Το επικρατέστερο σενάριο είναι στην πρώτη αύξηση που είναι ήδη αποφασισμένη στο επίπεδο του 2% με ισχύ από τον Ιανουάριο του 2022 να προστεθεί ένα ποσοστό 3% ή και περισσότερο
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού πάντως προβλέπει ανάπτυξη 4,5% το 2022, ενώ η Κομισιόν στις φθινοπωρινές προβλέψεις της ανεβάζει τον πήχη της ανάκαμψης για το επόμενο έτος στο 5,2%.
Το τελικό ποσοστό αύξησης και ο χρόνος εφαρμογής του μέτρου θα εξαρτηθούν από την ανάπτυξη, την ακρίβεια, τον πληθωρισμό αλλά και την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Το οικονομικό επιτελείο θα βρεθεί μεταξύ δύο πυρών. Από τη μια, έχει πρόθεση να ενισχύσει τους χαμηλόμισθους για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια και από την άλλη πρέπει να σκεφθεί και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρομεσαίες οι οποίες εκτός από την αύξηση του ενεργειακού κόστους θα πρέπει να επωμιστούν και την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ανάλογα με την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών, θα εξεταστεί αν το 5% θα αποτελέσει σωρευτική αύξηση (δηλαδή 2%+ 3%) το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αντίστοιχα ή αν ο κατώτατος μισθός μετά το καλοκαίρι θα αυξηθεί συνολικά πάνω από 5%.
Πάντως ο υπουργός εργασίας Κωστής Χατζηδάκης έχει διαβεβαιώσει ότι «Οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης δημιουργούν προϋποθέσεις για να «φύγει η οικονομία μπροστά» και αυτό θα έχει αντανάκλαση και στους μισθούς των εργαζομένων. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι να δοθεί κοινωνικό μέρισμα το οποίο θα αντανακλάται και στον κατώτατο μισθό».
Η νέα διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό θα ξεκινήσει στις αρχές του 2022. Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος αρχικά θα τοποθετηθούν οι κοινωνικοί εταίροι , τα επιστημονικά ινστιτούτα και η τράπεζα της Ελλάδος και στη συνέχεια θα παραδοθεί το πόρισμα στον υπουργό εργασίας ο οποίος στα μέσα Ιουλίου 2022 θα εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο το νέο κατώτατο μισθό.
Η ημερομηνία εφαρμογής του νέου μισθού τοποθετείται στο δεύτερο εξάμηνο του 2022 και όλα δείχνουν ότι θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές εξελίξεις και κυρίως από το χρόνο διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών.
Ο νέος κατώτατος μισθός για τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα με 0 έως 3 χρόνια προϋπηρεσία διαμορφώνεται στα 663 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 729.30 . Για το μισθωτό με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια διαμορφώνεται σε 729.3 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 795.60.
Για τον μισθωτό με προϋπηρεσία από 6 έως 9 χρόνια διαμορφώνεται σε 795.6 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 861.60. Για το μισθωτό με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών διαμορφώνεται στα 861.9 ευρώ και με το επίδομα γάμου στα 928.20.
Επίσης η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει τα επιδόματα του ΟΑΕΔ με το σημαντικότερο το επίδομα ανεργίας που θα αυξηθεί κατά 9 ευρώ.
Τέλος αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια για περαιτέρω αύξηση 5% εντός του 2022 ο μισθός μπορεί να φτάσει τα 696 ευρώ.
Επιπλέον ανάσα εκτός της αύξησης του κατώτατου μισθού, θα πάρουν οι μισθωτοί ( όχι μόνο οι χαμηλόμισθοι) το 2022 από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας.
Για παράδειγμα: Ένα εργαζόμενος με μικτό μισθό 700 ευρώ θα έχει ετήσιο όφελος 160 ευρώ
Με μηνιαίο μικτό μισθό 1000 ευρώ θα έχει ετήσιος όφελος 355 ευρώ
Με μηνιαίο μικτό μισθό 1200 ευρώ θα έχει ετήσιο όφελος 389 ευρώ
Με μηνιαίο μικτό μισθό 2000 ευρώ θα έχει ετήσιο όφελος 691 ευρώ.
Η συζήτηση για περαιτέρω αυξήσεις άνοιξε και στις χώρες τις ΕΕ
Την ίδια ώρα κινητικότητα παρατηρείται στην ΕΕ σε σχέση με τον κατώτατο μισθό. Σε ψηφοφορία που διεξήχθη στις 11.11.2021, οι ευρωβουλευτές στην Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων υποστήριξαν τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την προστασία των μισθών σε ολόκληρη την ΕΕ, είτε με τη θέσπιση ενός νόμιμου μισθού (ο χαμηλότερος μισθός που επιτρέπεται από το νόμο), είτε επιτρέποντας στους εργαζόμενους να διαπραγματεύονται τους μισθούς τους με τους εργοδότες τους.
Σύμφωνα με την πρόταση το κατώτερο όριο για τον ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι τουλάχιστον το 60% του ακαθάριστου μέσου μισθού της Ευρώπης και το 50% του μέσου μισθού.
Στόχος είναι με τη νέα οδηγία να εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των μισθών σε όλα τα κράτη μέλη, προκειμένου να διατηρηθεί ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Αντίστοιχες συζητήσεις για αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, ελέω και της ανόδου του πληθωρισμού, έχουν ξεκινήσει και σε Γαλλία και Ισπανία προκειμένου να θωρακίσουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
Εως το Μάρτιο του 2021, 17 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν αποφασίσει παρά την ύφεση λόγω της πανδημίας συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού για την τόνωση της ψυχολογίας της αγοράς. Από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατηρήσαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία, είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι χώρες που αποφάσισαν γενναιόδωρες ποσοστιαίες αυξήσεις, η ονομαστική αύξηση σπάνια ξεπερνάει το 1 ευρώ.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού στην Πολωνία ανήλθε σε 7.7% το οποίο αντιστοιχεί σε μόλις 1.16 ευρώ. Η αύξηση 4.6% της Κροατίας αντιστοιχεί σε 1.08 ευρώ ενώ η αύξηση μαμούθ 16.3% της Λετονίας από την 1η Ιανουαρίου του 2021 αντιστοιχεί σε μόλις 0.41 ευρώ λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μισθοί στις πρώην ανατολικές χώρες είναι εξαιρετικά χαμηλοί.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση του υπουργείου εργασίας , δεν μπορεί να υπάρχει σύγκριση των ονομαστικών αυξήσεων καθώς διαφέρουν σημαντικά τα νομισματικά και οικονομικά μεγέθη (πληθωρισμός, συναλλαγματική ισοτιμία, μεταβολή ΑΕΠ, ιστορικό μεταβολών κατώτατου μισθού). Ειδικότερα:
• Μόνο σε 9 χώρες η αύξηση υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε 1 ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.
• Στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού, ενώ περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1,63%.