Περισσότεροι από δύο αιώνες έχουν περάσει από τότε που ο Τόμας Μπρους Έλγιν, ένας Σκωτσέζος διπλωμάτης και πρεσβευτής στις Βρυξέλλες και αργότερα στο Βερολίνο, απέσπασε τα Γλυπτά του Παρθενώνα από την Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στη χώρα μας, ο Έλγιν έγινε συνώνυμος με τη λεηλασία, καθώς απομάκρυνε από τον Παρθενώνα και άλλα μνημεία της Ακρόπολης σημαντικά αρχαιολογικά έργα, προκαλώντας μια πληγή στον ελληνικό πολιτισμό που παραμένει ανοιχτή μέχρι σήμερα.
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ιστορία αυτής της διεκδίκησης ήταν η αποδοχή της ελληνικής πλευράς, που έθεσε το ζήτημα της επανένωσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν τα μάρμαρα αφαιρέθηκαν από τον Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν και μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Η κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα ξεκίνησε στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, όταν ο Έλγιν εξασφάλισε, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, φερμάνι (άδεια) από την οθωμανική εξουσία για να μελετήσει και να αφαιρέσει τμήματα από τα αρχαία μνημεία.
Ωστόσο, η διαδικασία και η νομιμότητα αυτής της άδειας παραμένουν αμφιλεγόμενες μέχρι σήμερα. Τα γλυπτά μεταφέρθηκαν στη Βρετανία και το 1816 αγοράστηκαν από το Βρετανικό Μουσείο, όπου συνεχίζουν να εκτίθενται παρά τις εκκλήσεις της Ελλάδας για επιστροφή τους.
Το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών παραμένει ένα σοβαρό διπλωματικό θέμα για την Ελλάδα, το οποίο έχει απασχολήσει πολλές ελληνικές κυβερνήσεις.
Η επίμονη διεκδίκηση των Γλυπτών από την Ελλάδα αναζωπυρώθηκε ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του Μουσείου της Ακρόπολης, το 2009, το οποίο προβάλλεται ως ο ιδανικός χώρος για την έκθεσή τους, ενισχύοντας το επιχείρημα ότι τα γλυπτά πρέπει να επανενωθούν στον φυσικό και ιστορικό τους τόπο.
Η ελληνική πλευρά, εδώ και δεκαετίες, υποστηρίζει ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας και ότι η επιστροφή τους είναι ένα ζήτημα ηθικής, πολιτιστικής και ιστορικής σημασίας.
Το Βρετανικό Μουσείο, από την άλλη πλευρά, έχει διαχρονικά επικαλεστεί νομικά και διοικητικά επιχειρήματα για τη διατήρησή τους στη συλλογή του.
Η πρώτη προσπάθεια επιστροφής από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή
Η πρώτη επίσημη αίτηση της Ελλάδας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα χρονολογείται το 1842 και διατυπώθηκε από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Ο Ραγκαβής, συνειδητοποιώντας τη σημασία των Γλυπτών για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, ζήτησε την επιστροφή τους, ανοίγοντας τον δρόμο για την πρώτη επίσημη διεκδίκηση. Το αίτημα αυτό, ωστόσο, δεν είχε ακόμη την υποστήριξη διεθνώς και παρέμεινε περιορισμένο στο εσωτερικό της χώρας.
Ακολούθησαν δύο σημαντικά ορόσημα για τη διεκδίκηση των Μαρμάρων, με την αίτηση του 1924 και του 1961, οι οποίες ενίσχυσαν την προσπάθεια επιστροφής τους.
Το 1924, με την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα, επανήλθε το αίτημα για τον επαναπατρισμό των γλυπτών.
Το 1961, ο Δήμαρχος Αθηναίων και η Ακαδημία Αθηνών έθεσαν το ζήτημα στο προσκήνιο με νέα ένταση, ζητώντας από την Αγγλία την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, φέρνοντας την υπόθεση και πάλι στην επικαιρότητα.
Η αρχή της προσπάθειας της Μελίνας Μερκούρη
Τη δεκαετία του '80, το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα πήρε νέα διάσταση, μετά από τις πρωτοβουλίες της Μελίνας Μερκούρη.
