Οι αυξημένες σήμερα, λόγω πανδημίας, κατά περίπου 50% ανάγκες του ΕΣΥ σε προσωπικό, θα υποστηριχθούν από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας που φέρνει στη Βουλή διατάξεις που αυξάνουν τα οικονομικά κίνητρα, αναφέρει σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, «παρ' ότι ήδη έχουν αυξηθεί οι θέσεις των υπηρετούντων κατά πολλές χιλιάδες, αυτήν τη στιγμή, με την αρχή του τέταρτου κύματος, χρειαζόμαστε κι άλλους και τους καλούμε να έρθουν, βελτιώνοντας και τις οικονομικές απολαβές», όπως προσθέτει.
Μιλώντας στην δημοσιογράφο του ΑΠΕ-ΜΠΕ Έφη Φουσέκη υπογραμμίζει ότι θα ενταθεί η ενημέρωση για τον εμβολιασμό κατά της covid-19, ειδικά σε περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, ενώ ξεκινάει και online forum και μια τηλεφωνική γραμμή για ερωτήσεις και απαντήσεις, όπου θα μπορεί ο καθένας να διατυπώνει τις απορίες του και να παίρνει απάντηση από γιατρούς.
Αναφερόμενη στα διαχρονικά προβλήματα του ΕΣΥ προτάσσει τη συνεργασία για την επίλυσή τους με στόχο την βελτίωση της φροντίδας όλων των ασθενών - Covid ή non Covid , αλλά και των συνθηκών κάτω από τις οποίες δουλεύουν όλοι οι υγειονομικοί. Όπως δηλώνει η αίσθηση της ομάδας που απέκτησε στις πρώτες μάχες με τον άγνωστο εχθρό στο «Σωτηρία» δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Με αυτήν όπλο θα προσπαθήσει να λυθούν προβλήματα και από την τωρινή της θέση τα βλέπει συνολικά σε όλη την επικράτεια.
Η κ. Γκάγκα αποκαλύπτει και μέρος του σχεδιασμού για την ανάπτυξη της ΠΦΥ. «Αλλάζουμε τον τρόπο εκπαίδευσης των νέων γιατρών, δίνουμε έμφαση στη συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση και δίνουμε έμφαση στην αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών». Έμφαση θα δοθεί στην πρόληψη του καρκίνου και ιδιαίτερα στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, του παχέος εντέρου και του καρκίνου του μαστού. Καταλήγει ότι «η πανδημία δεν πρέπει να αποτελεί αιτία ή αφορμή, για να παραλείπουμε τον προληπτικό έλεγχο» και το σύστημα υγείας παραμένει ανοιχτό και ασφαλές για όλους.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας Μ. Γκάγκα στο ΑΠΕ- ΜΠΕ:
Ερ: Ποια προβλήματα αντιμετωπίσατε στα δύο χρόνια πανδημίας, ως εργαζόμενη στο νοσοκομείο αναφοράς covid "Σωτηρία" και πως σκοπεύετε να τα αντιμετωπίσετε ως αναπληρώτρια υπουργός Υγείας;
Απ: Όταν ξέσπασε η πανδημία, για πρώτη φορά χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε σε μαζική κλίμακα ασθενείς με μια άγνωστη στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα νόσο, η οποία ήταν μολυσματική, συνδεόταν με θανάτους και δεν ξέραμε πώς να προστατεύσουμε και να αντιμετωπίσουμε τους ασθενείς ούτε πώς ακριβώς να προφυλαχθούμε από αυτήν. Ήταν δύσκολο. Η δυσκολία αυτή έκανε τη συνεργασία μεταξύ μας πάρα πολύ σημαντική και πραγματικά δουλέψαμε σαν μια μεγάλη ομάδα. Αυτή η αίσθηση της ομάδας δε θα μας εγκαταλείψει ποτέ.
