Το συμπέρασμα προκύπτει από επίσημα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ στην τελευταία τρίμηνη έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής
Στις 53.814 ανήλθαν οι κενές θέσεις εργασίας στο σύνολο της οικονομίας κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, αυξημένος κατά 54,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023.
Οι περισσότερες κενές θέσεις συναντώνται στον κλάδο του Τουρισμού (16,4%), στο Δημόσιο Τομέα (Δημόσια Διοίκηση, Άμυνα και Κοινωνική Ασφάλιση) (14,6%) και στις Διοικητικές και Υποστηρικτικές Δραστηριότητες (13,7%).
Οι κενές θέσεις εργασίας
Αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat και της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία περιλαμβάνει η τελευταία τρίμηνη έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής. Οι κενές θέσεις εργασίας αφορούν στο άμεσο μέλλον, δηλαδή αυτές που θα πρέπει να καλυφθούν σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών μηνών. Εξαιρούνται ο πρωτογενής τομέας και οι δραστηριότητες των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των κενών θέσεων εργασίας, παρά το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό που υποδηλώνει το επίπεδο της ανεργίας, καταδεικνύει την αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων στην ελληνική αγορά εργασίας.
Η αναντιστοιχία αυτή αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της πρόσφατης έρευνας που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2024 από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ).
Η έρευνα
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν συνολικά 1.600 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών, μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
Νέες θέσεις λόγω ανάπτυξης: Οι περισσότερες επιχειρήσεις (52,4%) αναζητούν προσωπικό για να καλύψουν τακτικές ανάγκες τους λόγω ανάπτυξης (είτε από την αύξηση των πωλήσεων είτε από την επέκτασή τους χάρη στην έγκριση χρηματοδοτήσεων) παρά για την κάλυψη προσωρινών/εποχικών αναγκών.
Δυσκολία εύρεσης κατάλληλου εργατικού δυναμικού: Το 76,7% των επιχειρήσεων της έρευνας δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εύρεση κατάλληλου προσωπικού, με κύριους παράγοντες την απουσία κατάλληλων δεξιοτήτων ή προϋπηρεσίας και την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους υποψηφίους.
Η ζήτηση επικεντρώνεται σε νέους εργαζόμενους: Οι περισσότερες επιχειρήσεις εστιάζουν στην πρόσληψη προσωπικού με μικρή προϋπηρεσία (έως πέντε έτη), πιστοποιημένων γνώσεων (κατάρτιση, εξειδίκευση, εκπαίδευση), ανεξαρτήτως φύλου και προσφέρουν μισθό έως 1.500 ευρώ. Η ζήτηση δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων: οι περισσότερες επιχειρήσεις (43,4%) αναζητούν επαγγελματίες υψηλής εξειδίκευσης με τη αναζήτηση ανειδίκευτων εργατών να ακολουθεί (26,6%).
Κίνητρα για νέους εργαζόμενους: Το 52% των επιχειρήσεων αναφέρουν την απόκτηση εμπειρίας και το χτίσιμο του βιογραφικού ως το βασικότερο προσφερόμενο κίνητρο για να γίνουν ελκυστικές στην προσέλκυση προσωπικού. Το 44,5% των επιχειρήσεων θεωρεί τις αυξημένες απολαβές ως το επόμενο πιο βασικό κίνητρο.
Επαναπατρισμός νέων εργαζομένων: Το 14,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει προσλάβει άτομα που επαναπατρίστηκαν κατά την τελευταία τριετία, δείχνοντας μία μικρή τάση για σταδιακή επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό.
Ο ρόλος της εκπαίδευσης και των μισθών: Το 56,7% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι χρειάζεται καλύτερη και αποτελεσματικότερη σύνδεση εκπαιδευτικών φορέων και επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι παρεμβάσεις τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης όσο και οικονομικής φύσεως αναμένεται να βελτιώσουν το πλαίσιο απασχόλησης.