Η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη στους κραδασμούς από τις νέες πολιτικές του Τραμπ, μας καθησυχάζουν πολυεθνικοί τραπεζικοί όμιλοι όπως η Citigroup και οίκοι αξιολόγησης όπως η DBRS Morningstar. Δεν κινδυνεύουμε άμεσα όσο άλλες χώρες της Ευρώπης, καθώς οι εξαγωγές μας προς τις ΗΠΑ έχουν μικρότερο μερίδιο στο ΑΕΠ, από ό,τι για παράδειγμα το Βέλγιο και η Γερμανία, Αρκεί αυτό για να αναστενάξουμε με ανακούφιση, ελπίζοντας ότι θα «τη σκαπουλάρουμε»; Οι Έλληνες εξαγωγείς υπενθυμίζουν ότι στην προηγούμενη θητεία του Τραμπ είχαν εξαιρεθεί από την επιβολή δασμών βασικά ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα, κυρίως τρόφιμα όπως το ελαιόλαδο και τα γαλακτοκομικά. Παράλληλα όμως στήνουν τις δικές τους «γραμμές άμυνας».
Πολυπαραγοντική εξίσωση
Καταρχάς η Citigroup διευκρινίζει ότι το εμπόριο είναι μόνο ένας από τους τέσσερις τομείς που θα επηρεάσουν ριζικά την Ευρώπη στη δεύτερη θητεία του Τραμπ.
Η ενέργεια, η ασφάλεια και η δημοσιονομική πολιτική, τόσο της ΕΕ όσο και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, θα νιώσουν επίσης τους κραδασμούς.
Προς το παρόν ο Τραμπ έχει απειλήσει ότι θα επιβάλλει δασμούς στην ΕΕ αν δεν αγοράσει περισσότερο αμερικάνικο πετρέλαιο, δεν την έχει όμως συμπεριλάβει στο εκτελεστικό διάταγμα για το εμπόριο – σε αντίθεση με τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα. Ακόμα όμως και γι’αυτές τις αγορές έχει προς το παρόν παραγγείλει μια έρευνα που θα ολοκληρωθεί την 1η Απριλίου, όμως είπε ότι δεν είναι ακόμα έτοιμος για «καθολικούς δασμούς».
Οι επιπτώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ, την παγκοσμια οικονομία και επομένως τη Ευρωπαϊκή, θα είναι αποτέλεσμα ενός «πολύπλοκου μείγματος σημαντικών σοκ προσφοράς και ζήτησης», εκτιμά η Citi.
H Citi, ως αμερικάνικη – πολυεθνική τράπεζα, θεωρεί ότι η αύξηση ενεργειακών εμπορευμάτων από τις ΗΠΑ θα εί αι ένα «θετικό σοκ προσφοράς» για την Ευρώπη, από την άλλη όμως μπορει να θέσει σε κίνδυνο τους στόχους για μείωση εκπομπών άνθρακα.
Λιγότερο εκτεθειμμένη η Ελλάδα
Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικά της σενάριο, η Citi εκτιμά ότι οι χώρες της νότιας Ευρώπης λιγότερο εκτεθειμμένες στους εμπορικούς δασμούς του Τραμπ σε σύγκριση με την κεντρική και δυτική Ευρώπη.
Για παράδειγμα θεωρεί ότι η Ελβετία έχει την πιο μεγάλη έκθεση, την οποία υπολογίζει στο 5,4% του ΑΕΠ. Ακολουθούν Βέλγιο με 3,6% και Γερμανία με 2,9%.
Η Ελλάδα έχει πολύ μικρή έκθεση, μόλις 0,7% του ΑΕΠ – καθώς οι εξαγωγές αγαθών στις ΗΠΑ διαμορφώνονται στο 0,9% του ΑΕΠ. Για να υπολογίσει το βαθμό έκθεσης κάθε χώρας στις αμερικάνικες οικονομικές-εμπορικές πολιτικές, η Citi εκτός από τις εξετάζει επίσης το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας αλλά και την εγχώρια Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία στις εξαγωγές.