Η Μελίνα Μερκούρη συνέδεσε σε μεγάλο βαθμό το όνομά της με τον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα
Με το πάθος και την αποφασιστικότητά της, κατάφερε να αναδείξει το αίτημα αυτό όχι μόνο ως εθνική υπόθεση, αλλά και ως παγκόσμιο ζήτημα πολιτιστικής δικαιοσύνης και ηθικής τάξης.
Η αφοσίωσή της στην επιστροφή των Γλυπτών εκφράστηκε με έντονα συναισθηματικό και ποιητικό τρόπο, χαρακτηριστικά του λόγου και της προσωπικότητάς της.
Η διάσημη φράση της:
«Ελπίζω να δω τα Γλυπτά πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ»
Η UNESCO, η ομιλία στην Οξφόρδη και το πρώτο επίσημο αίτημα
Το 1982, ως υπουργός Πολιτισμού, έκανε την πρώτη της σημαντική κίνηση στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Μεξικό, όπου υπέβαλε αίτημα επιστροφής των Γλυπτών μαζί με σχέδιο κειμένου. Η ομιλία της αποτέλεσε ορόσημο, όχι μόνο για το πάθος της, αλλά και για τον τρόπο που ανέδειξε την πολιτιστική και ηθική διάσταση του αιτήματος:
«Τα Γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι μόνο ελληνική υπόθεση. Είναι το καμάρι μας, οι θυσίες μας, το σύμβολο της ευγένειας και της δημοκρατικής φιλοσοφίας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας. Πρέπει να επιστρέψουν στον τόπο τους».
Το κείμενο υπερψηφίστηκε και για πρώτη φορά υπήρξε σοβαρή αντίδραση -και μάλιστα κάτω από την ομπρέλα του οργανισμού.
Τον Οκτώβριο του 1984, κατατίθεται το πρώτο επίσημο αίτημα της Ελλάδας προς τη Βρετανία για την Επανένωση των Γλυπτών. Φυσικά, απορρίπτεται. Καταγράφεται όμως επισήμως και δίνει υπόσταση στη διεκδίκηση.
Το 1986, η Μελίνα μίλησε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε μια ιστορική συζήτηση για το ζήτημα.
«Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Υπάρχουν Γλυπτά του Παρθενώνα, όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Michelangelo, η Αφροδίτη του Da Vinci και ο Ερμής του Πραξιτέλη. Αυτά τα Γλυπτά είναι η ψυχή του Παρθενώνα, κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. Δεν μπορείτε να τα κρατάτε σε μία αίθουσα μακριά από τον φυσικό τους χώρο».
Με τον γνωστό της αυτοσαρκασμό και τη χαρισματική προσωπικότητα, ζήτησε συγγνώμη για την προφορά της, λέγοντας πως «θυμίζει έναν εκφωνητή που μιλάει σαν να έχει βόλους (σ.σ. στα αγγλικά marbles) στο στόμα του».
Όμως η ουσία της ομιλίας της ήταν ξεκάθαρη: το ζήτημα δεν ήταν μόνο ελληνικό, αλλά παγκόσμιο.
Μακροχρόνιος δανεισμός
Με την επιστροφή των Γλυπτών ασχολήθηκε εκτεταμένα και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος ως υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης Σημίτη ήταν και αυτός που έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα του μακροχρόνιου δανεισμού.
«Ήδη από το 1997 έχω διατυπώσει τη θέση ότι η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να δηλώσει τη βούλησή της να τιμήσει τη βρετανική απόφαση για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο τους, αναγορεύοντας την ενιαία έκθεση τους στο Μουσείο της Ακρόπολης ως έκθεση που συνυπογράφει το Βρετανικό Μουσείο, όχι ως "ιδιοκτήτης" ή "δανειστής" αλλά ως "σταθμός" στην επώδυνη διαδρομή που ακολούθησαν τα γλυπτά μέχρι την επιστροφή τους που συντελείται ως πράξη σεβασμού της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Κατά την ίδια λογική η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να είναι πρόθυμη και έτοιμη να συνδιοργανώνει με το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, στις σημερινές αίθουσες των Μαρμάρων, περιοδικές εκθέσεις σημαντικών ελληνικών αρχαιοτήτων.
