Eπιστρέφει σε εικόνες της μητέρας του, επιστρέφει σε συγκλονιστικά βιβλία της Ιστορίας και πλοηγείται στις παράδοξες μέρες καραντίνας που ζούμε ο Γιώργος Νταλάρας. Ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του iefimerida και περιγράφει τη ζωή του αυτές τις μέρες της καραντίνας λόγω κορωνοϊού, στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2020.
Ενα κείμενο βαθιά προσωπικό -που το διαπερνά όμως αυτή η γαλήνη, οι αποφορτισμένοι τόνοι που χαρακτηρίζουν τη ζωή του κάτω από τη σκηνή- έγραψε ο Γιώργος Νταλάρας. Ζει και μαζί παρατηρεί αυτό που συμβαίνει, καταφεύγει σε μνήμες που έρχονται από την Ιστορία, από τη μεγάλη λογοτεχνία της ανθρωπότητας, από τα παιδικά και εφηβικά του βιώματα. Και θυμάται τη μάνα του, όταν μετά τον φόρτο της ημέρας καθόταν στην κουζίνα και «ομόρφαινε τις πετσέτες της κουζίνας». Αυτή είναι η δική του σελίδα στα Ημερολόγια Καραντίνας του iefimerida.gr τις μέρες που Μένουμε Σπίτι.
«Θα ‘θελα να ‘ξερα ποιος μας κάνει αυτό το κακόγουστο αστείο! Το λέει ο Ιονέσκο για το θάνατο... Κατεβάσαμε ξανά τα βιβλία που τα περιγράφουν όλα. «Tο παιχνίδι της σφαγής», αλλά αυτό είναι θέατρο του παραλόγου. «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», αλλά αυτό είναι μυθιστόρημα. «Το δεκαήμερο του Βοκακίου», ο «Λοιμός» του Θουκυδίδη, αλλά αυτό είναι ιστορία. Τώρα το ζούμε πραγματικά, καθημερινά. Μικρές και μεγάλες ιστορίες μνήμης...
Έξω απ’ το σπίτι λίγα πράγματα. Καμιά βόλτα με την μηχανή ή με το αυτοκίνητο, ή περπάτημα με αποστάσεις ασφαλείας. Είμαστε ψύχραιμοι, όσο μπορούμε και προσπαθούμε να κρατάμε την επικοινωνία με τους φίλους και πιο πολύ με τους μοναχικούς δικούς μας ανθρώπους. Τους μιλάμε. Μας έχουν ανάγκη και τους έχουμε.
Δεν έχω επιβραδύνει τους ρυθμούς της καθημερινότητας και είναι πολύ αργά για να το κάνω. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με τον αδελφό μου και την μάνα μου μόνο. Δεν έχω συνηθίσει την εικόνα του πατέρα με τις πιτζάμες ή τη φόρμα και τις παντόφλες μέσα στο σπίτι. Από παιδιά, σηκωθήκαμε το πρωί απ’ το κρεβάτι, πλυθήκαμε, ντυθήκαμε, τέλος! Με την μέρα άρχιζε και η δουλειά! Βλέπουμε τα εγγόνια μας και την κόρη μας με μέτρο και την απαιτούμενη προσοχή.
Η Άννα νομίζω ότι περνάει πιο δύσκολα. Η μέρα της βγαίνει δουλεύοντας, αλλά το βράδυ που πήγαινε θέατρο ή κινηματογράφο σχεδόν κάθε μέρα, ζορίζεται. Το βλέπω, γι’ αυτό την προσέχω λίγο παραπάνω… Εγώ έτσι και αλλιώς έμενα σπίτι και δούλευα στο στούντιο τις πιο πολλές φορές. Στο κομμάτι της ατομικής ευθύνης, λίγο πολύ τα καταφέρνουμε.
Πέρα όμως απ’ αυτό, δύο πράγματα με ανησυχούν. Αυτή η πρόβα generale της εργασιακής και κοινωνικής απομόνωσης και μοναξιάς. Φοβάμαι μη γίνει συνήθεια αυτή η ανάγκη. Γι’ αυτό το αναφέρω. Δεν θέλω ν’ αντικαταστήσει η ζωντανή επαφή, τη συνεργασία, τη συναισθηματική εγγύτητα, τους φίλους, την κοινή μας ζωή. Και το άλλο, εξίσου σοβαρό, είναι αυτή η αμηχανία, η ανημπόρια του να προσφέρουμε κάτι για το κοινό καλό. Να σφίξουμε το χέρι του διπλανού μας, να συμμετέχουμε σ’ αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο, να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας.
Αναζητούμε την ομορφιά ξορκίζοντας τον ζόφο
Βλέπω τους γιατρούς και τους νοσηλευτές σ’ όλο τον κόσμο, αυτούς τους ήρωες που δε γνωρίζουμε καν τα ονόματά τους, και πάνω τους έχουμε εναποθέσει όλες τις ελπίδες μας. Πως θα τους το ανταποδώσουμε στο τέλος αυτού του εφιάλτη; Μένουμε σπίτι περιμένοντας την επόμενη μέρα. Τότε που θα μετρήσουμε ξανά τις δυνάμεις μας και θα μπούμε ξανά στην κοινή ζωή. Θα κλάψουμε γι’ αυτούς που δεν τα κατάφεραν, γνωστούς και αγνώστους, γι’ αυτούς τους εκατοντάδες που είδαμε να μεταφέρουν τα στρατιωτικά καμιόνια στο Bergamo. Θα αγκαλιάσουμε τους συγγενείς τους, αυτούς που δεν μπόρεσαν να τους κλείσουν τα μάτια, θα τους πούμε ένα τραγούδι παρηγοριάς! «Δεν είχε κάποιον να του κλείσει τα μάτια» λέει ο λαός σαν την ύστατη δυστυχία.
Προς το παρόν μένουμε σπίτι και μαθαίνουμε να ζούμε την ανατροπή, με τους όρους της δικής μας αξιοπρέπειας, της δικής μας ηθικής, με αισιοδοξία, αναζητούμε την ομορφιά, ξορκίζοντας τον ζόφο. Θυμάμαι την μάνα μου, που είχε μια πολύ δύσκολη ζωή και πέρασε πολλά χρόνια μέσα στο σπίτι. Στην ανάπαυλα της, την έβλεπα να ράβει ή να πλέκει με το βελονάκι. Μια μέρα έπλεκε ένα ρέλι και το έραβε στις πετσέτες γελαστή και χαρούμενη. «Τι κάνεις εκεί μαμά;» της λέω. «Δε βλέπεις τι κάνω; Ομορφαίνω της πετσέτες της κουζίνας».
Θ’ αλλάξουν όλα και αυτά που θα ‘ρθουν θα είναι δύσκολα, αλλά θα τα καταφέρουμε. Οι ιδεολογίες θα μας χωρίζουν. Καλό είναι αυτό. Τα όνειρα και οι αγωνίες μας για τη ζωή, όμως τώρα μας ενώνουν.
Καλή δύναμη.»
Πηγή: iefimerida.gr - Φωτογραφία: EUROKINISSI/AΠΟΣΤΟΛΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