Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου βάζει «φρένο» στη «μαύρη» εκμετάλλευση στην εργασία και στην εμπορία ανθρώπων
Φρένο βάζει η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στην εμπορία ανθρώπων και τη μαύρη εκμετάλλευση στην εργασία, όπως ήταν η περίπτωση με τις «ματωμένες φράουλες» της Μανωλάδας (2013).
Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δίνει το πράσινο φως στα κλιμάκια επιθεωρητών εργασίας (ΣΕΠΕ) και αστυνομικών να δρουν με σύγχρονα μέσα (μέθοδο τεχνικής βιομετρίας, φωτογράφιση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.) για την καταπολέμηση της σύγχρονης μάστιγας της εμπορίας ανθρώπων, υπό τη μορφή της εργασιακής εκμετάλλευσης αλλοδαπών (από το Μπαγκλαντές, Πακιστάν κ.α.) που είτε εισέρχονται παράνομα στη χώρα, είτε έχουν άδεια παραμονής και απασχολούνται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες με ελάχιστες αμοιβές.
Η γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία υπογράφεται από τον αντεισαγγελέα Γεώργιο Σκιαδαρέση, παρέχει τη δυνατότητα στα κλιμάκια ΣΕΠΕ και αστυνομικών που πραγματοποιούν ελέγχους σε επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις κ.α. στο πλαίσιο της πάταξης της εργασιακής εκμετάλλευσης (μαύρη εργασία), η οποία «υποκρύπτει στοιχεία εμπορίας ανθρώπων», να χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα για την ταυτοποίηση των εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό δίνεται η δυνατότητα στα κλιμάκια να χρησιμοποιούν βιομετρικά δεδομένα, φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση των προσώπων των εργαζομένων, των χώρων εργασίας, των βιβλίων που τηρούνται στις επιχειρήσεις κ.λπ., χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων και χωρίς να παραβιάζεται η προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου οριοθέτησαν τις δυνατότητες των κλιμακίων αυτών για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση «της εργασιακής εκμετάλλευσης, ως έκφανση της εμπορίας ανθρώπων», η οποία αντιμετωπίζεται ως κακουργηματική πράξη, αλλά και την ταυτοποίηση των παράνομα εισερχομένων και εργαζομένων στη χώρα μας.
Τα κοινά κλιμάκια ΣΕΠΕ και ΕΛ.ΑΣ., πλέον των άλλων, συγκροτούνται καθώς οι επιθεωρητές εργασίας δεν έχουν ανακριτικές ιδιότητες, ενώ οι αστυνομικοί έχουν.
Η εισαγγελική γνωμοδότηση προκλήθηκε από ερώτημα του ΣΕΠΕ και της Επιθεώρησης Εργασίας, καθώς, μεταξύ των άλλων, οι εργοδότες οι οποίοι απασχολούν παράνομα και ανασφάλιστα αλλοδαπούς και ειδικά εργάτες γης αμφισβητούν το πόρισμα του επιθεωρητή εργασίας, ότι «ο εργαζόμενος που αναγράφεται στο δελτίο ελέγχου ως απασχολούμενος χωρίς έγγραφα είναι ο επονομαζόμενος X και υποδεικνύει άλλο πρόσωπο Ψ (που είναι καθ’ όλα νόμιμα απασχολούμενο και συνήθως ομοεθνές του πρώτου), επικαλούμενος πλάνη του επιθεωρητή εργασίας για το πρόσωπο».
Ετσι, οι επιθεωρητές εργασίας «δικαιούνται πλέον να φωτογραφίζουν ή να μαγνητοσκοπούν τους χώρους της επιχείρησης, τα πράγματα σε αυτούς, τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλο στοιχείο που τηρεί αυτή, καθώς επίσης τα πρόσωπα των ελεγχθέντων απασχολουμένων στους χώρους της επιχείρησης, ημεδαπών και αλλοδαπών».
Μάλιστα, «πρόδηλο» είναι, κατά την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ότι «αφού η φωτογράφιση γίνεται νομίμως, ουδόλως απαιτείται η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων (εργαζόμενου)».
Ωστόσο, η φωτογράφιση πρέπει «να γίνεται εν γνώσει του εργαζόμενου και όχι μυστικά, εν αγνοία του». Δηλαδή, συνεχίζει η Εισαγγελία, «έστω και αν δεν απαιτείται η συναίνεσή του, αυτός πρέπει να γνωρίζει ότι ο επιθεωρητής εργασίας τον φωτογραφίζει ή τον μαγνητοσκοπεί» και πρέπει να ενημερώνεται για τον σκοπό επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων.
Πάντως, η φωτογράφιση ή η μαγνητοσκόπηση (η οποία πρέπει να γίνεται όχι με ιδιωτική συσκευή του επιθεωρητή εργασίας, αλλά του ΣΕΠΕ) πρέπει «να επιλέγεται ως έσχατη λύση, όταν δηλαδή ο εργαζόμενος δεν φέρει κανένα αποδεικτικό έγγραφο ταυτοπροσωπίας με τη φωτογραφία του ή φέρει μεν τέτοιο, αλλά η επικολλημένη φωτογραφία δεν απεικονίζει τον ίδιο».
Δεν παραλείπεται να αναφερθεί ότι «η Επιθεώρηση Εργασίας στις περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων με τη μορφή της εργασιακής εκμετάλλευσης καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια και φροντίδα, συνεργαζόμενη με την αρμόδια αστυνομική αρχή και τον οικείο εισαγγελέα, ώστε να προσφερθεί στα θύματα της εμπορίας η προβλεπόμενη από τον νόμο και την κυρωθείσα με τον ν. 4216/2013 διεθνή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης αρωγή της Ελληνικής Πολιτείας».
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, «έκφανση της εμπορίας ανθρώπων είναι η εργασιακή εκμετάλλευση». Ειδικότερα, η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας Ανθρώπων (κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 4216/2013) προβλέπει: «Ως εμπορία ανθρώπων ορίζεται η στρατολόγηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή υποδοχή προσώπων, που γίνεται με απειλή ή άσκηση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη ή κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευση ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης ή με προσφορά ή πρόσληψη χρημάτων ή προνομίων, με σκοπό την επίτευξη συναίνεσης αυτών των προσώπων στον έλεγχό τους από άλλο πρόσωπο για λόγους εκμετάλλευσης.
Στον όρο εκμετάλλευση περιλαμβάνεται τουλάχιστον η εκμετάλλευση της πορνείας άλλων, ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, η αναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, η δουλεία και οι παρεμφερείς πρακτικές καθώς και η αφαίρεση οργάνων».
Σύμφωνα με το άρθρο 323 του Ποινικού Κώδικα, η έννοια του κακουργήματος της εμπορίας ανθρώπων, πέραν των άλλων, περιλαμβάνει «τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους από: α) την υπαγωγή σε καθεστώς δουλείας ή σε παρεμφερείς προς τη δουλεία πρακτικές, β) την υπαγωγή σε καθεστώς ειλωτείας, γ) την εργασία ή την επαιτεία του θύματος (εργασιακή εκμετάλλευση)».
Σε περίπτωση που διαπιστωθεί από τον έλεγχο ότι υπάρχουν παραβάσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και ενδείξεις εμπορίας ανθρώπων, εκτός από τη σύνταξη μηνυτήριας αναφοράς από τους επιθεωρητές εργασίας, πρέπει να καταγράφονται τα γεγονότα αυτά και στο δελτίο ελέγχου του ΣΕΠΕ.