Ποτέ μέχρι σήμερα, κατά τη διάρκεια συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν είχαν προβληθεί αντιρρήσεις για τη συνταγματικότητα της διαδικασίας. Προφανώς γιατί κανείς δεν αμφέβαλε -μέχρι χθες τουλάχιστον- για την αυθεντική και αποκλειστική εξουσία της Αναθεωρητικής Βουλής να καθορίζει και να διατυπώνει, με τους όρους του άρθρου 110 του Συντάγματος, τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να επέλθουν στον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Χθες όμως, στην ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συζήτηση της αναθεώρησης του άρθρου 32 παρ.4 του Συντάγματος, που προβλέπει τον τρόπο της ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εδίστασε με τη νέα αντιπολιτευτική ορμή που τον διακατέχει τις τελευταίες ημέρες, να προβεί ακόμη και σε αυτό που μέχρι χθες εθεωρείτο αδιανόητο.
Παραπονέθηκε, δηλαδή, γιατί η σημερινή Βουλή ως αναθεωρητική Βουλή, αποφασίζει αδέσμευτα για τις διατάξεις του Συντάγματος που η προηγούμενη (προτείνουσα) Βουλή είχε καθορίσει ως αναθεωρητέες. Κατά τη γνώμη του έπρεπε να ακολουθήσει τις υποδείξεις της προτείνουσας (δηλαδή της προηγούμενης) Βουλής. Επιπλέον, ζήτησε να κηρυχθεί αντισυνταγματική η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή με απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία, υποστηρίζοντας ότι η σπουδαιότητα του εν λόγω πολιτειακού οργάνου επιβάλλει την ανάδειξή του με άμεση εκλογή από το λαό, χωρίς όμως προηγουμένη διάλυση της Βουλής.
Πόση ελαφρότητα και προχειρότητα κρύβει αυτή η κοινοβουλευτική ενέργεια, φαίνεται από τα εξής επιχειρήματα:
α) η συντριπτική πλειοψηφία των καθηγητών του Συνταγματικού Δικαίου μέχρι σήμερα έχει ταχθεί υπέρ της άποψης ότι η Αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις και τις υποδείξεις της προτείνουσας (δηλ. της προηγούμενης) Βουλής. Χαρακτηριστικές οι απόψεις επ’ αυτού των δύο κορυφαίων νομοδιδασκάλων, του Δημητρίου Τσάτσου, ο οποίος γράφει ότι η αναθεωρητική Βουλή «μπορεί να προσδώσει στην αναθέωρηση περιεχόμενο νέο και διαφορετικό από εκείνο που αποφάσισε η προτείνουσα» και του Αριστόβουλου Μάνεση, ο οποίος υποστηρίζει ότι «ο καθορισμός της νέας (αναθεωρηθείσης) ρυθμίσεως δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της πρώτης (προτείνουσας) Βουλής. Θα ενεργηθεί κατά το δεύτερο στάδιον της αναθεωρητικής διαδικασίας υπό της επόμενης Βουλής, η οποία πάντως δεν δεσμεύεται ως προς το μελλοντικόν περιεχόμενον των υπό αναθεώρησιν διατάξεων»
β) οι δύο διαδοχικές Βουλές που κατά το Σύνταγμα αναλαμβάνουν το αναθεωρητικό εγχείρημα, κατά το άρθρο 110 του Συντάγματος, έχουν διακριτούς ρόλους και αρμοδιότητες. Η πρώτη διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης και ορίζει ειδικά τις αναθεωρητέες διατάξεις. Η δεύτερη αποφασίζει τα σχετικά με την αναθεώρηση. Δεν υπάρχει μεταξύ τους σχέση ιεραρχίας, ώστε η δεύτερη να δέχεται εντολή αναθεώρησης από την πρώτη, με συγκεκριμένο περιεχόμενο, και να δεσμεύεται από αυτήν την εντολή.
γ) Μεταξύ της προτείνουσας και της Αναθεωρητικής Βουλής, δηλαδή της πρώτης και της δεύτερης, μεσολαβούν βουλευτικές εκλογές, στις οποίες ο λαός αποφασίζει όχι μόνο για τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων που θέλει να εμπιστευθεί, αλλά και σχετικά με τις κομματικές προτάσεις που έχουν κατατεθεί για την αναθεώρηση του Συντάγματος που θα επακολουθήσει. Άρα η δεύτερη Βουλή, η Αναθεωρητική, που διαθέτει νωπή λαϊκή εντολή, έχει αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση σε σύγκριση με την πρώτη, ως προς τη διεξαγωγή του αναθεωρητικού εγχειρήματος.
Η αποκορύφωση, όμως, της συνταγματικής ελαφρότητας του ΣΥΡΙΖΑ εκδηλώθηκε στην περίπτωση της αναθεώρησης του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ενώ λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ κόπτεται και ομνύει στη όσο το δυνατόν πιο συναινετική ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους, επιλέγοντας μάλιστα -σε τελική φάση- την άμεση εκλογή του από το λαό, χωρίς όμως τη διάλυση της Βουλής, εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε χθες, παρέλειψε στην προηγούμενη Βουλή από θηριώδη απροσεξία του να προτείνει και να συμπεριλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις, και τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 εδ. β΄, που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή. Η διάταξη αυτή, που δεν αναθεωρείται, εμποδίζει την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας με άλλον τρόπο πλην εκείνου της εκλογής του από τη Βουλή.