Με την 5η διαδοχική αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) -ουδέποτε στην ιστορία της Ευρωζώνης είχε καταγραφεί αύξηση 300 μονάδων βάσης μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα- ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις γίνεται εντονότερος.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο το «ακριβό χρήμα» θα χτυπήσει τελικώς τρεις από τις βασικές παραμέτρους του ΑΕΠ: την κατανάλωση, λόγω περιορισμού της αγοραστικής δύναμης, τις επενδύσεις, λόγω περιορισμού της πρόσβασης στις πηγές χρηματοδότησης, αλλά και τις εξαγωγές. Η 5η αύξηση λειτουργεί σωρευτικά σε σχέση με τις προηγούμενες τέσσερις.
Ειδικά οι δανειολήπτες θα διαπιστώσουν ότι τα χρήματα που θα πληρώνουν από εδώ και στο εξής για την εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου τους θα είναι πολύ περισσότερα σε σχέση με πέρυσι, κάτι που «χτυπάει» στη ρευστότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Παράδειγμα: Ένα δάνειο με υπόλοιπο 100.000 ευρώ και 15 χρόνια μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του, εξυπηρετούνταν με 626 ευρώ τον μήνα όταν το επιτόκιο ήταν (μέχρι και τον περασμένο Ιούνιο) στο 1,5%. Μετά και τη χθεσινή αύξηση, η δόση θα φτάσει στα 771 ευρώ, δηλαδή 145 ευρώ παραπάνω τον μήνα ή 1.740 ευρώ τον χρόνο. Η απώλεια ξεπερνάει τον ενάμιση μέσο μισθό (περίπου 1.100 ευρώ στην Ελλάδα) και γι’ αυτό εντείνεται η αγωνία για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ανησυχία μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ουσιαστικά έχει προεξoφληθεί και νέα αύξηση 50 μονάδων βάσης από τον Μάρτιο (θα φέρει τη δόση του συγκεκριμένου δανείου στα 797 ευρώ, τη στιγμή μάλιστα που «μαξιλάρι ασφαλείας» από κάποιο μέτρο στήριξης δεν υπάρχει, παρά μόνο για τα ευάλωτα νοικοκυριά).
Πηγή: naftemporiki.gr