Ένα κενό υπάρχει στην ιστορία της Ελλάδας από τις 16 έως και τις 28 Φεβρουαρίου του 1923. Σε κανένα ιστορικό αρχείο δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα γεγονότα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στη χώρα μας, ούτε καν στις εφημερίδες. Τι συνέβη στην Ελλάδα τότε;
Η απάντηση είναι πως πριν από 96 χρόνια, αποφασίσαμε να μεταπηδήσουμε επισήμως, από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό ημερολόγιο και άρα μετά τις 16 Φεβρουαρίου πήγαμε κατευθείαν στην 1η Μαρτίου, όπως είχε γράψει το All About History στις 1/02/2020.
Η απαρχή του Ιουλιανού ημερολογίου
Προκειμένου να δούμε για ποιον λόγο συνέβη αυτό, θα κάνουμε μια πρώτη στάση στην αρχαία Ρώμη του έτους 46 π.Χ. Από το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς έχει ανέλθει στο ύπατο αξίωμα ο Gaius Julius Caesar, που εξαρχής αντιλαμβάνεται ότι η μορφή του ημερολογίου το οποίο χρησιμοποιείται στην αχανή έκταση που ηγεμονεύει δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα. Το κάθε έτος έχει μόνο 355 ημέρες, με αποτέλεσμα οι εποχές να έρχονται όλο και νωρίτερα σε ημερολογιακό επίπεδο. Σε πρακτικό επίπεδο φυσικά, η καθεμιά τους εξακολουθεί να παραμένει σταθερή αφού το κρύο, η ζέστη, η άνθιση των λουλουδιών και το πέσιμο των φύλλων καταγράφονται ετησίως την ίδια κάθε φορά περίοδο, άσχετα με το τι μήνα γράφουν τα ημερολόγια.
Έτσι, ο Julius Caesar ζητά από τον Έλληνα Αλεξανδρινό αστρονόμο Σωσιγένη να του προτείνει έναν νέο τρόπο μέτρησης του χρόνου και κάπως έτσι δημιουργείται το ημερολόγιο που προς τιμήν του δικτάτορα της Ρώμης παίρνει το όνομα «Ιουλιανό». Σύμφωνα με αυτό, το έτος έχει 365,25 ημέρες και προστίθεται διορθωτικά άλλη μια κάθε τέσσερα χρόνια. Η νέα μέτρηση του χρόνου ήταν σαφώς καλύτερη από την προηγούμενη, αλλά και πάλι έχανε 11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα ανά έτος. Με μαθηματική ακρίβεια, το πρόβλημα μακροπρόθεσμα θα διογκωνόταν. Όπερ και εγένετο.
Από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό
Η δεύτερη στάση μας θα γίνει στα τέλη του 16ου αιώνα. Το Ιουλιανό ημερολόγιο έχει πλέον απωλέσει σωρευτικά, 11 ολόκληρες ημέρες. Εάν συνεχίζαμε με αυτόν τον ρυθμό, κάποια στιγμή θα γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα μεσούντος του καλοκαιριού. Κάπως έτσι θα πρέπει να σκέφτηκε ο Ιταλός αστρονόμος και φιλόσοφος Aloysius Lilius που συνέγραψε μια εργασία με τίτλο Compendiuem novae rationis restituendi calendarium (Σύνοψις του νέου σχεδίου για την επανόρθωση του Ημερολογίου) χωρίς να τη δημοσιοποιήσει μέχρι τον θάνατό του, το 1576. Έξι χρόνια αργότερα, ο αδελφός του τη διαβάζει ενθουσιασμένος και θεωρεί σκόπιμο να την παρουσιάσει στον οξυδερκή Πάπα Gregorio τον 13ο. Ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συμβουλεύεται τους συνεργάτες του, και αφού γίνονται κάποιες μικρές τροποποιήσεις από τον Ιταλό αστρονόμο Cristoforo Clavio, αποφασίζει να δώσει εντολή να διορθωθεί για μια ακόμη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας το σύστημα μέτρησης του χρόνου.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1582, ο Ποντίφικας αποφασίζει ότι η επόμενη ημέρα που ξημέρωνε μετονομάζεται σε 15η Οκτωβρίου. Παράλληλα τροποποιεί τον σεληνιακό κύκλο που χρησιμοποιείται από την Εκκλησία για τον υπολογισμό του Πάσχα. Το έτος έχει πλέον 365,24 ημέρες. Για πρακτικούς όμως λόγους συμφωνήθηκε ότι θα έχει 365 και αυτό το υπολειπόμενο 0,24 θα αναπληρώνεται προσθέτοντας μια ακόμη ημέρα ανά τετραετία (το επονομαζόμενο δίσεκτο έτος) τον μήνα Φεβρουάριο. Το νέο ημερολόγιο θα ονομαστεί «Γρηγοριανό», από το όνομα του Πάπα και φυσικά υιοθετήθηκε αμέσως από Ρωμαιοκαθολικές χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αντιθέτως, οι ορθόδοξες και οι προτεσταντικές το είδαν με επιφύλαξη και το ενστερνίστηκαν σταδιακά πολύ αργότερα, όταν διαπίστωσαν ότι η εφαρμογή του έκανε πιο εύρυθμη τη ζωή τους.
