Οικονομία

Πιέσεις στις τράπεζες για αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις

Πιέσεις στις τράπεζες για αύξηση των επιτοκίων στις καταθέσεις

Πως διαμορφώνεται το τοπίο - Η νέα αύξηση από την ΕΚΤ και ο κίνδυνος φυγής κεφαλαίων λόγω μηδενικών αποδόσεων - Οι αυξήσεις επιτοκίων περνάνε μόνο στις χορηγήσεις δανείων

«Σήμα» για αύξηση επιτοκίων καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες εκπέμπουν αποταμιευτές και Τράπεζα της Ελλάδος. Για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μια δεκαετία φυγής κεφαλαίων από τη χώρα, στα dealing room των τραπεζών -και όχι μόνον- έχουν αρχίσει να πέφτουν τηλέφωνα: «Γιατί δεν αυξάνονται τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα; Γιατί οι ελληνικές τράπεζες περνάνε αμέσως τις αυξήσεις στα επιτόκια δανείων, αλλά καθόλου στα επιτόκια καταθέσεων;».

Αυτό που διαπιστώνουν οι καταθέτες το δείχνουν και τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος. Τον Αύγουστο του 2022 το μέσο επιτόκιο νέων δανείων από τις ελληνικές τράπεζες προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα ανέβηκε στο 5,14%, σχεδόν ίδιο με τον Αύγουστο 2019, πριν από 3 χρόνια (5,16%), πολύ πριν από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση.

Το μέσο επιτόκιο που έδιναν όμως στους αποταμιευτές για να προσελκύσουν νέες καταθέσεις τον Αύγουστο του 2019 ήταν 0,26%, ενώ τον Αύγουστο φέτος 0,04%. Ήταν δηλαδή 6,5 φορές μεγαλύτερο!

Την ίδια στιγμή, ξένες τράπεζες προσφέρουν 10πλάσια ή και 50πλάσια επιτόκια καταθέσεων (έως και 2%) σε αποταμιευτές που αναζητούν καταφύγιο για τις καταθέσεις τους. Και ενώ η Ελλάδα και η Ευρώπη ολόκληρη έχουν εισέλθει σε περίοδο αύξησης επιτοκίων και ακραία υψηλού πληθωρισμού, με το κόστος του χρήματος για χορηγήσεις δανείων να αυξάνεται πλέον συνεχώς, μόνον οι καταθέτες στην Ελλάδα δεν έχουν δει καμία αύξηση αποδόσεων στα χρήματά τους.

Ο κίνδυνος που ανακύπτει είναι τριπλός: νοικοκυριά χάνουν εισόδημα και κεφάλαιο, ενώ κλονίζεται η έννοια και η αξία της αποταμίευσης στη χώρα μας. Επιπλέον, όμως, αν η ελληνική αγορά δεν προσφέρει ικανοποιητικά επιτόκια στους καταθέτες, η απειλή έρχεται με προτάσεις από το εξωτερικό. «Τη στιγμή αυτή τράπεζες όπως η UBS δίνουν επιτόκιο στις καταθέσεις έως και 2%, ενώ οι ελληνικές μηδέν. Θα φύγουν λεφτά!» λένε με νόημα τραπεζικοί παράγοντες. Και το πρόβλημα μεγεθύνεται, όσο η ΕΚΤ θα ανεβάζει το βασικό επιτόκιο αναφοράς προς το 2,5%-2,75%. Ίσως όχι τόσο άμεσα για τα λεφτά του απλού κόσμου, αλλά κυρίως για κεφάλαια μεγαλοκαταθετών και μεγαλοεπενδυτών, που τόσος αγώνας έγινε την εποχή της κρίσης για να τα φέρουν στην Ελλάδα – και οι οποίοι εύκολα μπορούν να βρουν αλλού πιο φιλόξενη στέγη γι’ αυτά.

Αλλαγή σκηνικού το ’23

Τραπεζικά στελέχη έχουν δεχτεί ήδη ερωτήσεις και προειδοποιητικά μηνύματα από VIP πελάτες και μεγαλοκαταθέτες οι οποίοι, αν κάνουν εκ νέου πρώτοι μια κίνηση φυγής, μπορεί να βρουν και πάλι μιμητές.