Από τις υπόλοιπες χώρες του νότου, η πλέον εκτεθειμένη είναι η Ιταλία με 2,4% του ΑΕΠ. Για τη Γαλλία ο αντίκτυπος στην οικονομία της διαμορφώνεται στο 1,2% του ΑΕΠ, για την Αυστρία στο 2,2%, για την Ολλανδία στο 2,6% και για τη Δανία στο 1,8%.
«Ανάμικτη υπόθεση»
Η έκφράση που χρησιμοποιεί ο ένας από τους δύο συν-διευθύνοντες συμβούλους της Morningstar DBRS, Τόμας Τόργκερσον, για το πώς θα επηρεαστούν τα κράτη της ΕΕ από τις αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ είναι ότι πρόκειται για μια «ανάμεικτη υπόθεση», που περιλαμβάνει αρνητικά και θετικά.
Θεωρεί ότι με την πάροδο του χρόνου οι κραδασμοί από τις όποιες πραγματικές αλλαγές πολιτικής θα «απορροφηθούν», αλλά δεν διαθέτουν όλες οι χώρες τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο για να τις αντιμετωπίσουν.
Ποιοι κινδυνεύουν -Η θέση της Ελλάδας
Οι πιο εκτεθειμένες είναι οι πιο εξωστρεφείς οικονομίες, ιδίως εκείνες που επικεντρώνονται σε ένα βασικό εμπόρευμα.
Η ανάλυση της DBRS φωτογραφίζει τη Γερμανία, καθώς ο πρώτος κλάδος που θα πληγεί είναι η αυτοκινητοβιομηχανία. Όμως το πλήγμα μπορεί να δημιουργήσει φαινόμενο ντόμινο, επηρεάζοντας μικρότερες οικονομίες, όπως η Πολωνία και η Σλοβακία, που έχουν ισχυρούς δεσμούς με τις γερμανικές επιχειρήσεις. Σημαντική έκθεση στις αμερικανικές πολιτικές έχει και η Ιταλία, λόγω του υψηλού εμπορικού της πλεονάσματος με τις ΗΠΑ.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί μεν σημαντικό εταίρο των ΗΠΑ, όμως ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις.
H «ετυμηγορία» της Morningstar DBRS
«Οι πολιτικές των ΗΠΑ δεν θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις υφιστάμενες προκλήσεις για ορισμένες χώρες», σημειώνει η έκθεση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης. «Αν και η απειλή δασμών ευρείας κλίμακας φαίνεται περιορισμένη, αναμένουμε ότι η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα κάνει πράξη ορισμένες από τις πρόσφατες απειλές της, στοχεύοντας χώρες ή/και τομείς για την προστασία της εγχώριας βιομηχανίας ή για να αποκτήσει καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα απέναντι σε διεθνείς εταίρους».
Διεθνής αβεβαιότητα
Η προοπτική των ΗΠΑ να περικόψουν τη χρηματοδότηση διεθνών οργανισμών ή να αποχωρήσουν από αυτούς δημιουργεί επίσης αβεβαιότητα. Με την πάροδο του χρόνου, οι όποιες πραγματικές αλλαγές πολιτικής θα ενσωματωθούν και θα απορροφηθούν, αλλά δεν διαθέτουν όλες οι χώρες τα απαραίτητα δημοσιονομικά αποθέματα για να αντιμετωπίσουν τις απότομες αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ και, προς το παρόν, τα κράτη είναι μια «ανάμεικτη υπόθεση» όσον αφορά τα αντίστοιχα επίπεδα οικονομικής διαφοροποίησης. Παρ’ όλα αυτά, η πανδημία έδειξε ότι οι κατά κύριο λόγο προηγμένες οικονομίες, είναι σχετικά ανθεκτικές σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική ικανότητα.