Η καχυποψία του Πατριαρχείου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα το έβλεπε ως απόπειρα προσηλυτισμού εκ μέρους του Βατικανού. Μόλις το 1902 ο τότε Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ έκρινε σκόπιμο να αποστείλει από το Φανάρι εγκύκλιο σε όλες τις ομόδοξες Εκκλησίες προκειμένου να μελετήσουν εκ νέου το ζήτημα του ημερολογίου, οπότε αναθεωρήθηκαν οι δογματικές απόψεις αιώνων.
Η Εκκλησία της Ελλάδας συστήνει επιτροπή μελέτης που αποφαίνεται ότι «η μεταβολή, μη προσκρούσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Μέχρι να γίνουν αυτές οι συνεννοήσεις συνέχισε να χρησιμοποιείται το Ιουλιανό ημερολόγιο. Είχε δώσει όμως τη συγκατάθεσή της στην τότε κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά και την εν γένει πολιτεία, να χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό για πολιτική και μόνο χρήση.
Ευαγγελισμός στις 7 Απριλίου!
Έτσι, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Β’ (το οποίο είναι ακόμη σε ισχύ αφού δεν έχει αντικατασταθεί με νεότερο) εισήχθη το Γρηγοριανό ημερολόγιο την 16η Φεβρουαρίου του 1923, η οποία ορίστηκε ως 1η Μαρτίου. Οι ενδιάμεσες 13 ημέρες χάνονται στα χαρτιά δια παντός.
Η κατάσταση όμως περιπλέχθηκε λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, όταν ήρθε η 25η Μαρτίου. Το κράτος μπορούσε να τιμήσει εκείνη την ημέρα την επέτειο της Εθνεγερσίας του 1821, αλλά δεν μπορούσε να γιορτάσει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αφού για την Ελλαδική Εκκλησία ο Ευαγγελισμός θα ερχόταν στις 7 Απριλίου!
Προκειμένου να μην διαχωριστούν τα δύο άκρως σημαντικά γεγονότα για τη χώρα, η Ιεραρχία υποχωρεί. Πολύ σύντομα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει και αυτή το Γρηγοριανό ημερολόγιο για τις θρησκευτικές εορτές, με εξαίρεση τις κινητές (όπως π.χ. το Πάσχα). Ομάδες κληρικών και λαϊκών διαφωνούν στην εισαγωγή του νέου ημερολογίου, την οποία θεωρούν προδοσία της ορθόδοξης παράδοσης και ένδειξη υποταγής στον Πάπα που επιχειρεί δολίως να αφομοιώσει τα χριστιανικά δόγματα. Οι αντιδρώντες αποσχίζονται, θεωρώντας ότι αυτοί είναι οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Γ.Ο.Χ.). Έκτοτε, οι εν λόγω πιστοί αποκαλούνται «παλαιοημερολογήτες», χωρίς όμως να θεωρούνται ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι, παρά το γεγονός ότι δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την κρατούσα Εκκλησία της Ελλάδας.
Πηγή: All About History - Ethnos.gr