Όλα μπορούν να γίνουν με ένα κοινό παρονομαστή ύφους που αρμόζει και στις ελληνικές και στις βρετανικές ευαισθησίες με αποτέλεσμα την επιστροφή και την ένωση των Μαρμάρων. Οι δυο αυτές κινήσεις μπορούν να επιταχύνουν την επιθυμητή εξέλιξη» είχε γράψει ο ίδιος σε άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα το 2023.
Η απάντηση του μουσείου ήταν και πάλι αρνητική.
Στις 28 Οκτωβρίου 2002, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης φτάνει στην Ντάουνινγκ Στριτ για να συναντήσει το Βρετανό ομόλογό του Τόνι Μπλερ, που τότε βρισκόταν στο απόγειο της πολιτικής του δύναμης.
Είχε μαζί του φακέλους μέσα στους οποίους είχε τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Την ίδια ώρα, είχε φροντίσει να έχει μαζί του και ένα δώρο για τον Βρετανό ομόλογό του: τη βιογραφία του Λόρδου Βύρωνα που μόλις είχε κυκλοφορήσει τότε και περιείχε αναφορές στα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Οι προσπάθειες της Αμάλ Αλαμουντίν Κλούνεϊ
Η μάχη για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα εντάθηκε ξανά πριν από περίπου 10 χρόνια, όταν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά ζήτησε τη νομική βοήθεια της Αμάλ Αλαμουντίν Κλούνεϊ, διεθνούς φήμης δικηγόρου και συζύγου του ηθοποιού Τζορτζ Κλούνεϊ, αλλά και των συνεργατών της Νόρμαν Πάλμερ και Τζέφρι Ρόμπερτσον.
Η κ. Κλούνεϊ είχε για καιρό επικεντρωθεί στο να διερευνήσει νομικές οδούς για την επιστροφή των Γλυπτών μέσω διεθνών δικαστηρίων και έχει κάνει εκκλήσεις στην διεθνή κοινότητα και τα πολιτιστικά ιδρύματα να επανεξετάσουν την απόφαση του Βρετανικού Μουσείου.
Οι τρεις νομικοί επισκέφτηκαν μάλιστα την Ελλάδα, με στόχο να δώσουν στην τότε ελληνική κυβέρνηση συμβουλές για τις νομικές επιλογές που διαθέτει σε σχέση με τη διεκδίκηση των Γλυπτών.
Ωστόσο, τελικώς σε εκείνη τη φάση δεν αποφασίστηκε να ακολουθηθεί η δικαστική οδός, καθώς δεν είχε λήξει η διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Καμπάνιες, κινητοποιήσεις και νέες «φωνές»
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στις αρχές του 2000, η υποστήριξη για την επιστροφή των Μαρμάρων αυξήθηκε με τη δημοσίευση δύο σημαντικών δηλώσεων. Η πρώτη, υπογεγραμμένη από 252 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και η δεύτερη, από 347 προσωπικότητες, υπογράμμισαν τη διεθνή συναίνεση γύρω από το ζήτημα.
Παράλληλα, οι φωνές για την επιστροφή των Γλυπτών συνεχίζουν να πληθαίνουν, περιλαμβάνοντας και τη συμμετοχή της νεολαίας.
Το Δεκέμβριο του 2009, η υφυπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού βράβευσε την πρωτοβουλία των Δικτύων Νεολαίας του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, που μέσω της ιστοσελίδας τους www.unitethemarbles.org προώθησαν το αίτημα της επανένωσης των Γλυπτών.
Η διαδικτυακή κινητοποίηση δεν σταμάτησε εκεί, καθώς δημιουργήθηκε και η εκστρατεία «Bring them back».
Σε ένα βίντεο της εκστρατείας, ο Νίκος Αλιάγας τονίζει την αδικαιολόγητη φύση της επιχειρηματολογίας περί έλλειψης χώρου για την αποδοχή των αγαλμάτων στην Ελλάδα, ενώ υπογραμμίζει πως «τα γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστρέψουν εκεί που ανήκουν και το πραγματικό μνημείο πρέπει να επανενωθεί».