Ερ: Μια μάχιμη γιατρός στο υπουργείο Υγείας: Αλλάζει η οπτική σε μια τόσο δύσκολη περίοδο και πόσο επηρεάζει τις απόψεις σας;
Απ: Τα προβλήματα μένουν τα ίδια και πλέον μπορώ να έχω συνολική εικόνα για αυτά σε όλη την επικράτεια. Εγώ δε θα το έβλεπα ως αλλαγή οπτικής αλλά ως μια ευκαιρία, για να βοηθήσω να βελτιώσουμε ορισμένα πράγματα για τις υπηρεσίες και το σύστημα υγείας, για τους ασθενείς πρώτα αλλά και τους συναδέλφους μου υγειονομικούς. Πολύ σημαντικό λοιπόν για μένα είναι η βέλτιστη φροντίδα όλων των ασθενών - Covid ή non Covid - όπου και να ζουν και η βελτίωση συνθηκών κάτω από τις οποίες δουλεύουν γιατροί, νοσηλευτές και όλοι οι υγειονομικοί.
Ερ: Το βάρος της πανδημίας σήκωσαν παγκοσμίως τα δημόσια συστήματα υγείας, όπως και στη χώρα μας, ανακτώντας και μέρος της εμπιστοσύνης που είχαν απωλέσει. Ποιο δρόμο θα ακολουθήσετε για την ενίσχυση του ΕΣΥ και ποιος ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα;
Απ: Για πολλά χρόνια το ΕΣΥ λειτουργούσε χωρίς ουσιαστικά ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό, ένα πλάνο 10ετίας - 20ετίας. Αυτό που χρειάζεται είναι να βοηθήσουμε το σύστημα αυτήν τη στιγμή, τη στιγμή της πανδημίας, αλλά και να σχεδιάσουμε ένα πιο οργανωμένο και πιο ουσιαστικό αύριο. Η Ελλάδα έχει διαχρονικά ένα πολύ ισχυρό ιδιωτικό τομέα, υπήρξε συνεργασία στην πανδημία, όπως υπάρχει και για τις εξετάσεις είτε ιατρικές είτε εργαστηριακές με τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ιατρούς και διαγνωστικά/ θεραπευτικά κέντρα. Η συνεργασία είναι πάντα σημαντική
Ερ: Το σύστημα υγείας εξακολουθεί να πιέζεται και ειδικά στην Β. Ελλάδα όπου η κάλυψη κλινών ΜΕΘ ξεπερνά το 90%. Τι προβλέπει ο συνολικός σχεδιασμός, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες;
Απ: Φέρνουμε στη Βουλή διατάξεις που αυξάνουν τα οικονομικά κίνητρα για τους γιατρούς, ώστε να υποστηρίξουμε τις ανάγκες σε προσωπικό του ΕΣΥ, οι οποίες αυτήν τη στιγμή είναι αυξημένες κατά περίπου 50%. Αυτό, όχι μόνο γιατί τα περιστατικά Covid-19 είναι περισσότερα, αλλά και επειδή οι ασθενείς που προσβάλλονται από κορονοϊό είναι πολύ βαρύτερα. Χρειάζονται οξυγόνο σε υψηλές ροές και θέλουν συνεχή παρακολούθηση. 'Αρα σήμερα, σε μια Παθολογική ή Πνευμονολογική κλινική χρειάζονται οι διπλάσιοι ή και παραπάνω γιατροί και νοσηλευτές σε σύγκριση με το προηγούμενο διάστημα. Παρ' ότι ήδη έχουν αυξηθεί οι θέσεις των υπηρετούντων κατά πολλές χιλιάδες, αυτήν τη στιγμή, με την αρχή του τέταρτου κύματος, χρειαζόμαστε κι άλλους και τους καλούμε να έρθουν, βελτιώνοντας και τις οικονομικές απολαβές.
Ερ: Η πίεση στο σύστημα υγείας εξ' αιτίας της πανδημίας σχετίζεται και με τα ποσοστά εμβολιασμού ο οποίος πλέον κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Η κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη. Τι μπορεί ακόμη να γίνει για να εμβολιαστεί μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τόσο σε επίπεδο ενημέρωσης όσο και μέτρων;
Απ: Υπουργείο και ΕΟΔΥ προσεγγίζουμε τις περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, στέλνουμε κινητές μονάδες, μιλάμε με τους τοπικούς πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς, προσπαθούμε να λύσουμε τις απορίες και να αμβλύνουμε τους φόβους των αναποφάσιστων. Ξεκινάμε ένα online forum και μια τηλεφωνική γραμμή για ερωτήσεις και απαντήσεις, όπου θα μπορεί ο καθένας να διατυπώνει τις απορίες του και να παίρνει απάντηση από γιατρούς. Αυτό που έχει σημασία είναι να πορευτούμε όλοι μαζί, με τα μέτρα και τον εμβολιασμό, σε ένα ασφαλές αύριο και μια κανονική ζωή.
