Το πως αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την επόμενη μέρα φάνηκε από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Προχώρησε σε συμβολική αύξηση κατά 2%, δηλαδή από τα 650 ευρώ στα 663, χωρίς αυτό να προκύψει μέσα από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, μετά από ελεύθερη διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων.
Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την ύφεση ως δικαιολογία για την απόφασή της.
Ύφεση, όμως, υπάρχει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Και η πραγματικότητα είναι ότι 17 από αυτές τις χώρες, έκαναν το άλμα από την ακινησία και έχουν αυξήσει τον κατώτατο μισθό μέσα στο 2021, ενώ οι 14 από αυτές τον αύξησαν και το 2020.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει την ανεπάρκεια-για να μην πω κοροϊδία-της κυβέρνησης σε σχέση με τον κατώτατο μισθό.
Στην Ελλάδα η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ, αφού περνάμε μόνο την Ουγγαρία, την Λετονία, την Εσθονία και τη Βουλγαρία.
Η Λετονία, όμως, αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 16% και η Εσθονία κατά 8%.
Και αν συνυπολογίσουμε ότι το κόστος ζωής στην Ελλάδα είναι υψηλό, αντιλαμβανόμαστε ότι η αγοραστική δύναμη όσων λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Αγοραστική δύναμη που διαρκώς μειώνεται, αφού οι αυξήσεις στα βασικά αγαθά υπερβαίνουν το 12% το τελευταίο διάστημα, ενώ οι αυξήσεις στα καύσιμα το 25%, χωρίς η κυβέρνηση να έχει ενεργοποιήσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς για την προστασία των καταναλωτών.
Μιχάλης Κατρίνης Βουλευτής Ηλείας - ΚΙΝΑΛ