Η κατάρριψη του επιχειρήματος των Βρετανών από το Μουσείο της Ακρόπολης
Η 20η Ιουνίου 2009 αποτελεί ορόσημο για την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και τις προσπάθειες επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Με τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, καταρρίπτεται το μεγαλύτερο επιχείρημα που είχε προβάλλει το Βρετανικό Μουσείο, σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος για την επανένωση των Μαρμάρων με τον Παρθενώνα.
Το νέο Μουσείο προσφέρει έναν σύγχρονο και άρτιο εκθεσιακό χώρο, ο οποίος καθιστά πλέον σαφές ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να φιλοξενήσει και να εκθέσει τα Μάρμαρα με τον πλέον κατάλληλο τρόπο, ενισχύοντας την απαίτηση για την επιστροφή τους.
Ωστόσο, δεν λείπουν και οι αντίθετες φωνές. Ένας από τους πιο εξέχοντες επικριτές της επιστροφής των Μαρμάρων είναι ο δημοσιογράφος της Guardian, Τζόναθαν Τζόουνς.
Ο Τζόουνς έχει ταχθεί επανειλημμένα κατά του αιτήματος της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι η συζήτηση για την επιστροφή των Γλυπτών επικεντρώνεται σε «εθνικιστικές» και «μικροπρεπείς» ιδεολογίες.
«Ας σταματήσουμε να διαφωνούμε για το πού πρέπει να βρίσκονται τα Μάρμαρα και ας αρχίσουμε να μιλάμε για τα ίδια τα Μάρμαρα και την καλλιτεχνική τους αξία», δήλωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας τη διαφωνία του με το αίτημα της Ελλάδας.
Στα εγκαίνια του Μουσείου, που ήταν ένα διεθνές γεγονός, παραβρέθηκαν σημαντικοί πολιτικοί και πολιτειακοί ηγέτες, καθώς και διεθνείς προσωπικότητες. Μεταξύ αυτών ήταν ο γενικός διευθυντής της Unesco, Κοϊσίρο Ματσούρα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μπαρόζο, καθώς και πρόεδροι και πρωθυπουργοί από χώρες όπως η Κύπρος, η Σερβία, η Κροατία, η Φινλανδία, το Μαυροβούνιο, το Βιετνάμ, η Κίνα, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Σλοβακία και 21 υπουργοί Πολιτισμού από όλο τον κόσμο. Η παγκόσμια παρουσία και στήριξη των αιτημάτων της Ελλάδας προσέδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκδήλωση.
Σε μια ιδιαίτερα συμβολική κίνηση, ο τότε υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή Αντώνης Σαμαράς, τοποθέτησε ένα κομμάτι μαρμάρου που είχε επιστραφεί από το Μουσείο του Βατικανού στην Μετόπη του Παρθενώνα, ενισχύοντας το μήνυμα της επανένωσης των Γλυπτών.
Το νέο Μουσείο επιδεικνύει τα αυθεντικά μαρμάρινα μέλη μαζί με τα γύψινα εκμαγεία τους, κάνοντας απόλυτα σαφές ποια κομμάτια παραμένουν στο Βρετανικό Μουσείο, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για την επιστροφή τους στον τόπο από τον οποίο προήλθαν.
Ο Μπόρις Τζόνσον και ο «Χίτλερ» Κλούνεϊ
Στις 16 Νοεμβρίου 2021, η συζήτηση γύρω από την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα αναβαθμίστηκε σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, κατά τη διάρκεια της συνάντησης του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Βρετανό Πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον στην Downing Street.
Πλέον, το ζήτημα, που μέχρι πρότινος αντιμετωπίζονταν ως ένα θέμα διοικητικής διαχείρισης μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και του Μουσείου της Ακρόπολης, απέκτησε πολιτική διάσταση και τέθηκε στο επίκεντρο της διπλωματίας.