Ερ: Στην περίπτωση που το τέταρτο κύμα αποδειχθεί ισχυρό, τι θα γίνει με τους ασθενείς με άλλα νοσήματα; Συνάδελφοί σας, αλλά και σύλλογοι ασθενών, όπως των καρκινοπαθών μιλάνε για Νοσοκομεία μιας μόνο ασθένειας, κάνοντας λόγο μάλιστα για εμφάνιση "νέων πανδημιών";
Απ: Το ΕΣΥ πρέπει να περιθάλπει όλους τους ασθενείς, το κάνει και θα το κάνει. Αλλά κανένα σύστημα δεν μπορεί να αυξάνει συνεχώς τις δυνατότητές του. Πρέπει λοιπόν να προσέξουμε όλοι, να προφυλαχθούμε όλοι, γιατί οι κλίνες covid δεν είναι άπειρες.
Στην αρχή της πανδημίας υπήρξε μειωμένη προσέλευση στο ΕΣΥ, γιατί οι ασθενείς φοβήθηκαν. Τώρα οι ασθενείς προσέρχονται και τα τμήματα λειτουργούν κανονικά
Ερ: Μεγάλο θύμα της πανδημίας η πρόληψη, η οποία στην Ελλάδα έτσι και αλλιώς ήταν προβληματική. Μελετάτε κάποιες παρεμβάσεις;
Απ: Η πρόληψη ήταν και παραμένει σημαντικός άξονας των πολιτικών και των δράσεων του υπουργείου υγείας. Αλλάζουμε τον τρόπο εκπαίδευσης των νέων γιατρών, δίνουμε έμφαση στη συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση και δίνουμε έμφαση στην αντιμετώπιση των επειγόντων περιστατικών. Ξεκινάμε δε, σε συνεργασία με το ΚεΣΥ , αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στις ειδικότητες, ώστε να έχουμε τους γιατρούς που χρειαζόμαστε σε κάθε ειδικότητα και περισσότερους γενικούς γιατρούς στην ΠΦΥ. Διαμορφώνουμε επίσης πλάνα για την πρόληψη του καρκίνου, με έμφαση στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, του παχέος εντέρου και του καρκίνου του μαστού. Ολοκληρώνουμε τον ψηφιακό φάκελο του ασθενούς με ειδική πρόβλεψη για τον φάκελο του ογκολογικού ασθενούς και με ειδικό σχεδιασμό για τον παιδικό καρκίνο. Την ίδια στιγμή, το σύστημα παραμένει ανοιχτό και ασφαλές για όλους και η πανδημία δεν πρέπει να αποτελεί αιτία ή αφορμή, για να παραλείπουμε τον προληπτικό έλεγχο.
Ερ: Η παρουσία σας στο υπουργείο Υγείας σημαίνει για σας μια νέα, πολιτική αυτή τη φορά, καριέρα ή την θεωρείτε συγκυριακή λόγω της πανδημίας;
Απ: Είμαι στο υπουργείο, γιατί είμαι γιατρός στο ΕΣΥ 30 χρόνια, ξέρω το σύστημα καλά και θέλω να το δω καλύτερα. Στόχος μου είναι να υπάρχει φροντίδα υγείας για τα καθημερινά και τα απλά παντού στην Ελλάδα, στον τόπο όπου ζει ο κάθε άρρωστος και να υπάρχει επίσης άμεση πρόσβαση σε εξειδικευμένη φροντίδα, όποτε χρειάζεται. Παράλληλα, θέλω όλοι οι εργαζόμενοι στο σύστημα υγείας να αισθάνονται ασφάλεια και ικανοποίηση σε ό,τι αφορά τις συνθήκες δουλειάς και τις προοπτικές τους για το μέλλον.