Η στάση αυτή των συστημικών τραπεζών, που σήμερα ελέγχουν το 97% της αγοράς, να μην αυξήσουν καθόλου τα επιτόκια στις καταθέσεις -τα οποία παραμένουν στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών για τη χώρα μας- προκαλεί ανησυχίες στους μηχανισμούς της ΤτΕ, που παρακολουθούν αν γίνεται σωστή διάχυση της νομισματικής πολιτικής που εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Ειδικά για την Ελλάδα όμως, μετά από μια δεκαετία κρίσης, σκληρών θυσιών και οικονομικής αιμορραγίας κατά την οποία διέφυγαν δισεκατομμύρια ευρώ από τη χώρα (σε Ελβετία, Αγγλία, Γερμανία ή και στην Ασία ακόμα) υπό τον φόβο πτώχευσης και επιστροφής στη δραχμή, το 2022 οι καταθέσεις έχουν επανέλθει στο ύψος που ήταν το 2010. Μέσα στην πανδημία αλλά και μετά, οι καταθέσεις πλησιάζουν ξανά τα 200 δισ. ευρώ και ακόμα αυξάνονται.

Ακόμα όμως και αν δεν φύγουν ξανά όπως παλιά (π.χ. 35 δισ. καταθέσεις το 2011 ή 40 δισ. το 2015), το momentum αρχίζει να αμφισβητείται και κινδυνεύει ενδεχομένως να χαθεί.

Το πρόβλημα δεν θεραπεύεται «διά της υποχρέωσης» για αύξηση επιτοκίων, αλλά μόνο μέσω αύξησης του ανταγωνισμού, όπως εκτιμούν στην ΤτΕ. Και για να υπάρξει ανταγωνισμός, η Τράπεζα της Ελλάδος κινεί στη φάση αυτή διαδικασίες αύξησης κεφαλαίου όλων των μικρών (μη συστημικών) τραπεζών.

Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί μέσα στη χρονιά και στόχος είναι να δημιουργηθούν υγιείς μικρές τράπεζες, ώστε από αρχές του 2023 να μπορέσουν να σταθούν πιο ανταγωνιστικά -σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον- μέσα στο όλο τραπεζικό σύστημα, που σήμερα κυριαρχείται μόνο από τις συστημικές τράπεζες.

Χαρακτηριστικό της έλλειψης ανταγωνισμού είναι όχι μόνο τα μηδενικά επιτόκια καταθέσεων, αλλά και οι κάθε είδους πιθανές ή απίθανες χρεώσεις καρτών, ποσών, συναλλαγών και υπηρεσιών, οι οποίες καθιστούν πλήρως αρνητικές τις τοποθετήσεις κεφαλαίων σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου – και προθεσμίας ακόμα.

Κοσμογονία

Την περίοδο αυτή ανακεφαλαιοποιούνται 5 μικρές τράπεζες: Χανίων και Παγκρήτια, Σερρών, Δράμας, Attica. Μέχρι τέλος του χρόνου θα ολοκληρωθούν αυξήσεις κεφαλαίου, συνέργειες ή συγχωνεύσεις μεταξύ τους ή και με άλλες τράπεζες (HSBC), ακόμα και ιδιωτικοποιήσεις. Εξυγιαίνεται και ενισχύεται έτσι ο κλάδος των μικρών τραπεζών στο τραπεζικό σύστημα της χώρας, ώστε να μπορούν να προσφέρουν πιο ελκυστικές αποδόσεις και να κατακτήσουν μεγαλύτερα μερίδια αγοράς από αυτά που κατείχαν διαχρονικά. Θα αποτελέσουν έτσι και πόλο ανταγωνισμού προς τις μεγάλες που, προσώρας τουλάχιστον, εξακολουθούν να προσφέρουν μηδενικά επιτόκια στους καταθέτες.

Το τοπίο στις καταθέσεις θα αλλάξει από τις αρχές του 2023, όπως εκτιμούν τραπεζικοί παράγοντες. Θα προκύψει έτσι ένα τραπεζικό σύστημα όπου θα κάνουν αισθητή πια την παρουσία τους με αξιώσεις οι μικρές τράπεζες. Όλες μαζί θα αποτελέσουν τότε ένα μετρήσιμο μέγεθος, ειδικά αν η KPMG βάλει και τη Viva στο παιχνίδι. Επιπλέον όμως και η αύξηση κεφαλαίου της Attica Bank τείνει να λάβει μορφή ιδιωτικοποίησης (αποκτώντας τον έλεγχο η Ellington).

Πηγή: newmoney.gr

Ακολουθήστε το ilialive.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις Ειδήσεις

tsoukalas popup