Η χρήση της λέξης «επανένωση» σε αντίθεση με την «επιστροφή» των Γλυπτών αντικατόπτρισε τη νέα προσέγγιση της ελληνικής πλευράς, προσδιορίζοντας τις διαπραγματεύσεις ως διαδικασία αποκατάστασης της συνοχής του πολιτιστικού κληροδοτήματος, παρά ως επιστροφή ενός αντικειμένου που κάποτε είχε παραχωρηθεί.
Η ερώτηση που κυριαρχούσε πλέον ήταν αν αυτή η πολιτική κίνηση του Έλληνα Πρωθυπουργού θα απέφερε καρπούς ή αν, αντίθετα, θα οδηγούσε σε μια νέα απογοήτευση.
Όπως και αν είχε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επαναφέροντας το ζήτημα, έστειλε το μήνυμα ότι το θέμα των Γλυπτών δεν ήταν απλώς ζήτημα πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και πολιτικής ταυτότητας για την Ελλάδα.
Η στάση του Μπόρις Τζόνσον απέναντι στο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα ήταν γνωστή για τον απρόβλεπτο και συχνά εκκεντρικό χαρακτήρα της.
Από την περίοδο της δημαγωγικής του εκστρατείας για το Brexit έως τις πιο πρόσφατες τοποθετήσεις του ως Πρωθυπουργού, ο Τζόνσον δεν είχε κρύψει την αντίθεσή του στην επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του εκρηκτικού χαρακτήρα του έλαβε χώρα το 2014, όταν, απαντώντας σε δηλώσεις του Τζορτζ Κλούνεϊ σχετικά με τη διεκδίκηση των Γλυπτών, σχεδόν αποκάλεσε τον διάσημο ηθοποιό «Χίτλερ» για την αγωνιστικότητά του υπέρ της επιστροφής.
Στο φεστιβάλ Βερολίνου εκείνης της χρονιάς, ο Κλούνεϊ, συνοδευόμενος από τον Ουίλιεμ Νταφόε, είχε υπογραμμίσει την ανάγκη επανένωσης των Γλυπτών, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Βρετανού πολιτικού.
Την τελευταία εβδομάδα, η συζήτηση για την επιστροφή των Γλυπτών βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο, μετά από δημοσίευμα του BBC που ανέφερε ότι οι δύο πλευρές είναι κοντά σε συμφωνία.
Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρισκόταν στο Λονδίνο για να συναντήσει τον Βρετανό ομόλογό του, Κιρ Στάρμερ.
Ερωτηθείς από δημοσιογράφους για την επιστροφή των Γλυπτών εξερχόμενος από την Ντάουνινγκ Στριτ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απάντησε.
Αναπάντητα έμειναν και τα ερωτήματα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό, για το εάν η «Βρετανία έχασε τα Μάρμαρά της»
Μόλις το 2023, ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας Ρίσι Σούνακ είχε ακυρώσει επίσημη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μόλις μερικές ώρες πριν πραγματοποιηθεί.
Ο κ. Σούνακ επέλεξε αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο για να εκφράσει την ενόχλησή του για τα όσα είχε δηλώσει στο BBC ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο πρωθυπουργός είχε παρομοιάσει την αρπαγή των Γλυπτών και τη μεταφορά τους στο Λονδίνο «σαν να κόβαμε στη μέση τη Μόνα Λίζα» ενώ έκανε λόγο για «κλοπή των Γλυπτών».
«Θα φαίνονταν καλύτερα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Δεν είναι ζήτημα επιστροφής, τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα και εκλάπησαν» είχε τονίσει χαρακτηριστικά.
Σε πρόσφατη ανάλυση τους, οι Financial Times αναφέρουν ότι η Ελλάδα εμφανίζεται αισιόδοξη για μια πιθανή συμφωνία με το Βρετανικό Μουσείο σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, μετά από τη δήλωση της βρετανικής κυβέρνησης ότι δεν θα αποτελέσει εμπόδιο σε μια τέτοια διευθέτηση.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η Αθήνα ελπίζει ότι μια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί ήδη από το επόμενο έτος, ενισχύοντας τις ελπίδες για την επανένωση των ιστορικών γλυπτών στον φυσικό τους χώρο.
Πηγή: cnn.gr