έσπερ στον Τύπο, ο Έσπερ, ο Μίλεϊ και ο διοικητής της CENTCOM, Φρανκ Μακένζι, είχαν προγραμματίσει να συμμετάσχουν σε μια συνάντηση στον Λευκό Οίκο για το Αφγανιστάν. Ο Τραμπ, εξοργισμένος, τα έβαλε με τον Έσπερ πριν καν προλάβει να καθίσει ο Μίλεϊ.
Ο πρόεδρος «ξεσπάθωσε» στον Έσπερ, είπε ο Μίλεϊ στους συνεργάτες του, μια από τις χειρότερες διαπομπεύσεις που είχε δει ποτέ. Ο Τραμπ απέλυσε τον Έσπερ λίγες ημέρες μετά την ήττα του στις εκλογές του 2020. Ο Μίλεϊ είπε στους συνεργάτες του ότι και ο ίδιος ήταν έτοιμος να απολυθεί ή ακόμη και να περάσει από στρατοδικείο.
Σε μια άλλη συνάντηση μετά την ομιλία του Μίλεϊ, ο Τραμπ, καθισμένος στο γραφείο του στο Οβάλ Γραφείο, απαίτησε να μάθει γιατί ο Μίλεϊ ζήτησε συγγνώμη- οι συγγνώμες, του είπε ο Τραμπ, σύμφωνα με μια μαρτυρία που επανέλαβε αργότερα ο Μίλεϊ, είναι ένδειξη αδυναμίας. «Όχι εκεί από όπου κατάγομαι», απάντησε ο Μίλεϊ, όπως είπε αργότερα σε συνεργάτες του. Ο Μίλεϊ είπε ότι έπρεπε να ζητήσει συγχώρεση επειδή ήταν ένας ένστολος που δεν ανήκε στην πολιτική. «Δεν περιμένω να καταλάβετε», είχε πει απευθυνόμενος στον Τραμπ. «Είναι ηθικός κώδικας για εμάς, ένα καθήκον».
Ο φόβος για έναν αχρείαστο πόλεμο με το Ιράν
Μια βασική ανησυχία για τον Μίλεϊ ήταν η προοπτική να ωθήσει ο Τραμπ τις ΗΠΑ σε μια στρατιωτική σύγκρουση με το Ιράν. Το θεωρούσε αυτό ως πραγματική απειλή, εν μέρει λόγω μιας συνάντησης με τον πρόεδρο τους πρώτους μήνες του 2020, κατά την οποία ένας από τους συμβούλους του Τραμπ έθεσε την προοπτική ανάληψης στρατιωτικής δράσης για να σταματήσει το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, εάν ο Τραμπ έχανε τις εκλογές. Σε μια άλλη συνάντηση, στην οποία ο Τραμπ δεν ήταν παρών, ορισμένοι από τους συμβούλους του Προέδρου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής πίεσαν και πάλι για στρατιωτική δράση κατά του Ιράν. Ο Μίλεϊ δήλωσε αργότερα ότι, όταν τους ρώτησε γιατί ήταν τόσο αποφασισμένοι να επιτεθούν στο Ιράν, ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς απάντησε: «Επειδή είναι κακοί».
Τους μήνες μετά τις εκλογές, με τον Τραμπ να εμφανίζεται πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να παραμείνει στην εξουσία, το θέμα του Ιράν τέθηκε επανειλημμένα στις συναντήσεις του Λευκού Οίκου με τον Πρόεδρο και ο Μίλεϊ υποστήριξε την αντίθεσή του σε ένα στρατιωτικό χτύπημα.
Ο Τραμπ δεν ήθελε πόλεμο, πίστευε ο επιτελάρχης των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά συνέχισε να πιέζει για ένα πυραυλικό χτύπημα ως απάντηση σε διάφορες προκλήσεις κατά των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Ο Μίλεϊ, βάσει νόμου ανώτατος στρατιωτικός σύμβουλος του προέδρου, ανησυχούσε ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να ξεκινήσει μια πολεμική σύγκρουση πλήρους κλίμακας που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Ο Τραμπ είχε γύρω του έναν κύκλο από «γεράκια» και είχε στενές σχέσεις με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος επίσης προέτρεπε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να δράσει εναντίον του Ιράν, αφότου έγινε σαφές ότι ο Τραμπ είχε χάσει τις εκλογές. «Αν το κάνετε αυτό, θα έχετε έναν γ@μ@μ@νο πόλεμο», έλεγε ο Μίλεϊ.
Τελικά, στις 3 Ιανουαρίου, αφού ο Τραμπ είχε επιστρέψει αεροπορικώς από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του στο Μαρ-α-Λάγκο, συγκάλεσε σύσκεψη στο Οβάλ Γραφείο για το Ιράν, ρωτώντας τους συμβούλους του για τις πρόσφατες εκθέσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας σχετικά με τις πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν. Τόσο ο Μάικ Πομπέο όσο και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Ρόμπερτ Ο' Μπράιαν, είπαν στον Τραμπ ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει κάτι στρατιωτικά σε εκείνο το σημείο. Η στάση τους ήταν ότι ήταν «πολύ αργά για να τους χτυπήσουμε». Αφού ο Μίλεϊ ανέλυσε το πιθανό κόστος και τις συνέπειες, ο Τραμπ συμφώνησε. Και αυτό ήταν: Μετά από μήνες ανησυχίας και αβεβαιότητας, η μάχη για το Ιράν είχε τελειώσει.
Η σύσκεψη πριν την εισβολή στο Καπιτώλιο
Στο τέλος της συνάντησης ο Τραμπ αναφέρθηκε στην επικείμενη συγκέντρωση των υποστηρικτών του στις 6 Ιανουαρίου, ρωτώντας τον Μίλεϊ και τον υπηρεσιακό υπουργό Άμυνας, Κρίστοφερ Μίλερ, αν ήταν προετοιμασμένοι για αυτό που ο Τραμπ είχε ήδη υποσχεθεί, στο Twitter, ότι θα ήταν μια «άγρια» διαμαρτυρία. Ήταν μια σύντομη συζήτηση, εκμυστηρεύτηκε αργότερα ο Μίλεϊ σε συνεργάτες του, όχι περισσότερο από δύο λεπτά στο τέλος μιας πολύωρης συνάντησης. «Θα είναι μεγάλη υπόθεση», φέρεται να είπε ο Τραμπ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μίλεϊ. Ήταν η τελευταία φορά που ο πρόεδρος θα μιλούσε ποτέ στον αρχηγό του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ.
Μόλις τρεις ημέρες αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου, μια εκδοχή του εφιαλτικού σεναρίου του Μίλεϊ διαδραματίστηκε ούτως ή άλλως: Μια επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ από έναν όχλο υποστηρικτών του Τραμπ που προσπαθούσε να εμποδίσει το Κογκρέσο να επικυρώσει τη νίκη του Μπάιντεν. Ο Μίλεϊ δεν το είχε οραματιστεί, όχι ακριβώς - οι φόβοι του αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό ενδεχόμενα επεισόδια, μεταξύ οπαδών του Τραμπ και ακροαριστερών διαδηλωτών, τα οποία θα μπορούσε ο απερχόμενος πρόεδρος να χρησιμοποιήσει ως πρόσχημα για να απαιτήσει στρατιωτικό νόμο.
Εκείνη την ημέρα, ο Μίλεϊ είπε στους άλλους ότι αυτό που φοβόντουσαν είχε γίνει πραγματικότητα: Ο Τραμπ είχε τη «στιγμή του Ράιχσταγκ».